Σχετικά με το Περί βίας της Άρεντ

Η Α. γράφει το Περί βίας σε μια εποχή που είναι στοιχειωμένη από τα φαντάσματα του παγκοσμίου πολέμου, του ολοκαυτώματος και του ολοκληρωτισμού, ενώ το παρόν και το μέλλον σκιάζονται από την απειλή του πυρηνικού ολέθρου και την άκριτη ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης και της γραφειοκρατίας.

Είναι η εποχή της κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου, της τεχνολογικής επανάστασης, της Νέας Αριστεράς, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, της εξέγερσης της νεολαίας και των φυλετικών μειονοτήτων.

Ο πόλεμος (η πιο καταστροφική μορφή βίας) έχει χάσει μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς του ως μέσο επίλυσης των διεθνών διαφορών καθώς. Η τεχνολογία έχει αυξήσει σε τέτοιο βαθμό την καταστροφική ικανότητα των σύγχρονων οπλικών συστημάτων, ώστε να καθιστά εκ των πραγμάτων τον πόλεμο μέσο αποτροπής των συγκρούσεων παρά «εργαλείο συνέχισης της πολιτικής». Ο επαπειλούμενος αφανισμός της ανθρωπότητας από τη μαζική χρήση πυρηνικών σε περίπτωση πολέμου δημιουργεί μια ισορροπία του τρόμου που διασφαλίζει την παγκόσμια ειρήνη, με αρνητικό όμως τρόπο, και οπωσδήποτε μη λαμβάνοντας υπόψη το τυχαίο και το απροσδόκητο που μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε ένα λάθος με καταστροφικές συνέπειες.

Αυτό συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο, διότι σε τοπικό επίπεδο, οι συρράξεις (χαμηλής τεχνολογικής έντασης, δηλαδή με συμβατικά μέσα) δεν αποτελούν καθόλου σπάνιο φαινόμενο, τουναντίον μαστίζουν την περιφέρεια καθώς τα αναδυόμενα εθνικοαπελευθερωτικά, αντιαποικιοκρατικά κινήματα χρησιμοποιούν βίαια μέσα προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους για εθνική ανεξαρτησία.

Ανάλογη ένταση επικρατεί και στο εσωτερικό των κρατών, όπου φουντώνουν οι εξεγέρσεις της νεολαίας και των φυλετικών μειονοτήτων, που εξυμνούν τη βία και την άμεση δράση, στρέφοντας τα πυρά τους κατά του κατεστημένου και αμφισβητώντας ριζικά τη σύγχρονη κοινωνία και τους θεσμούς της.

Το παγκόσμιο φοιτητικό κίνημα, που γεννήθηκε από το ειρηνικό κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, αποκτάει έναν ολοένα και πιο βίαιο χαρακτήρα, ενστερνιζόμενο τις μαρξίζουσες αναλύσεις της Νέας Αριστεράς η οποία αναζητά το νέο επαναστατικό υποκείμενο όχι πια στην ενσωματωμένη εργατική τάξη αλλά στις καταπιεσμένες και περιθωριακές κοινωνικές ομάδες. Η βία θεωρείται αποτελεσματική και χρησιμοποιείται ως μέσο για την ικανοποίηση των αιτημάτων ή την «απελευθέρωση» διάφορων κοινωνικών ομάδων και η εξύμνησή της συμπαρασύρει κάθε λογικό επιχείρημα υπέρ των ειρηνικών διαβουλεύσεων για την επίλυση των προβλημάτων.

Η βία κυριαρχεί παντού γιατί, σύμφωνα με την Α., υποχωρεί η δύναμη.

Τι σημαίνει όμως αυτό;

Για να κατανοήσουμε τις θέσεις της Α. σε σχέση με τη βία θα πρέπει να έχουμε κατά νου τον βασικό διαχωρισμό βίας-δύναμης που εισάγει.

Η Α. γράφει από τη σκοπιά και μέσα στο εννοιολογικό πλαίσιο της πολιτικής φιλοσοφίας, αν και η ίδια δεν δηλώνει οπαδός καμίας συγκεκριμένης πολιτικής θεωρίας. Επιλέγει ωστόσο να υποστηρίξει μια πολιτική παράδοση η οποία, σε αντίθεση με την κανονιστική παράδοση που ξεκινάει από τον Πλάτωνα ταυτίζοντας τη δύναμη με την εξουσία και την επιβολή, αναφέρεται στο πολίτευμα της αθηναϊκής πόλης, την ισονομία, ή/και τη res civitas των Ρωμαίων, μορφές διακυβέρνησης που δεν ταύτιζαν τη δύναμη με την εξουσία, αλλά έβλεπαν τη συγκρότηση του πολιτικού σώματος και την υπακοή στους νόμους όχι σαν μια σχέση διαταγής-υποταγής αλλά ως συναινετική διαδικασία η οποία συνεχίζει και διατηρεί την αρχική συναίνεση που θεμελίωσε κατά τη στιγμή της αρχικής συγκρότησής της τους νόμους.

Η Α. πιστεύει ότι το ζήτημα της βίας δεν έχει εξεταστεί δεόντως από την πολιτική επιστήμη, με αποτέλεσμα η σύγχυση που προκαλεί η άκριτη χρήση εννοιών όπως βία, δύναμη, κυριαρχία, εξουσία, κύρος, ρώμη, επιβολή ως συνώνυμων να μην επιτρέπει τη διαύγαση των ζητημάτων που αφορούν στη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας. Αναλαμβάνει λοιπόν να αποσαφηνίσει εννοιολογικά τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το πεδίο των ανθρώπινων πραγμάτων, ό,τι η ίδια θεωρεί σφαίρα της πολιτικής.

Κύριος σκοπός της Α. είναι να διαχωρίσει τη δύναμη από την κυριαρχία για να δείξει ότι η συγκρότηση της δύναμης δεν ταυτίζεται με την επιβολή, αλλά είναι πάντοτε μια συλλογική αυτόνομη διαδικασία που θέτει τα θεμέλια για την πολιτική κοινωνία και η οποία είναι αδύνατον να προκύψει με τη βία και τον εξαναγκασμό. Η δύναμη συγκροτείται πάντοτε από τους πολλούς μέσω της συναίνεσης και ποτέ μέσω του εξαναγκασμού.

Η σχέση της κυριαρχίας (διαταγή-υπακοή) είναι πάντοτε μια σχέση εξουσίας που απαιτεί την απειλή της βίας και το αποκλειστικό δικαίωμα στη νομιμοποιημένη χρήση της ως μέσο για να επιβληθεί. Όμως η δύναμη, όπως την εννοεί η Α., δεν χρειάζεται τη βία για να επιβληθεί, είναι απόρροια της πράξης, της δράσης των ανθρώπων που αποφασίζουν από κοινού να συγκροτήσουν την πολιτική κοινωνία. Είναι η δύναμη της κοινής απόφασης που εξανθρωπίζει και που θεμελιώνει τη δυνατότητα της συνύπαρξης και της επίλυσης των προβλημάτων μέσα στη δημόσια σφαίρα.

Με τα λόγια της Α.: «Η δύναμη είναι ό,τι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας σφαίρας, τον δυνητικό χώρο δημόσιας εμφάνισης μεταξύ ενεργούντων και ομιλούντων ανθρώπων […] Η δύναμη είναι πάντα, θα μπορούσαμε να πούμε, μια δυνητική δύναμη και όχι μια αναλλοίωτη μετρήσιμη και σταθερή υπόσταση σαν τη σωματική ρώμη. Ενώ η σωματική ρώμη είναι η φυσική ιδιότητα ενός μεμονωμένου ατόμου, η δύναμη εμφανίζεται μεταξύ των ανθρώπων όταν συμπράττουν και χάνεται όταν διασκορπίζονται.» [31]

Κοντολογίς, η Α. υιοθετεί έναν «οντολογικό» προσδιορισμό της πολιτικής με αριστοτελική καταγωγή, τη συνδέει με το άτομο και την πράξη, δηλαδή με την έλλογη συμμετοχή στον δημόσιο διάλογο. Άρα η δύναμη γι’ αυτήν δεν μπορεί να είναι μια εκ φύσεως επιβεβλημένη ανάγκη που σκοπό έχει να τιθασεύει τα αρπακτικά ένστικτα και τη βίαιη συμπεριφορά των ανθρώπων και η οποία ασκείται από την κρατική εξουσία εξ ονόματος του «κοινού συμφέροντος».

Αντιμάχεται έτσι κάθε απόπειρα θεμελίωσης της βίας σε βιολογικούς προσδιορισμούς, σε κάποιου είδους «ανθρώπινης φύσης» ή «ζωτικής ορμής» που δήθεν καθορίζουν αναπόδραστα το υπόβαθρο των πολιτικών υποθέσεων. Η βία δεν είναι «ανορθολογική» εξ ορισμού, ως φαινόμενο παρόρμησης. Γίνεται ανορθολογική όταν χρησιμοποιείται ως μέσον για ορθολογικούς σκοπούς. Όταν χρησιμοποιείται για να πραγματώσει οποιοδήποτε προκαθορισμένο σχέδιο ανθρώπινης χειραφέτησης στο μέλλον.

Η βία, όπως άλλωστε και η δύναμη, δεν είναι φυσικές συνθήκες. Είναι πολιτικές πρακτικές που επιδοτούν την ελευθερία ή τον ολοκληρωτισμό.

Η βία και η δύναμη αλληλοακυρώνονται. Είναι φαινόμενα που λειτουργούν αντιστρόφως ανάλογα. Όταν η δύναμη που απορρέει από το λαό είναι αδιαμφισβήτητη η βία δεν έχει θέση στα πολιτικά πράγματα. Μόνο όταν η δύναμη κλονίζεται και παρακμάζει η βία κορυφώνεται, κάνοντας την εμφάνισή της με διττό χαρακτήρα: είτε ως βία που αμφισβητεί τη δύναμη και θέλει να την καταλύσει είτε ως βία που η ίδια η δύναμη χρησιμοποιεί για να διατηρηθεί ως τέτοια.

Με άλλα λόγια, η βία μπορεί να καταστρέψει τη δύναμη, δεν μπορεί όμως ποτέ να τη δημιουργήσει.

Την Α. την απασχολούν πρωτίστως τρία κυρίαρχα στην εποχή της φαινόμενα που γίνονται  αφορμή για να αναπτύξει τους στοχασμούς της πάνω στο φαινόμενο της βίας:

1. η υλική πραγμάτωση ολοένα και μεγαλύτερων δυνατοτήτων άσκησης βίας λόγω της τεχνοεπιστημονικής ανάπτυξης των εργαλείων της βίας, που έχει ως αποτέλεσμα να υποσκάπτεται η μελλοντική προοπτική της ανθρωπότητας,

2. η ρητορική (συμβολική) εξύμνηση της βίας ως μέσου απελευθέρωσης τόσο από το φοιτητικό κίνημα και τις διάφορες φυλετικές ομάδες όσο και από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και τη Νέα Αριστερά,

3. η παρακμή της δύναμης που έχει ως αποτέλεσμα την ένταση της βίας, όπως διαφαίνεται από τη χρήση βίαιων μέσων από το κράτος για την καταστολή των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων.

– Συνδέει το πρώτο φαινόμενο με την εργαλειοποίηση της γνώσης, τον επιστημονισμό και την επικράτηση του δόγματος της προόδου, την επιβολή ψευδοεπιστημονικών δοξασιών και σχημάτων ερμηνείας χωρίς ηθικές διερωτήσεις.

– Συνδέει το δεύτερο με την άκριτη και στρεβλή υιοθέτηση διαψευσμένων από την ιστορική πραγματικότητα δογμάτων (βλ. μαρξισμός) και την υποκατάσταση της πράξης από την απλή συμπεριφορά,

– Συνδέει το τρίτο με την τάση συγκεντρωτισμού (γραφειοκρατία) και μεγέθυνσης του σύγχρονου κράτους, και την παράλληλη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου και της δυνατότητας συμμετοχής των ατόμων στη συνδιαμόρφωση των κοινών υποθέσεων.

Πιο αναλυτικά:

Η Α. θεωρεί τον επιστημονισμό, δηλαδή την απόπειρα εφαρμογής των αυστηρά ποσοτικών μεθόδων των θετικών επιστημών στις κοινωνικές επιστήμες, αποτέλεσμα της άκριτης πίστης στο δόγμα της προόδου, που ταυτίζει την πρόοδο των επιστημονικών ανακαλύψεων με τη γενική ανθρώπινη πρόοδο, κάτι που όλα δείχνουν πως δεν είναι αλήθεια.

Η έννοια της επιστημονικής προόδου καθιστά το χρόνο μια γραμμική συνέχεια. Έτσι το μέλλον θεωρείται οιωνεί διαχειρήσιμο με τις μεθόδους της επιστήμης και άρα προβλέψιμο. Η ψευδοεπιστήμη αναλαμβάνει να το προεικονίσει, είτε ερμηνεύοντας τάσεις του παρόντος (ο σπόρος του νέου μέσα στο υπάρχον – η διαλεκτική του Χέγκελ, ο Μαρξ), ανακαλύπτοντας με δήθεν επιστημονικό τρόπο τους «νόμους» της ιστορικής κίνησης, είτε επικαλούμενη τη δυνατότητα δημιουργίας του μέλλοντος βάσει της δυνατότητας «πειραματισμού» με μορφές κοινωνικής οργάνωσης στις οποίες θα αρθούν οι αντινομίες και οι αντιφάσεις εξασφαλίζοντας την ανθρώπινη ευτυχία. Έτσι η ατομικότητα συνθλίβεται υπό το βάρος του ιστορικού πεπρωμένου αφού κυριαρχεί η αντίληψη ότι, παρά τη θέληση και τη δράση του εκάστοτε ατόμου, η ιστορία θα παίξει το δικό της παιχνίδι πίσω από την πλάτη του.

Τα αποτελέσματα της ανθρώπινης πράξης είναι όμως για την Α. απρόβλεπτα και δεν ακολουθούν μια γραμμική αιτιότητα με προκαθορισμένη έκβαση. Η ιστορία δεν κινείται σε σιδηροτροχιά με μια ατμομηχανή να την τραβάει ολοταχώς προς τα μπρος. Τα αποτελέσματα της ανθρώπινης πράξης είναι μη αναγώγιμα σε αφηρημένες κατασκευές και σε κανονιστικά πρότυπα που επικαλούνται τους «σιδερένιους νόμους» κίνησης της ιστορίας. Το νέο εμφανίζεται ως δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα, και εμπεριέχεται στο ίδιο το γεγονός της ανθρώπινης γέννησης. Η δυνατότητα ορίζεται πάντα από το νέο.

Η διαλεκτική, ο «σπόρος του παρόντος» στο μέλλον, αφορά τη σχέση αιτιότητας στην αλυσίδα της ζωής, δηλαδή την αναπαραγωγή, αλλά δεν προκαθορίζει τη δυνατότητα του κάθε ξεχωριστού ατόμου για την πράξη, που θα φέρει ενδεχομένως το καινοφανές, ούτε επικαθορίζει τη μη αναγώγιμη μοναδικότητά του. Το άτομο ζει στο τώρα και δεν μπορεί να υποτάξει την ύπαρξή του σε έναν αφηρημένο σκοπό που ξεπερνάει το ίδιο και τον ορίζοντα της δικής του ζωής. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, κάθε υπόσχεση για τη μελλοντική ευτυχία είναι μια παγίδα που εγκλωβίζει το ενδεχόμενο, το ακαθόριστο της ανθρώπινης πράξης, σε έναν αμφίβολο σκοπό. Αν για να εκπληρωθεί αυτός ο σκοπός στο απώτερο μέλλον πρέπει ως μέσο να χρησιμοποιηθεί η βία, τότε κινδυνεύουμε να βυθιστούμε σε μια προ-πολιτική κατάσταση, όπου ο ισχυρότερος (όποιος κατέχει τα εργαλεία της βίας) θα επιβάλει τη θέλησή του στους πολλούς.

Η πρόοδος, λέει η Α., εκλαμβάνεται σήμερα ως ποσοτική αύξηση (των μέσων, των δυνατοτήτων, του πλούτου) και αυτό οδηγεί στη γιγάντωση, στον συγκεντρωτισμό και στη γραφειοκρατία. Η διακυβέρνηση γίνεται διοίκηση και η ικανότητα που κάνει τον άνθρωπο πολιτικό ον, δηλαδή η ικανότητα να πράττει, χάνει σήμερα τη σημασία της. Η απρόσωπη διοίκηση και η «ανώνυμη δύναμη των διοικούντων» στερούν από τα άτομα τη συμμετοχή στον δημόσιο χώρο ο οποίος συρρικνώνεται, και τα φέρνει αντιμέτωπα (όπως υποδηλώνουν οι φοιτητικές εξεγέρσεις) με την απρόσωπη εξουσία.

«[…] τείνω να πιστεύω ότι η εξύμνηση της βίας στις μέρες μας οφείλεται κατά μέγα μέρος στην οδυνηρή ματαίωση της ικανότητας του πράττειν στον νεότερο κόσμο», γράφει χαρακτηριστικά η Α. [145]

Παρότι επισημαίνει τον εργαλειακό χαρακτήρα της βίας και τον κίνδυνο τα μέσα να επικαθορίσουν και να υπερσκελίσουν τον σκοπό, η Α. δεν καταδικάζει συλλήβδην τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Αναγνωρίζει τον ιστορικό της ρόλο στις ανθρώπινες υποθέσεις. Τη θεωρεί μάλιστα δικαιολογημένη, και ενίοτε απαραίτητη, ως αυτοάμυνα ή ως μέσο για την αποκατάσταση της αδικίας. «Το ζήτημα είναι ότι σε ορισμένες περιστάσεις η βία –το να ενεργεί κανείς χωρίς επιχειρήματα ή λόγια και χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες– είναι ο μόνος τρόπος να ισορροπήσει ξανά η πλάστιγγα της δικαιοσύνης», γράφει. [123] Επιμένει ωστόσο ότι η βία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι αυτοσκοπός, καθώς χρειάζεται πάντοτε μια εξωτερική από την ίδια δικαιολόγηση, έναν σκοπό – σε αντίθεση με τη δύναμη, που είναι πάντα αυτοσκοπός.

Ούτε μπορεί η βία να γεννήσει το νέο. Μπορεί να είναι η «μαμή της ιστορίας» όπως υποστήριζαν οι Μαρξ-Ένγκελς, δεν είναι όμως αυτή που τη γεννά. Προκαλεί εξελίξεις αλλά δεν δημιουργεί τις συνθήκες για την πολιτική κοινωνία.

Η βία αφορά το παρόν. Διαρρηγνύει τη συνέχεια μ’ έναν τρόπο άμεσο και μπορεί να αποτελέσει μέσο για την αποκατάσταση της αδικίας. Δεν μπορεί όμως να έχει διάρκεια, αλλιώς μετατρέπεται σε τρομοκρατία. Είναι κοινωνικός συμπεριφορισμός, όχι πολιτική πράξη. Με τα λογια της Α.: «[…] επειδή όταν πράττουμε ποτέ δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις απώτερες συνέπειες των πράξεών μας, η βία μπορεί να παραμείνει ορθολογική μόνο εφόσον επιδιώκει βραχυπρόθεσμους στόχους. Η βία δεν προάγει σκοπούς, ούτε την ιστορία ή την επανάσταση, ούτε την πρόοδο ή την αντίδραση· αλλά μπορεί να χρησιμεύσει στη δραματοποίηση αδικιών και στην προσέλκυση της προσοχής του κοινού σ’ αυτές.» [140]

Έτσι, η Α. εντοπίζει ως παραδειγματικές τις ιστορικές εκείνες στιγμές που η δύναμη αναδύθηκε ως άρνηση της ταύτισης της πολιτικής με την κυριαρχία, όπως η αρχαία ελληνική πόλις, η αμερικανική επανάσταση, τα σοβιέτ στην αρχική τους μορφή, η Άνοιξη της Πράγας. Θεωρεί ότι όταν οι επαναστάσεις επικαλούνται τα επί μέρους συμφέροντα κοινωνικών ομάδων ή τάξεων οδηγούν σε ένα ζοφερό κι όχι σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι πολλά: η γαλλική επανάσταση επέβαλε την Τρομοκρατία, η σοβιετική τον Ολοκληρωτισμό, οι δε πρόσφατες εξεγέρσεις των νέων και των φυλετικών μειονοτήτων φέρνουν τη βία στο επίκεντρο της πολιτικής και ακυρώνουν τον διάλογο.

Για την ίδια η εμμενής σε κάθε επανάσταση μορφή των συμβουλίων είναι η έκφραση του ιδανικού της άμεσης δημοκρατίας το οποίο πρέπει να προασπίσουμε.

Μια απόπειρα κριτικής

Ολόκληρο το θεωρητικό οικοδόμημα της Α., αν και εξετάζει σύγχρονα φαινόμενα, αιωρείται στη σφαίρα του ιδανικού. Χωρίς κανένα θεμέλιο στην υλική βάση των κοινωνικών σχέσεων, ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα υψηλόφρων ον που με τη γλωσσική του ικανότητα υπερβαίνει την ανάγκη, για να αναζητήσει την ελευθερία και την ευτυχία στη συμμετοχή στις κοινές υποθέσεις.

Την Α. δεν την ενδιαφέρει αν τα φαινόμενα που περιγράφει και ερμηνεύει εμφανίζονται μέσα σε ένα  ιστορικό πλαίσιο συγκεκριμένων παραγωγικών σχέσεων. Δεν την απασχολεί το γεγονός ότι οι «κοινές υποθέσεις» των ανθρώπων πολύ απέχουν από το να είναι αποκλειστικώς ζητήματα «ορθής διακυβέρνησης». Με την προσφιλή της μέθοδο, διαχωρίζει την πράξη και την κατασκευή, τον άνθρωπο ως πολιτικό ον από τον άνθρωπο παραγωγό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαχωρίζει το πολιτικό από το κοινωνικό και αμφισβητεί κάθε διαλεκτική σχέση μεταξύ αυτών των δύο αυτόνομων σφαιρών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ταξική πάλη είναι γι’ αυτήν μια τελειωμένη υπόθεση που έχει διαψευστεί διττά: από τη μία, οδήγησε στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό, σε ένα γραφειοκρατικό κράτος καταπίεσης, και από την άλλη, η πρωτόγνωρη αύξηση της παραγωγικότητας και του βιοτικού επιπέδου στις δυτικές χώρες ενσωμάτωσε την εργατική τάξη στην αστική κοινωνία, συμφιλιώνοντας την αντίθεση εργασίας-κεφαλαίου.

Χαρακτηριστικό για τον τρόπο αντίληψής της είναι το παράδειγμα του πανεπιστημίου και της σχέσης επιστήμης-τεχνολογίας, τα οποία η Α. παρουσιάζει ως καθοριζόμενα εκτός των κοινωνικών σχέσεων και του ταξικού ανταγωνισμού. Το Πανεπιστήμιο είναι (ή θα έπρεπε να είναι) ο θύλακας της γνώσης και της έρευνας, του ελεύθερου διαλόγου και της δημοκρατίας. Οι πύλες του κλείνουν απ’ έξω κάθε κοινωνικό ανταγωνισμό και κάθε διερώτηση για το δομικό ρόλο του στην αναπαραγωγή του συστήματος. Η επιστήμη με τη σειρά της δημιουργεί την τεχνολογία εν κενώ, μέσα στα εργαστήρια, μακριά από την ανάπτυξη του κεφαλαίου και του συνεχούς ανταγωνισμού με την εργασία, σαν μια απλή εξελικτική διαδικασία.

Αυτό που η Α. βλέπει σαν «παρακμή της δύναμης» στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είναι το τέλος μιας περιόδου πρωτόγνωρης ανάπτυξης και υλικής ευημερίας, το τέλος της περίφημης «χρυσής περιόδου» του κεϋνσιανικού-φορντικού μοντέλου. Η κρίση, κρίση που βιώνουμε μέχρι σήμερα, σοβούσε, και λίγο αργότερα ξέσπασε με σφοδρό τρόπο. Η «δύναμη» είχε υποσκάψει η ίδια τα θεμέλιά της καθώς ήταν εξαρχής μια κυριαρχική δύναμη. Η δημοκρατική επίφαση, η ελευθερία του πολίτη, δεν ήταν παρά η ελευθερία του εμπορεύματος και της διευρυμένης αναπαραγωγής της αξίας που έφτασε στα όριά της, αφενός λόγω των εγγενών αντιφάσεων και αφετέρου σαν αποτέλεσμα του ταξικού ανταγωνισμού που ποτέ δεν έπαψε πραγματικά.

Ειδικότερα όσον αφορά τις βασικές έννοιες που πραγματεύεται η Α. στο Περί βίας, τη δύναμη και τη βία, οι ενστάσεις μπορούν να στραφούν γύρω από την ερμηνεία τους και τον τρόπο με τον οποίον προσπαθεί να τις παρουσιάσει. Η Α. θεωρεί τη βία και τη δύναμη αντιστρόφως ανάλογες και όχι τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Επ’ αυτού θα κάνουμε ακροθιγώς μερικές παρατηρήσεις που σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν ολοκληρωμένη κριτική, αλλά δίνουν πιθανώς ώθηση στη συζήτηση.

Για τη δύναμη:

– Η «καθαρή» μορφή δύναμης που περιγράφει η Α. θα είχε ως λογική προϋπόθεση θεμελίωσης την τεχνολογική ανάπτυξη των μέσων παραγωγής σε βαθμό που θα απάλλασσαν τους ανθρώπους από την αναγκαιότητα, ή την ύπαρξη μιας τάξης δούλων που θα ασχολείται με τις υλικές συνθήκες της αναπαραγωγής, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί στη διαιώνιση της εκμετάλλευσης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ισονομία στην πολιτική σφαίρα είναι απλώς φενάκη όταν το κυρίαρχο καθεστώς της κοινωνίας είναι η εκμετάλλευση. Άλλωστε και η φιλελεύθερη δημοκρατία επικαλείται την πολιτική ισότητα (καθολική ψήφος) για να νομιμοποιήσει την κοινωνική ανισότητα.

– Όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, η δύναμη ποτέ δεν ήταν διαχωρισμένη από τη βία. Η δύναμη ασκεί (ή προκαλεί) βία κατά τη στιγμή της συγκρότησής της, είτε για να επιβληθεί έναντι μιας αντίπαλης δύναμης είτε για να διατηρηθεί ως τέτοια από τη στιγμή που αρχίζει η αμφισβήτησή της. Διότι κάθε φορά το νέο που γεννιέται εμπεριέχει δυνάμει την αμφισβήτηση τής ήδη συγκροτημένης δύναμης και την άρνηση της συναίνεσης που αυτή απαιτεί για να συνεχίσει να υπάρχει ως τέτοια.

– Ακόμα κι αν δεν εκλάβουμε τη δύναμη σαν μια σταθερή συνθήκη αλλά σαν μια διαδικασία που διαρκώς επαναδιαπραγματεύεται τους όρους συγκρότησής της μέσα από τη διαβούλευση και τον διάλογο θα πρέπει να υπάρχει μια γενικότερη συναίνεση σχετικά με αυτήν την ίδια, ένα είδος προ-συμφώνου ή κοινής παραδοχής (κάτι σαν την «κοινή γνώμη») που δεν μπορεί παρά να είναι σε γενικές γραμμές προϋποτιθέμενη.

Τι είναι αυτό που επιβάλει τη δική του δύναμη επί της «πολλαπλότητας των δυνάμεων» μέσα στην κοινωνία και η συνέχει; [147]

– Η δύναμη δεν μπορεί να παραμένει αφηρημένη, κενή περιεχομένου. Αντιθέτως, πρέπει να είναι μια δύναμη για, μια συλλογική βούληση για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Το περιεχόμενο της δύναμης, ο σκοπός, δεν μπορεί παρά να ορίζεται από την επιθυμία εκπλήρωσης ενός ιδανικού, που είναι πάντοτε δέον σε σχέση με το είναι. Η δύναμη, αν εκπληρώνει μόνο τη δυνατότητα της συγκρότησης, δηλαδή αν το περιεχόμενό της είναι η αναπαραγωγή των συνθηκών που τη συγκροτούν και την καθιστούν εφικτή ως μέσο διασφάλισής τους (π.χ. «δημόσιο συμφέρον»), επικυρώνει απλώς την εκάστοτε εξουσία που την «εκπροσωπεί» θεσμικά, με άλλα λόγια το κράτος και την κυβέρνηση. Η Α. συμφωνεί ότι «η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά οργανωμένη και θεσμοθετημένη δύναμη» [113].

Το ιδιαζόντως ανθρώπινο κατά τη γνώμη μας είναι ακριβώς αυτή η επιθυμία διαμόρφωσης του μέλλοντος με έναν τρόπο που θα εκπληρώνει τα ιδανικά που αυτή η ίδια επιθυμία γεννά.

Για τη βία:

– Ασκώντας κριτική στις θέσεις της Α. θα μπορούσαμε με τη σειρά μας να προχωρήσουμε περεταίρω τον εννοιολογικό διαχωρισμό που η ίδια χρησιμοποιεί ως μέθοδο και στην έννοια της βίας.

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «υποκειμενική» και «αντικειμενική» βία, όπου η πρώτη εκδηλώνεται όταν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες χρησιμοποιούν βίαια μέσα για να επιτύχουν έναν σκοπό, ενώ η δεύτερη είναι η υφέρπουσα, συγκαλυμμένη συστημική βία του καπιταλισμού, που ασκείται καθημερινά με ποικίλες θεσμικές και άτυπες μορφές.

Η περιορισμένη αντίληψη της έννοιας της βίας, που εκλαμβάνεται ως τέτοια από την Α. μόνο στη φυσική μορφή της, ως εξαναγκασμός υπό απειλή, δεν αναγνωρίζει τη συγκαλυμμένη βία ή την απειλή της βίας του κράτους, αλλά και κάθε πολιτικής οντότητας που εκφράζεται μέσα από θεσμούς, και η οποία χρησιμοποιεί τη βία (ή την απειλή της) ως εργαλείο για τη διατήρησή της («αντικειμενική» βία).

Η Α. δεν φαίνεται να βλέπει για τις εκλεπτυσμένες τεχνικές της σύγχρονης κυριαρχίας (βιοπολιτική, αυθεντία, χειραγώγηση της κοινής γνώμης, εξατομίκευση) ίσως γιατί πίστευε ότι η φαινομενική ελευθερία που διασφαλίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία, με όλα τα προβλήματά και τις στρεβλώσεις της, επιτρέπει την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του δημόσιου χώρου και τη συμμετοχή των ατόμων σε αυτή, άρα ότι επιτρέπει την πραγμάτωση της πολιτικής.

Η προσταγή για υποταγή και πειθάρχηση δεν εκφέρεται πια απευθείας από τα χείλη της εξουσίας ούτε από την κάνη του όπλου, κυκλοφορεί μαζί με το χρήμα και εκφράζεται με τους κανόνες της πίστωσης και των συναλλαγών, που περιλαμβάνουν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την εργατική δύναμη ως εμπόρευμα, εξορθολογίζει την κοινωνική οργάνωση μέσω της βιοπολιτικής, και την οργανώνει μέσα στο πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας

Ακόμα και η γέννηση, η τόσο σημαντική για την Α. στιγμή που διαρρηγνύει τη συνέχεια φέρνοντας στον κόσμο το νέο, υπόκειται σε πλήρη έλεγχο από την επιστήμη, το κεφάλαιο και την εξουσία.

– Η Α. υποστηρίζει σθεναρά ότι η βία είναι στείρα, ότι τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από αυτήν.

Κι όμως, μπορούμε να πούμε ότι οι αντίρροπες τάσεις που δημιουργούν οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού (με κυριότερη αυτή μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας) γεννιούνται μόνο μέσα από την άρνηση και τη σύγκρουση, σε μια διαλεκτική σχέση δράσης-αντίδρασης.

Ο Μπένγιαμιν μας υπενθυμίζει επίσης ότι η (επαναστατική-θεϊκή) βία είναι παραγωγική γιατί ξεθεμελιώνει την παλαιά τάξη πραγμάτων, είναι ένα συμβάν που δημιουργεί ρήγμα στη συνέχεια της αναπαραγωγής και της διεύρυνσης της αξίας.

Αυτή είναι όμως μια διαλεκτική προσέγγιση και η Α. δεν πιστεύει στη διαλεκτική. Γι’ αυτό, το δικό της πολιτικό πρόταγμα κοινωνικής αλλαγής έχει να κάνει με τη συμμετοχή στη δημιουργία, τη διεύρυνση και την εμβάθυνση του δημόσιου χώρου και με τον διάλογο (κι εδώ είναι φανερή μια υπερβολική προσήλωση στην αυτονομία των κινήτρων των ανθρώπινων αποφάσεων), με τη συγκρότηση της δύναμης, της συναινετικής συμμετοχής στην κοινότητα που αυτοθεσμίζεται.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Comments Off on Σχετικά με το Περί βίας της Άρεντ

Η σκέψη της Hannah Arendt : μία αδρή σκιαγράφηση

α) Η υποδοχή του έργου της

Η Hannah Arendt είναι μία δύσκολη πολιτική στοχαστής. Η σκέψη της αντιστέκεται στην ταξινόμηση της σε κάποια από τις γνωστές φιλοσοφικές παραδόσεις ή μείζονες πολιτικές ιδεολογίες. Την ίδια αδυναμία γενικού προσδιορισμού επιτείνει η υποδοχή του έργου της κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου, αφού η κριτική τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά πολώθηκε γύρω από την έννοια του «ολοκληρωτισμού» και της ταύτισης του ναζισμού με τον σταλινισμό υπό τη σημαία του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η πρόσληψή αυτή οδήγησε σε μία υπεξαίρεση κεντρικών κατηγοριών του έργου της από την συντηρητική ψυχροπολεμική δεξιά και σε μία αντίστοιχη εκχώρηση τους στην πρώτη από την μαρξιστική αριστερά. Η ίδια αμηχανία τοποθέτησης απέναντι στο ετερόδοξο και περίπλοκο έργο της εξακολουθεί να υφίσταται, ως ένα βαθμό, και στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Σε αυτό συμβάλλει ο μη συστηματικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας της, δηλαδή η απουσία μιας φιλοσοφίας η οποία εκκινεί από ένα κεντρικό επιχείρημα το οποίο εμβαθύνεται και αναπτύσσεται σε μία σειρά από έργα. Αντίθετα, το έργο της αναφέρεται σε μία πληθώρα διαφορετικών θεμάτων όπως ο ολοκληρωτισμός, η επανάσταση, η φύση της ελευθερίας, οι ιδιότητες της ανθρώπινης κρίσης, σκέψης και βούλησης, η ιστορία της πολιτικής σκέψης κ.α. Αυτή η θεματική ετερογένεια θα μπορούσε να ερμηνευθεί αν κατανοήσουμε το εκάστοτε έργο της ως μια δημόσια δήλωση επί ενός θέματος με το οποίο η Arendt ήρθε αντιμέτωπη κάθε φορά η στη ζωή της. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, η μαζική κοινωνία της μεταπολεμικής Αμερικής, η βία και ο επαναστατικός αναβρασμός της δεκαετίας του 60΄, η ακρισία και η έλλειψη κριτικού πνεύματος που έθεσε η υπόθεση της δίκης του Άιχμαν μπορούν να κατανοηθούν ως ερωτήματα επί των οποίων έλαβε θέση με την δημοσίευση του αντίστοιχου έργου της. Αυτή η πρόθεση μιας διαρκούς συνομιλίας με τα πράγματα που σφραγίζουν τον δημόσιο χώρο και η καταδίκη κάθε νοησιαρχικού αναχωρητισμού από τον κόσμο των δημόσιων ανθρώπινων υποθέσεων λειτούργησε αποτρεπτικά οποιασδήποτε συνέχειας ή συστηματικότητας στο έργο της. Η μη συστηματικότητα αυτή καθιστά απαραίτητη την εξοικείωση με βασικές θεωρητικές προκείμενες της σκέψης της. Η παρακάτω απόπειρα είναι αναγκασμένη, για λόγους οικονομίας της εισήγησης, να αναπτυχθεί λαμβάνοντας τη μορφή ενός αδρού περιγράμματος παρά μιας σε βάθος καταγραφής.

β) η φαινομενολογική καταγωγή της σκέψης της

Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη η συμβολή της σκέψης της Hannah Arendt θα μπορούσε να συνοψισθεί στην ανάλυση της για τον ολοκληρωτισμό και στην απόπειρα της να ανασυγκροτήσει την πολιτική σκέψη πάνω σε καινούργια βάση, δίνοντας της έτσι ένα νέο πλαίσιο αναφοράς.[1] Αν η ανάλυση του ολοκληρωτισμού αποκτά με την Arendt εκείνο το βάθος της πολιτικής, κοινωνιολογικής, φιλοσοφικής και ανθρωπολογικής σημασίας που μέχρι τότε απουσίαζε, η προσπάθεια να δοθεί ένα νέο πλαίσιο αναφοράς στην πολιτική, πέρα από τη μαρξιστική και τη φιλελεύθερη θέση, μας φέρνει αντιμέτωπους με το ζήτημα της φιλοσοφικής καταγωγής της σκέψης της. Ούσα μαθήτρια του Martin Heidegger και του Karl Jaspers ο στοχασμός της Arendt αντλεί από το φιλοσοφικό ρεύμα της φαινομενολογίας με σαφείς συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει και κατανοεί τις μείζονες διαστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Συγκεκριμένα, η φαινομενολογική της προοπτική την οδηγεί στην ανατροπή της παραδοσιακής φιλοσοφικής προτεραιότητας των εννοιολογικών σχημάτων έναντι του εμπειρικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής. Πράγματι, η προσέγγιση της δεν ακολουθεί την πορεία της ανάλυσης αφηρημένων πολιτικών εννοιών (κράτος, εξουσία, κυριαρχία κλπ.) οι οποίες στη συνέχεια θα εναποτεθούν με τρόπο λίγο ως πολύ αυθαίρετο πάνω στα πράγματα. Αντίθετα, η αφετηρία της είναι τα ίδια τα γεγονότα όπως μπορούν να διαγνωσθούν την δεδομένη κάθε φορά ιστορική στιγμή. Προς αυτή την κοινή εμπειρία/ ερμηνεία του κόσμου συναρτά την θεωρητική γνώση, η οποία οφείλει να θεματοποιεί το προ – στοχαστικά ήδη παρόν, αναδεικνύοντας τα δομικά χαρακτηριστικά της βιωμένης κάθε φορά εμπειρίας. Η αντίθετη κατεύθυνση οδηγεί κατά την Arendt στην συσκότιση του φαινόμενου χαρακτήρα της πραγματικότητας καθώς θα επιβάλλει σε αυτή τα εκ των προτέρων διαμορφωμένα, προκρούστεια εννοιολογικά της καλούπια.

Η φαινομενολογική της προσέγγιση την οδηγεί στην κατανόηση του κόσμου των ανθρώπων ως κόσμου φαινομένων, αλλά και του ερωτήματος περί της ανθρώπινης φύσης ή ουσίας ως ενός ερωτήματος δίχως δυνατότητα ουσιαστικής απάντησης, μίας και αυτή θα προϋπέθετε την οριστική έξοδο του ανθρώπου από την εγκόσμια  κατάσταση και την κατόπτευση της ίδιας του της ύπαρξης από μία συμπαντική σκοπιά, από ένα αρχιμήδειο σημείο. Με τα ίδια της τα λόγια : «είναι τελείως απίθανο ότι εμείς, που μπορούμε να γνωρίζουμε, να καθορίζουμε και να ορίζουμε την φυσική ουσία όλων των πραγμάτων, τα οποία μας περιβάλουν και τα οποία δεν είμαστε εμείς, θα μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ το ίδιο και για τον εαυτό μας – αυτό θα έμοιαζε σαν να ξεκολλούσαμε μ’ ένα άλμα από τη σκιά μας».[2]

Η ίδια φαινομενολογική αφετηρία μοιάζει να την οδηγεί στην αναγνώριση δύο οντολογικών δομών της ανθρώπινης κατάστασης. Η πρώτη είναι «ο χώρος των εμφανίσεων» και η δεύτερη «η εγκόσμια αντικειμενική πραγματικότητα». Και οι δύο αποτελούν εγκόσμιες δεσμευτικές δομές που συγκρατούν την πολλαπλότητα των διαφορετικών ατόμων συνενώνοντας τις σχέσεις, τις αλληλεπιδράσεις και τις υποθέσεις τους σε μία κοινά βιωμένη πραγματικότητα. Εξάλλου, η προτεραιότητα προς τον άμεσο χαρακτήρα της ανθρώπινης εμπειρίας θα την οδηγήσει σε μια καχύποπτη στάση απέναντι σε κάθε μεταφυσική παράδοση, μιας και αυτή τείνει να ευνοεί την απομάκρυνση από τα πράγματα και τον κόσμο προς αφηρημένες και αόριστες θεωρησιακές συλλήψεις. Η άρνηση της μεταφυσικής προσανατολίζει την προοπτικής της Arendt προς τον αυστηρά εγκόσμιο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης και την κοινή αίσθηση για τον κόσμο που δημιουργείται μέσα στον «χώρο των εμφανίσεων» των ανθρώπινων υποκειμένων.

γ) Οι έννοιες τις πολλότητας (plurality) και της γεννησιμότητας (natality)

Έχοντας προσδώσει στο πεδίο της ανθρώπινης κατάστασης αυστηρά γήινο ορίζοντα, προβαίνει στην σκιαγράφηση της πρωτογενούς μορφής και της θεμελιακής δομής του ανθρώπινου υποκειμένου. Οι έννοιες της πολλότητας (plurality) και της γεννησιμότητας (natality) που πλάθει για να αναφερθεί σε αυτήν αποτελούν ίσως κάποια από τα κομβικότερα περάσματα για την, κατά το δυνατόν ομαλότερη, εισαγωγή μας στο αρεντικό έργο.

Η αρεντική φιλοσοφική ανθρωπολογία οικοδομείται στη βάση της κατανόησης του ανθρώπου ως μιας μοναδικής, μη αναγώγιμης και ανεπανάληπτης οντότητας. Αυτό που μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι είναι η ομοιότητα της ανθρωπινότητας τους, αλλά έτσι που κανείς να μην είναι ποτέ ίδιος με κανέναν άλλο απ’ όσους έζησαν, ζουν ή θα ζήσουν.[3] Έτσι, η ανθρώπινη πολλότητα θα χαρακτηρισθεί ως «η παράδοξη πολλότητα μοναδικών όντων».[4] Πέρα από την μοναδικότητα του ανθρώπινου υποκειμένου, ένα δεύτερο γνώρισμα που περιγράφει την έννοια της πολλότητας είναι η κατανόηση της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, μονάχα εντός του πλήθους των ανθρώπινων όντων. Για την Arendt το ανθρώπινο υποκείμενο όχι μόνο δεν μπορεί να συλληφθεί στην απομόνωση του από τους άλλους ανθρώπους, αλλά φτάνει στο σημείο, ακολουθώντας του Ρωμαίους, να ορίσει την ανθρώπινη ζωή ως ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν να ζω σημαίνει να «βρίσκομαι μεταξύ των ανθρώπων», να πεθαίνω σημαίνει να «παύω να βρίσκομαι μεταξύ των ανθρώπων». Συνεπώς, στο πλαίσιο της κεντρικής στη σκέψη της Arendt έννοιας της πολλότητας η προτεραιότητα δίνεται στο πλήθος των ανθρώπων, αφού οι άνθρωποι και όχι ο άνθρωπος ζούνε στη γη και κατοικούν τον κόσμο. Οποιοσδήποτε ορισμός του ανθρώπου κατανοημένου στην μοναξιά του ιδιωτικού του βίου ή στην απομόνωση του από την συνάφεια των ανθρώπινων σχέσεων θα αποτελούσε για την Arendt καθαρή αφαίρεση και θεωρητική αοριστολογία.

Η ίδια βαρύτητα αποδίδεται και στην έννοια της γεννησιμότητας. Και οι τρεις κατηγορίες της vita activa (μόχθος, εργασία και πράξη) θεμελιώνονται στη γεννησιμότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί και οι τρεις αυτές κατηγορίες κατατείνουν στην συνεχή ανανέωση του ανθρώπινου πληθυσμού  που κατοικεί τον κόσμο. Όσοι διένυσαν την διαδρομή τους στον κόσμο θα φύγουν και την θέση του θα λάβουν οι νεοεισερχόμενοι που θα γεννηθούν στον κόσμο ξένοι, προκειμένου και αυτοί να παραχωρήσουν τη θέση τους στους επόμενους, έτσι ώστε να υπάρχει μια σταθερή εισροή νέων ανθρώπων επί της γης. Ωστόσο, από τις τρεις αυτές κατηγορίες της ανθρώπινης κατάστασης εκείνη που συνδέεται πιο στενά με την γέννηση είναι η πράξη. Ο βαθύτερος δεσμός της γέννησης με την πράξη προσδίδει στην τελευταία την ικανότητα να κάνει τη νέα αρχή στις ανθρώπινες υποθέσεις, να οδηγήσει σε έναν νεωτερισμό, ο οποίος διακόπτει την εκάστοτε ιστορική συνέχεια. Αυτό συμβαίνει αφού ο ερχομός του ανθρώπου στον κόσμο μέσω της γέννησης και όχι με κάποιον άλλο τρόπο τον εντάσσει στην πορεία του από την χρονική στιγμή της γέννησης του και για όσο χρόνο διαρκέσει η ζωή του. Όμως, ο κόσμος και η πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων σε αυτόν προϋπάρχουν της γέννησης του και έχουν ήδη δρομολογήσει τις βασικές κατευθύνσεις τους ανεξάρτητα από την παρουσία του νεοφερμένου. Συνεπώς, παρά την κοινωνικοποίηση του  και την συμμετοχή του στον κοινό βίο ο άνθρωπος δεν χάνει απόλυτα την ξενότητα του προς τον κόσμο. Το ίδιο το γεγονός της γέννησης του μπορεί να κατανοηθεί ως μια τομή στην προ της γέννησης του καθορισμένη ροή του κόσμου και ως γεγονός που ουδέποτε μπορεί να απορροφηθεί από αυτήν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έλευση του υποκειμένου μέσω της γέννησης συνιστά το «ρίξιμο» του μέσα σε έναν ξένο κόσμο με τον οποίο δεν θα καταφέρει ποτέ να εναρμονισθεί πλήρως εξαιτίας του χρονικά ασύνδετου και ρηγματικού γεγονότος της γέννησης που σφραγίζει την είσοδο του σε αυτόν. Η προνομιακή σύνδεση της πράξης με το γεγονός της γέννησης την μετατρέπει στον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο μπορεί να ξεφύγει από κάθε δομικό περιορισμό ή συστημική προσταγή, καθώς πράττοντας αναγνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός της γέννησης του και άρα μπορεί να ανατρέψει την δεδομένη πορεία των ανθρώπινων υποθέσεων πυροδοτώντας το ξεκίνημα νέων, χωρίς προηγούμενο διαδικασιών. Η ελπίδα αυτού του νέου ξεκινήματος πηγάζει από το γεγονός ότι και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ένα νέο ξεκίνημα. Η ικανότητα να επανεκκινεί τον ρου των ανθρώπινων πραγμάτων οφείλεται στο γεγονός ότι και ο άνθρωπος είναι μια νέα αρχή.[5] Συνεπώς, η γέννηση συγκροτεί για την Arendt το οντολογικό θεμέλιο της ανθρώπινης πράξης και της συνακόλουθης ανατρεπτικής επενέργειας της επί της δεδομένης κατάστασης των ανθρώπινων πραγμάτων.[6] Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η γεννησιμότητα και όχι η θνησιμότητα αναγορεύεται τελικά από την Arendt σε κεντρική κατηγορία της πολιτικής σκέψης κατά τη διάκριση της από τη μεταφυσική σκέψη.[7]

δ) Ο μετα-θεμελιωτικός χαρακτήρας της αρεντικής φιλοσοφίας

Τέλος, ένα βασικό γνώρισμα της του αρεντικού φιλοσοφικού στοχασμού αποτελεί η άρνηση κάθε κανονιστικού θεμελίου για το πολιτικό πράττειν και κρίνειν. Έτσι, η ανθρώπινη κατάσταση για την Arendt λαμβάνει έναν μη-θεμελιωτικό χαρακτήρα καθώς εκριζώνεται από αυτήν κάθε εξωγενής τελεολογία που θα μπορούσε να λειτουργήσει για αυτήν προκαθοριστικά, συρρικνώνοντας την σε εκ των προτέρων δοσμένα σχήματα. Η αναφορά σε  a priori θεμέλια όπως ο θεϊκός νόμος, η Φύση, η Γενική βούληση, ο ηθικός νόμος ή μια κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας οδηγεί στην κατανόηση της πολιτικής ως μιας δευτερογενούς διαδικασίας, η οποία διέπεται από πρωταρχικές, έξω-πολιτικές αρχές. Αντίθετα, για την Arendt η πολιτική προσλαμβάνει έναν αναδυόμενο χαρακτήρα που δεν προϋπάρχει των ανθρώπων, αλλά συγκροτείται μέσα από την ίδια την αλληλεπίδραση τους τη στιγμή της πολιτικής πράξης. Έχοντας αρνηθεί την ύπαρξη κάθε τελεολογικής βεβαιότητας ή άλλου τύπου αναγκαιότητας στον κόσμο των ανθρώπινων υποθέσεων η ανθρώπινη πράξη και η πολιτική τάξη την οποία δημιουργεί δεν μπορεί παρά να έχει ως θεμέλιο της τον ίδιο της τον εαυτό στο πλαίσιο μιας αυτοαναφορικής ή αυτόνομης θεμελίωσης. Η ίδια συγκρότηση αξιώνεται και για την πολιτική κρίση, η οποία οφείλει να ξαναρχίσει από μηδενικό σημείο χωρίς το όφελος εξωτερικών στηριγμάτων ή «προστατευτικών κιγκλιδωμάτων», όπως ο παραδοσιακός λογοκεντρικός δογματισμός, η συνδρομή των οποίων θα την υποβαστάξει ή θα την διασώσει σε περίπτωση σφάλματος ή αποτυχίας. Η άρνηση κάθε έξω-κοινωνικού και έξω-πολιτικού θεμελίου για την ανθρώπινη κατάσταση θα φανεί και στην λύση την οποίο προτείνει στο ζήτημα της θεμελίωσης της ίδιας της επανάστασης. Το πρόβλημα της απαρχής που αντιμετώπισαν οι πατέρες της αμερικάνικης επανάστασης, εξαιρετικά εμφανές στην αντιφατική διατύπωση τους «θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυταπόδεικτες» λύνεται εφόσον κατανοήσουμε ότι «εκείνο που σώζει την πράξη της έναρξης από την ίδια την αυθαιρεσία της είναι ότι κουβαλάει την ίδια την θεμελιακή αρχή της μέσα της ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ότι η έναρξη και αρχή, principium και principle, δεν σχετίζονται μόνο μεταξύ τους αλλά είναι επίσης όροι συνομήλικοι. Το απόλυτο από το οποίο η έναρξη αντλεί το κύρος της και το οποίο πρέπει να διασώσει από τις εγγενείς αυθαιρεσίες του είναι η αρχή η οποία, μαζί με την έναρξη, κάνει την εμφάνισης της στον κόσμο».[8] Από  αυτή τη μετα-θεμελιωτική συγκρότηση της ανθρώπινης πράξης θα προκύψει ομαλά η αποδοχή της τυχαιότητας και της αβεβαιότητας στον κόσμο των ανθρώπινων πραγμάτων, αλλά και η άρνηση κάθε φιλοσοφίας της ιστορίας η οποία επιζητεί την εδραίωση της επί ήδη υπαρκτών ιστορικών ή φυσικών αρχών και τάσεων. Κάθε ανθρώπινη πράξη είναι πράξη μετά-τη-βεβαιότητα που καλείται να επωμισθεί εξολοκλήρου η ίδια την τραγικότητα και το ρίσκο της vita activa.


[1] Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, σ. 89

[2] Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, σ. 23

[3] Ό.π., σ. 21

[4] Ό.π., σ. 242

[5] Η Arendt θα πει : “ Because he is a beginning, man can begin”

[6] Ό.π., σ. 335

[7] Ό.π., σ. 21

[8] Hanna Arendt, Για την Επανάσταση, σ. 287

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Comments Off on Η σκέψη της Hannah Arendt : μία αδρή σκιαγράφηση

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Για το βιβλίο της Hannah Arendt: «Περί βίας»

Βία

Η Βία έχει εργαλειακό χαρακτήρα και καθορίζεται από τις κατηγορίες μέσου και σκοπού. Βρίσκεται κοντά στη ρώμη, αφού τα όργανα της Βίας, σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται με σκοπό τον πολλαπλασιασμό της φυσικής ρώμης, μέχρις ότου, στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξης τους, γίνουν ικανά να την υποκαταστήσουν.

Δημόσια Ευτυχία

Όταν ο άνθρωπος παίρνει μέρος στη δημόσια ζωή διανοίγοντας  για τον εαυτό του μια διάσταση ανθρώπινης εμπειρίας η οποία αλλιώς παραμένει κλειστή γι’ αυτόν και κατά κάποιο τρόπο συνιστά ένα μέρος της πλήρους ¨ευτυχίας¨.

Δύναμη

Είναι η ικανότητα του ανθρώπου να πράττει από κοινού. Η Δύναμη είναι πάντα μια δυνητική δύναμη και εμφανίζεται μεταξύ των ανθρώπων όταν συμπράττουν και χάνεται όταν διασκορπίζονται.

Ελευθερία

Είναι η ενεργή συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις.

Επανάσταση

Αυτό που ανοίγει το δρόμο σε μια επανάσταση είναι μια πραγματική ανάλυση της υφιστάμενης καταστάσεως. Οι τυποποιημένες οδηγίες για το ¨πως κάνουμε επανάσταση¨ προχωρώντας βήμα προς βήμα από τη διαφωνία στη συνομωσία, από την αντίσταση στην ένοπλη εξέγερση, βασίζονται όλες στην εσφαλμένη αντίληψη ότι οι επαναστάσεις ¨φτιάχνονται¨. Συχνότατα οι επαναστάσεις είναι οι τελευταίοι σπασμοί του παρελθόντος, κι’ έτσι δεν είναι πράγματι επαναστάσεις  αλλά αντεπαναστάσεις, που γίνονται στο όνομα των επαναστάσεων.

Επιβολή (Εξαναγκασμός, Καταναγκασμός, Επιταγή)

Είναι η ενέργεια που εκλείεται από φυσικές ή κοινωνικές κινήσεις και δεν αποτελεί συνώνυμο της Βίας.

Επιστήμονες- Επιστημονισμός

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν εξαρτιόταν ούτε από την εργατική τάξη ούτε από την αστική, αλλά από τους επιστήμονες. Οι ¨διανοούμενοι¨ έπαψαν ξαφνικά να συνιστούν μια περιθωριακή κοινωνική ομάδα και αναδύθηκαν ως μια νέα ελίτ, το έργο της οποίας, έχοντας αλλάξει και κάνει σχεδόν αγνώριστες τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής μέσα σε λίγες δεκαετίες, παραμένει ουσιαστικό για τη λειτουργία της κοινωνίας. Το αυξανόμενο γόητρο των εμπειρογνωμόνων με επιστημονική νοοτροπία που μετέχουν στα κυβερνητικά συμβούλια είναι ένα από τα πιο τρομακτικά πράγματα αφού αυτό που αρχικά εμφανίζεται ως υπόθεση, μετατρέπεται αμέσως σε δεδομένο. Αυτό δεν είναι επιστήμη αλλά ψευδοεπιστήμη και η πιο σοβαρή αντίρρηση είναι ο κίνδυνος που εμπεριέχει, ότι μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι κατανοούμε γεγονότα και ελέγχουμε τη ροή τους, χωρίς να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η αδιάκοπη και χωρίς νόημα απαίτηση για πρωτότυπο επιστημονικό έργο σε πολλούς τομείς έχει οδηγήσει ή σε τελείως άσχετες επιδόσεις ή στην ανάπτυξη μιας ψευδοεπιστημοσύνης η οποία στην πραγματικότητα καταστρέφει το αντικείμενο της.

Κατασκευή

Είναι το αντίθετο της Πράξης. Επιτελείται καλύτερα χωρίς την παρουσία άλλων ανθρώπων και συνδέεται άμεσα με την κυριαρχία πάνω στην ύλη, ενώ διέπεται από την αρχή της χρησιμότητας και το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Έτσι, καθορίζεται απολύτως από τις κατηγορίες μέσου και σκοπού. Ο σκοπός παραμένει πάντοτε εξωτερικός προς τη διαδικασία επίτευξης του, οργανώνοντας και δικαιώνοντας τα μέσα για την πραγμάτωση του.

Κύρος (Αυθεντία)

Περιβάλλει πρόσωπα (προσωπικό κύρος) ή αξιώματα (ρωμαϊκή σύγκλητος). Είναι η άνευ όρων αναγνώριση από εκείνους που καλούνται να υπακούσουν, δεν χρειάζεται ούτε καταπίεση ούτε πειθώ. Για να διατηρηθεί το κύρος απαιτείται σεβασμός προς το πρόσωπο ή το αξίωμα ενώ ο εχθρός του κύρους είναι η περιφρόνηση και ο πιο σίγουρος τρόπος υπονόμευσης του, το γέλιο.

Νόμοι- Θεσμοί

Υπό συνθήκες αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, ο λαός υποτίθεται ότι εξουσιάζει αυτούς που τον κυβερνούν. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί είναι εκδηλώσεις και υλοποιήσεις Δύναμης. Η υποστήριξη του κόσμου είναι εκείνη που προσδίδει δύναμη στους θεσμούς μιας χώρας και αυτή η υποστήριξη δεν είναι παρά η συνέχιση της συναίνεσης που πρώτα- πρώτα έφερε στον κόσμο τους νόμους. Μια δημοκρατία χωρίς σύνταγμα μπορεί να είναι ιδιαίτερα τρομερή στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η υπακοή των πολιτών σε νόμους, σε κυβερνήτες, σε θεσμούς, δεν είναι παρά η εξωτερική εκδήλωση της υποστήριξης και της συναίνεσης. Όλοι οι νόμοι είναι ¨οδηγίες¨ μάλλον παρά ¨προσταγές¨. Κατευθύνουν την ανθρώπινη συνεύρεση όπως οι κανόνες κατευθύνουν το παιχνίδι.

Ολοκληρωτισμός

Βασίζεται στην τρομοκρατία και στρέφεται όχι μόνο εναντίον των εχθρών της αλλά και εναντίον των φίλων και υποστηρικτών της, φοβούμενη κάθε δύναμη ακόμα και αυτή των φίλων της.

Πανεπιστήμιο

Το πανεπιστήμιο συμβάλει στη διάσωση της δημόσιας σφαίρας και συνακόλουθα της ανθρώπινης ελευθερίας, στο μέτρο που παραμένει έξω από τους κύκλους της εξουσίας και από το παιχνίδι της διεκδίκησης της, διατηρώντας την ανεξαρτησία του σε σχέση με τα συμφέροντα και τις ιδιοτελείς προοπτικές των κοινωνικών ομάδων. Το πανεπιστήμιο είναι ουσιαστικά ένας θεσμός που στηρίζεται στο κύρος και επομένως χρειάζεται σεβασμό, και γι’ αυτό του είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσει τη δύναμη με μη βίαια μέσα. Πριν από την πολιτικοποίηση των πανεπιστημίων από το φοιτητικό κίνημα είχε επέλθει η πολιτικοποίηση των πανεπιστημίων από τις κατεστημένες δυνάμεις.

Πολιτική Κοινότητα

Είναι η μόνη μορφή οργάνωσης που δεν υπάρχει αναγκαία και η οποία προσδιορίζεται από τις αρχές της αυτονομίας, της ισονομίας και της συναίνεσης, όπως αυτή επιτυγχάνεται μέσω της πειθούς και της ελεύθερης αντιπαράθεσης των διαφόρων και διαφορετικών απόψεων.

Πολιτικό και Κοινωνικό

Εξασφαλίζοντας, μέσω της δημόσιας δραστηριότητας, την ένταξη του ατόμου στον κόσμο των ανθρώπων, η ιδιότητα του πολίτη προϋποθέτει την υπέρβαση της ιδιαιτερότητας (ιδιωτικός βίος, πολιτιστική κοινότητα, εθνική ταυτότητα), αποτρέποντας συνάμα τον κίνδυνο εξάλειψης της. Ο ¨πολιτικός κατ’ εξοχήν¨, ως ο μόνος ειδικός επί των ανθρώπινων υποθέσεων, νοείται με τους όρους του τεχνίτη που γνωρίζει πως να κατασκευάσει την τέλεια πολιτεία και να πραγματώσει την επιθυμία των αρχομένων για μια ευδαίμονα ζωή. Η πόλη- κράτος και η ρωμαϊκή res publica χρησιμοποιούνται ως υπόδειγμα για την οργάνωση των ανθρώπων και βασίζεται στην ιδέα ότι η πηγή νομιμοποίησης της δύναμης αναβρύζει ¨από κάτω¨, από το λαό, ενώ η θεμελιωτική αρχή του νόμου πρέπει να εδράζεται ¨άνω¨, σε μια υψηλότερη περιοχή.

Πράξη

Είναι η μόνη δραστηριότητα που επιτελείται άμεσα μεταξύ των ανθρώπων χωρίς να μεσολαβούν τα πράγματα ή η ύλη, αντιστοιχεί στον ανθρώπινο όρο του πλήθους, στο γεγονός πως οι άνθρωποι και όχι ο Άνθρωπος ζούνε επάνω στη γη. Είναι η μόνη δραστηριότητα που προϋποθέτει την ανθρώπινη πολλότητα. Ενώ ο σκοπός και το νόημα της εξαντλείται και πραγματώνεται με την ίδια την τέλεση της, οι απώτερες συνέπειες της, άμεσα εξαρτώμενες από το πλέγμα των ανθρώπινων υποθέσεων στο οποίο αυτή εμπλέκεται με τη σειρά της, παραμένουν ανεξέλεγκτες και επομένως απρόβλεπτες.

Σύντομη Περιγραφή της Βίας και της Δύναμης

Βία

Η βία έχει εργαλειακό χαρακτήρα και εκδηλώνει την παρουσία της όποτε απουσιάζει η πραγματική Δύναμη. Η σύγχρονη εμμονή υπέρ της βίας, κοινή σε κυβερνήτες και πολίτες, οφείλεται στην πλήρη αποδοχή και επικράτηση των ιεραρχήσεων εκείνων που καθιέρωσε η αντιδημοκρατική (δηλαδή αντιπολιτική) φιλοσοφική παράδοση, και οι οποίες δομούν την πολιτική κοινότητα με βάση το σχήμα: εξουσιαστής- εξουσιαζόμενος. Η βία μπορεί να εξουδετερώσει τη δύναμη αλλά είναι ανίκανη να τη δημιουργήσει. Η βία είναι εργαλειακή και καθορίζεται από τις κατηγορίες του μέσου και του σκοπού. Ο εργαλειακός χαρακτήρας της βίας παραπέμπει στη δυνατότητα του πολλαπλασιασμού της φυσικής ρώμης, ακόμη και του ενός, με την αύξηση των όπλων. Έτσι, η βία είναι μετρήσιμη, ενώ, υπό τη μορφή των μέσων καταστολής με τα οποία ισοδυναμεί, μπορεί να βρίσκεται στην κατοχή μεμονωμένων ατόμων. Η βία είναι βουβή: αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος. Η βία είναι ένα καθαρά ανθρώπινο φαινόμενο, αλλά είναι αντιπολιτική. Η βία ελέγχεται μόνο στο βαθμό που υπηρετεί βραχυπρόθεσμους σκοπούς. Άρα, η βία είναι περισσότερο αποτελεσματική ως μέσον για την επίτευξη μεταρρυθμίσεων, ενώ είναι εξαιρετικά επικίνδυνη στην υπηρεσία της επανάστασης. Η βία  μπορεί να είναι δικαιολογήσιμη αλλά δεν θα είναι ποτέ νόμιμη.

Δύναμη (Ισχύς- Power)

Είναι ότι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας σφαίρας. Είναι η ικανότητα του ανθρώπου να πράττει από κοινού. Η δύναμη ανήκει σε μια ομάδα και συνεχίζει να υπάρχει μόνο για όσο η ομάδα μένει μαζί. Η δύναμη υπάρχει όπου οι άνθρωποι, ιδρύοντας μεταξύ τους σχέση ισοτιμίας, μπορούν να λέγουν και να πράττουν από κοινού. Η δύναμη αναδύεται κάθε φορά που οι άνθρωποι διατηρώντας τη μη αναγώγιμη διαφορετικότητα τους, εκφράζονται και ενεργούν ελεύθερα σχετικά με τα δημόσια πράγματα. Η δύναμη μπορεί να διαμοιράζεται χωρίς να μειώνεται και δεν ανήκει παρά στον λαό. Υπάρχει για όσον καιρό οι άνθρωποι συμβιώνουν υπό τους όρους της πολιτικής οργάνωσης και δεν παράγει τίποτα έξω από αυτήν. Συνακόλουθα, ως αυτοσκοπός, η δύναμη δεν χρειάζεται δικαιολόγηση ούτε θεμελιώνεται σε κάποια αρχή εξωτερική προς αυτήν και υπερβατική του ίδιου του θεσμοθετημένου πολιτικού πεδίου. Υπό συνθήκες αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, ο λαός υποτίθεται ότι εξουσιάζει αυτούς που τον κυβερνούν. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί είναι εκδηλώσεις και υλοποιήσεις δύναμης- απολιθώνται και παρακμάζουν μόλις πάψει να τους στηρίζει η ζωντανή δύναμη του λαού. Η ακραία μορφή δύναμης είναι το Όλοι εναντίον Ενός, η ακραία μορφή βίας είναι το Ένας εναντίον Όλων. Η κατάρρευση της δύναμης είναι ο προάγγελος των επαναστάσεων. Η δύναμη είναι αυτοσκοπός. Η δύναμη δεν χρειάζεται δικαιολόγηση καθώς είναι συμφυής με την ίδια την ύπαρξη των πολιτικών κοινοτήτων, αυτό που χρειάζεται είναι νομιμοποίηση. Η δύναμη αναδύεται όποτε οι άνθρωποι συνευρίσκονται και δρουν από κοινού, αλλά αντλεί τη νομιμότητα της από την αρχική συνεύρεση μάλλον παρά από οποιαδήποτε πράξη μπορεί να επακολουθήσει.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Comments Off on ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Παρασκευή, 4 Φλεβάρη, 20:30 Εκδήλωση- Συζήτηση “Περί Βίας”

Την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 20.30, στο Αυτόνομο Στέκι Ζ. Πηγής 95-97 κ’ Ισαύρων,  θα πραγματοποιηθεί η εξ’ αναβολής συζήτηση με αφορμή το βιβλίο της Hannah Arendt «Περί βίας» (εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ)

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ:  κύκλος συζητήσεων στην Αυτοδιαχειριζόμενη Δανειστική Βιβλιοθήκη.

autonomo_steki@yahoo.gr

autonomosteki.espivblogs.net

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Leave a comment

2-2-2011 ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

2-2-2011 ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Αλληλέγγυα συλλογική κουζίνα για την οικονομική ενίσχυση των αγωνιζόμενων μεταναστών  απεργών πείνας. Μαγειρεύουμε από τις 14 30 τρώμε κατά τις 17.00. Στο Αυτόνομο Στέκι Ζ. Πηγής 95-97 κ’ Ισαυρών

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: Συλλογική Κουζίνα της Τετάρτης

autonomo_steki@yahoo.gr

autonomosteki.espivblogs.gr

Posted in 7. Μαγειρέματα | Comments Off on 2-2-2011 ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ανακοίνωση προς την κοινωνία

Εμείς οι 300 μετανάστες απεργοί πείνας, που ζητάμε νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, δηλώνουμε τα εξής:

–        Εμείς οι 300 πήραμε την πρωτοβουλία γι’ αυτή τη μορφή αγώνα, χωρίς τη μεσολάβηση κομμάτων, οργανώσεων και προσώπων.

–        Θεωρούμε ότι η χώρα που ζούμε έχει δημοκρατία και πρέπει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς συμφωνίας.

–        Είμαστε αποφασισμένοι και συνεχίζουμε την απεργία πείνας, παρά τις πιέσεις και τις κακές συνθήκες του χώρου που αναγκαστήκαμε να δεχτούμε.

–        Καλούμε κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό να σταθεί αλληλέγγυος στο δίκαιο αγώνα μας για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια.

29 Ιανουαρίου 2011

5η μέρα απεργίας πείνας

Posted in 9. Άλλων | Comments Off on Ανακοίνωση προς την κοινωνία

Αναβολή της σημερινής εκδήλωσης

Αναβάλλεται για σήμερα η συζήτηση για το βιβλίο της Χάνα Άρεντ “Περί βίας” ,
λόγω της πορείας αλληλεγγύης στους 300 απεργούς πείνας που θα γίνει στις 6 το απόγευμα.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Comments Off on Αναβολή της σημερινής εκδήλωσης

Άρνηση πληρωμής εισιτηρίου και αλληλεγγύη στον αγώνα των εργαζομένων στα ΜΜΜ

Posted in 1. Αφίσες | Comments Off on Άρνηση πληρωμής εισιτηρίου και αλληλεγγύη στον αγώνα των εργαζομένων στα ΜΜΜ

Κείμενο Απεργών Μεταναστών, Ιανουάριος 2011


Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ακουστεί η φωνή μας, για να μάθετε το δίκιο
μας. Τριακόσιοι (300) από εμάς ξεκινάμε Πανελλαδική Απεργία Πείνας σε
Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στις 25 του Γενάρη.
Είμαστε μετανάστες και μετανάστριες από όλη την Ελλάδα. Ήρθαμε εδώ
διωγμένοι από τη φτώχια, την ανεργία, τους πολέμους, τις δικτατορίες. Οι
πολυεθνικές της Δύσης και οι πολιτικοί υπηρέτες τους στις πατρίδες μας,
δεν μας άφησαν άλλη επιλογή από το να ρισκάρουμε τις ζωές μας 10 φορές για
να έρθουμε μέχρι την πόρτα της Ευρώπης. Η Δύση που καταληστεύει τον τόπο
μας, με το απείρως καλύτερο βιοτικό επίπεδο από εκεί, είναι για μας η
μοναδική ελπίδα να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Ήρθαμε (με κανονική ή όχι είσοδο)
στην Ελλάδα και δουλεύουμε για να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας.
Βρισκόμαστε στην αναξιοπρέπεια και στο σκοτάδι της παρανομίας για να
ωφελούνται οι εργοδότες και οι υπηρεσίες του κράτους από την άγρια
εκμετάλλευση της εργασίας μας. Ζούμε από τον ιδρώτα μας και με το όνειρο
κάποια στιγμή να αποκτήσουμε ίσα δικαιώματα με τους έλληνες συναδέλφους.
Το τελευταίο καιρό τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα για εμάς. Όσο
κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις, όσο ακριβαίνουν τα πάντα, τόσο ο
μετανάστης παρουσιάζεται ως φταίχτης, ως ο υπαίτιος για την εξαθλίωση και
την άγρια εκμετάλλευση των ελλήνων εργαζομένων και μικροεπιχειρηματιών. Η
προπαγάνδα φασιστικών και ρατσιστικών κομμάτων και οργανώσεων έχει πλέον
γίνει η επίσημη γλώσσα του κράτους για το μεταναστευτικό. Η φρασεολογία
τους αναπαράγεται πλέον αυτούσια από τα ΜΜΕ όταν μιλάνε για εμάς. Οι
«προτάσεις» τους πλέον εξαγγέλλονται ως κυβερνητικές πολιτικές. Τείχος
στον Έβρο, πλωτά στρατόπεδα και ευρωστρατός στο Αιγαίο, πογκρόμ και
τάγματα εφόδου στις πόλεις, μαζικές απελάσεις. Πάνε να πείσουν τους
έλληνες εργαζόμενους, πως συνιστούμε ξαφνικά απειλή για αυτούς, πως εμείς
φταίμε για την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται από τις ίδιες τους τις
κυβερνήσεις.
Η απάντηση στο ψέμα και στη βαρβαρότητα πρέπει να δοθεί τώρα και θα την
δώσουμε εμείς οι μετανάστες και μετανάστριες. Μπαίνουμε μπροστά με τη ζωή
μας για να σταματήσουμε τώρα την αδικία σε βάρος μας. Ζητάμε την
νομιμοποίηση όλων των μεταναστών/τριών, ζητάμε ίσα πολιτικά και κοινωνικά
δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους έλληνες εργαζομένους και εργαζόμενες.
Ζητάμε από τους έλληνες συναδέλφους μας εργαζομένους, από κάθε άνθρωπο που
τώρα υποφέρει κι αυτός από την εκμετάλλευση του ιδρώτα του, να σταθεί
δίπλα μας. Να στηρίξει τον αγώνα μας, για να μην αφήσει να επικρατήσει και
στο δικό του τόπο το ψέμα και η αδικία, ο φασισμός και η απολυταρχία των
πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Αυτό δηλαδή που έχει επικρατήσει και στις
δικές μας πατρίδες και μας ανάγκασε να ξενιτευτούμε για να μπορέσουμε να
ζήσουμε με αξιοπρέπεια, εμείς και τα παιδιά μας.
Δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ακουστεί η φωνή μας, για να μάθετε το δίκιο
μας. Τριακόσιοι (300) από εμάς ξεκινάμε Πανελλαδική Απεργία Πείνας σε
Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στις 25 του Γενάρη. Βάζουμε την ζωή μας σε κίνδυνο,
γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είναι ζωή αυτή για ένα αξιοπρεπή άνθρωπο.
Προτιμούμε να πεθάνουμε εδώ, παρά τα παιδιά μας να ζήσουν αυτά που
περάσαμε εμείς.

Ιανουάριος 2011
Η Συνέλευση των μεταναστών απεργών πείνας

Αναδημοσίευση απο εδώ.

Posted in 9. Άλλων | Comments Off on Κείμενο Απεργών Μεταναστών, Ιανουάριος 2011

Οι δομικές κρίσεις απαιτούν δομικές λύσεις

Ο «μεταμοντέρνος» καπιταλισμός

Τα τελευταία χρόνια ο καπιταλισμός παγκοσμίως ζει μία από τις μεγαλύτερες και βαθύτερες κρίσεις που έχει γνωρίσει. Αυτή η κρίση είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες «συνήθεις» κρίσεις του καπιταλισμού γιατί δεν είναι ούτε αυστηρά οικονομική (σε επίπεδο παραγωγικό, χρηματοπιστωτικό ή πρώτων υλών και ενέργειας), ούτε αυστηρά κρίση πολιτικού συστήματος, ούτε αυστηρά κρίση αξιών και θεσμών.

Πρόκειται για μία κρίση που διατρέχει όλο το φάσμα της ζωής, μια κρίση που θα έχει σημαντικές συνέπειες στο παγκόσμιο στερέωμα.

Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Η κρίση ξεκίνημσε πριν λίγα χρόνια με την φούσκα της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ και την επισιτιστική κρίση στην Ασία και την Αφρική. Σύντομα επεκτάθηκε σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να έχει αφήσει αλώβητες οικονομικές δυνάμεις όπως την Ιαπωνία.

Δεν είναι εύκολο για το σύστημα να βγει από αυτή την κρίση. Και δεν είναι εύκολο γιατί το σύστημα φαίνεται να έχει εξαντλήσει τις «παραγωγικές» του λύσεις (η τελευταία τέτοιου είδους λύση ήταν η λεγόμενη τεχνολογική επανάσταση). Ο καπιταλισμός εδώ και πολλά χρόνια έπαψε να είναι «παραγωγικός». Το μοντέλο του καπιταλιστή-ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής, του ανθρώπου που «δούλευε» για να αναπτυχθεί η επιχείρησή του, μας τελείωσε. Ο σύγχρονος καπιταλιστής είναι «άυλος», «ανώνυμος», όπως «άυλα» και «ανώνυμα» είναι τα προϊόντα του. Ο σύγχρονος καπιταλιστής αποκόπηκε όχι μόνο από την υλική παραγωγή, αλλά και από το ίδιο το χρήμα, ως υλικό. Ο σύγχρονος καπιταλιστής δεν έχει χαρτονομίσματα, λίρες, χρυσάφι ή ότιδήποτε τέτοιο. Έχει «χαρτιά», κάρτες, πιστώσεις. Είναι πάμπλουτος, χωρίς να έχει στην τσέπη του δεκάρα.

Αυτό το μοντέλο του «άυλου πλούτου» πέρασε σιγά σιγά και στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση ευμάρειας, χωρίς πραγματικό αντίκρυσμα.

Το σύστημα του εύκολου, άκοπου κέρδους των καπιταλιστών (με ένα τηλεφώνημα σήμερα ένα καπιταλιστής μπορεί να βγάλει μερικά εκατομμύρια), πέρασε και προς τα κάτω, διαβρώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που προσπαθούσε να την «βολέψει» είτε με τις πιστωτικές κάρτες είτε με τα εύκολα δάνεια είτε με την παραοικονομία. Έτσι, προκάλεσε κρίση θεσμών, αξιών, κρίση του πολιτικού συστήματος, αφού όλοι οι, υποτιθέμενοι, «θεσμικοί παράγοντες» (υπουργοί, βουλευτές, δικαστές, δημοσιογράφοι κ.λπ.), λειτουργούσαν πλέον ως διαμεσολαβητές, ως μεσίτες για εύκολο πλουτισμό κάποιων.

Η πλήρης αποξένωση των ανθρώπων, όχι πια μόνο από το προϊόν της εργασίας τους (όπως έλεγαν οι επαναστάτες φιλόσοφοι), αλλά από την ίδια την παραγωγή, με δισεκατομμύρια ανθρώπους να μην έχουν παράξει στη ζωή τους το παραμικρό υλικό προϊόν, αλλά να εργάζονται στην «άυλη» παραγωγή (στις υπηρεσίες, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις υπηρεσίες του κράτους κ.λπ.) τους αποξένωσε και από την ίδια τη φύση με αποτέλεσμα να μην είναι μόνο οι καπιταλιστές με τις βιομηχανικές τους δραστηριότητες που την λεηλατούν αλλά και όλο αυτό το πολύχρωμο πλήθος των δισεκατομμυρίων μεσοαστών της σύγχρονης ψευδοευμάρειας, που νοιάζεται μοναχά για το πώς θα βγάλει παραπάνω χρήματα και θα «βελτιώσει» κι άλλο την ποιότητα της ζωής του..

Το φαινόμενο και πάλι δεν είναι μόνο ελληνικό. Στην Ελλάδα όμως είναι πολύ πιο έντονο λόγω του ότι εδώ και πολλά χρόνια η χώρα σταμάτησε να παράγει το οτιδήποτε και η οικονομία της στάφηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στις υπηρεσίες. Η Ελλάδα πολλά χρόνια τώρα είναι ο παράδεισος της παραοικονομίας και της στρεβλής σχέσης κράτους-επιχειρήσεων.

Οι μηχανισμοί της καπιταλιστικής επιβολής (κράτη και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η ΕΕ) έπρεπε να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Η νέα πραγματικότητα η οποία απαιτούσε να μην υπάρχει κανένα εμπόδιο στο κέρδος, δεν ανεχόταν αυτό που μέχρι τότε στοιχειωδώς πρόσφεραν τα κράτη. Ένα «κοινωνικό κράτος». Σε αυτό περιλαμβάνονταν η δωρεάν υγεία και παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση, ο έλεγχος των τιμών κ.λπ. Όχι πως ποτέ αυτά λειτούργησαν στο έπακρο – υποτίθεται όμως ότι λειτουργούσαν (και σε κάποιες περιπττώσεις όντως λειτουργούσαν).

Η προσαρμογή δεν μπορούσε να γίνει με άλλο τρόπο, παρά με τον θρησκευτικό, μεταφυσικό τρόπο της θεοποίησης της «αγοράς». Εργαλείο ήταν η θεωρία του νεοφιλελευθερισμού. Περνώντας από το «ίσα δικαιώματα» στο «ίσες ευκαιρίες», ο νεοφιλελευθερισμός διατεινόταν ότι το κράτος και οι παροχές του είναι περιττές και εφόσον όλοι έχουν «ίσες ευκαιρίες» για πλουτισμό (παίζοντας χρηματιστήριο; λαδώνοντας; συμμετέχοντας στην παραοικονομία ή λεηλατώντας τη φύση; Αδιάφορο), μπορούν με τα χρήματα που θα βγάλουν να «αγοράσουν» τις παροχές που μέχρι χτες ήταν δωρεάν ή να «αγοράσουν» συνολικά μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Όσοι δεν τα καταφέρουν, ε, τι να κάνουμε, ήταν απλώς άτυχοι – είχαν πάντως «ίσες ευκαιρίες».

Έτσι, τα κράτη και οι υπερεθνικοί οργανισμοί (π.χ. ΕΕ) έχασαν το οποιοδήποτε κοινωνικό προσωπείο τους και αποκάλυψαν το πραγματικό τους πρόσωπο, την ουσία κάθε τέτοιου μηχανισμού. Είναι το πρόσωπο της επιβολής και της καταστολής.

Οι αναλύσεις και οι επιμέρους προτάσεις δεν φτάνουν

Παραπάνω προσπάθησα να κάνω μια ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού και των αιτιών που οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Η ανάλυσή μου μπορεί να είναι για τα σκουπίδια, μπορεί και όχι. Έτσι κι αλλιώς οι παραπάνω γραμμές, αλλά και όσες θα ακολουθήσουν μόνο την έναρξη ενός διαλόγου φιλοδοξούν να φέρουν.

Τον τελευταίο χρόνο, από τότε που ήρθε η κρίση στην Ελλάδα, είδαμε αναλύσεις επί αναλύσεων για τις αιτίες της. Είδαμε επίσης πολλές προτάσεις για το «ξεπέρασμά» της. Πολλές από αυτές προέρχονταν από την Αριστερά.

Είναι όμως το ζητούμενο το «ξεπέρασμα» της κρίσης;

Οι προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι προσπαθούν αποσπασματικά να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο «κρίση». Οι περισσότερες είναι καθαρά οικονομίστικες (στάση πληρωμών, έξοδος από το ευρώ, αναδιάρθρωση του χρέους, ευρωομόλογο). Άλλες προσπαθούν να εστιάσουν στο ζήτημα των μηχανισμών επιβολής (έξοδος από την ΕΕ). Κάποιες προσεγγίζουν το πρόβλημα από την «εθνικοαπελευθερωτική» του σκοπιά (έξω οι τροϊκανοί από την Ελλάδα, οι «κακοί» Γερμανοί, οι «ξένοι» του ΔΝΤ κ.λπ.). Κάποιοι άλλοι, όπως το ΚΚΕ, μας παραπέμπουν στη δευτέρα παρουσία ενός σοσιαλισμού που θα έρθει… κάποτε.

Αυτού του είδους οι προτάσεις, παρότι κρύβουν επιμέρους αλήθειες, δεν είναι ικανές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα προς όφελος των καταπιεσμένων, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων να μας επαναφέρουν στην «προτέρα κατάσταση». Μια κατάσταση όμως που όλοι μας την κριτικάραμε και ήταν αυτή που οδήγησε στη σημερινή κρίση.

Πόσο αριστερό είναι αυτό; Τι σχέση μπορεί να έχει με τις παραδόσεις του αριστερού κινήματος; Νομίζω καμία.

Συνθήματα επί συνθημάτων που εύκολα λεηλατούνται από την ακροδεξιά και τους νεοναζί που σπεκουλάρουν ενάντια στο «κακό» ευρώ, στους «ξένους» της ΕΕ και του ΔΝΤ και προτείνουν (όπως και μεγάλο μέρος της Αριστεράς!) «εθνικοαπελευθερωτικό» αγώνα!

Από την άλλη οι αγώνες οπισθοφυλακής, όσο κι αν χρειάζεται να γίνονται, δεν μπορούν να καταλαγιάσουν τη λαίλαπα. Τα απανωτά χτυπήματα στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις έχουν φέρει αυτού του είδους τις μορφές πάλης στα όριά τους. Δεν μπορείς να αμυνθείς επαρκώς απέναντι σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις το ένα χτύπημα μετά το άλλο, όσο απαραίτητο και να είναι αυτό. Τρέχεις για να ανακληθούν απολύσεις σε μια επιχείρηση, άλλες δέκα ξεφυτρώνουν. Το ίδιο με τις μειώσεις μισθών, το τσαλάκωμα των συλλογικών συμβάσεων κ.λπ. Χρειάζεται να περάσεις σε πιο επιθετικές μορφές πάλης.

Και εδώ δεν λέω το «επιθετικές» με την πολεμική του έννοια. Που και αυτό χρειάζεται να γίνει, με το δυνάμωμα των συγκρουσιακών χαρακτηριστικών των αγώνων. Το «επιθετικές» το λέω με την έννοια των μορφών πάλης που αμφισβητούν το σύστημα στην ίδια του την ουσία: 1. τη μαζική πολιτική ανυπακοή και, 2. την εναλλακτική υλική παραγωγή και οργάνωση της κοινωνίας.

Μαζική πολιτική ανυπακοή

Στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί δεν είναι δυνατόν το κίνημα να παλεύει με τα παλιά του όπλα. Το τρίπτυχο «αφίσα, πορεία, απεργία» δεν λειτουργεί στις σημερινές συνθήκες. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να εκφραστεί η ανυπακοή του κόσμου στις επιλογές του συστήματος.

Τέτοιου είδους ανυπακοή θα μπορούσε είναι μια «λαϊκή στάση πληρωμών». Το πράγμα ήδη ξεκίνησε από την άρνηση πληρωμής των διοδίων και έχει αρχίσει να επεκτείνεται και στον τομέα των ΜΜΜ. Στο πολύ άμεσο μέλλον (και μετά τις τελευταίες αυξήσεις των τιμολογίων) είναι ανάγκη να επεκταθεί και στην άρνηση πληρωμής των λογαριασμών ρεύματος, νερού και τηλεφώνου, αλλά και στη λογική μιας «λαϊκής πολιτικής τιμών» για τα βασικά είδη επιβίωσης (π.χ. άρνηση να πληρώσουμε πάνω από 50 λεπτά για μία φρατζόλα ψωμί, πάνω από 90 λεπτά για ένα λίτρο γάλα κ.ο.κ.).

Μια άλλη μορφή θα μπορούσε να είναι η πλατιά δημοσιοποίηση ονομάτων επιχειρήσεων που κάνουν απολύσεις ή μειώσεις μισθών και μποϋκοτάζ στα προϊόντα τους. Με αυτόν τον τρόπο θα δινόταν και μία πολύ σοβαρή βοήθεια στον αγώνα των σωματείων που έχουν βρεθεί σχεδόν σε αδιέξοδο από τις συνεχόμενες απολύσεις και μειώσεις μισθών στις επιχειρήσεις.

Εννοείται ότι δεν εγκαταλείπεται καμία από τις «γνωστές» μορφές πάλης.

Εναλλακτικές δομές υλικής παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας

Εάν κάποιος αποδεχτεί ότι το σημερινό πρόβλημα είναι δομικό και δεν παίρνει διορθωτικά μέτρα, τότε λογικά η μόνη λύση που μένει είναι η δομική ανατροπή. Μια ανατροπή που δεν θα έρθει κάποτε, όταν κάποιες μάζες, καθοδηγούμενες από κάποια φωτεινή πρωτοπορία, κάποια «κρίσιμη νύχτα» πάρουν τα όπλα και καταλάβουν την εξουσία. Μιλάω για μια δομική ανατροπή που θα μπορεί να συντελείται μέρα με τη μέρα, αμφισβητώντας και υποσκάπτοντας τα θεμέλια του συστήματος και σε συνδυασμό με την πολιτική πάλη και τη διεκδικητική δράση, θα μπορέσει από τη μία μεριά να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων (σήμερα, όχι… κάποτε) και από την άλλη, να αποτελέσει το θεμέλιο που θα πατήσει η νέα κοινωνία που ονειρευόμαστε. Πρόκειται για μια επίπονη, διαρκή επαναστατική διαδικασία που απαιτεί τη συμμετοχή των ανθρώπων και όχι μια επανάσταση των «πρωτοπόρων» που απαιτεί απλώς την ανοχή των ανθρώπων.

Αυτοδιαχειριζόμενες-κολεκτιβίστικες επιχειρήσεις και καταλήψεις επιχειρήσεων που κλείνουν. Αυτοοργανωμένες δομές –στις γειτονιές και, όπου ζουν, δουλεύουν και δραστηριοποιούνται άνθρωποι– με έμφαση στα συνελευσιακά χαρακτηριστικά και όχι στην αντιπροσώπευση-ανάθεση. Επανοικειοποίηση των κοινών αγαθών. Δίκτυα αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και εναλλακτικού εμπορίου. Ομάδες γειτονιάς που θα περιφρουρούν τα σπίτια από αυτούς που θα πάνε να κόψουν το ρεύμα ή το τηλέφωνο, που θα οργανώνουν ηλεκτρικές και τηλεφωνικές παροχές από ένα σπίτι που πλήρωσε σε κάποιο άλλο που δεν πλήρωσε κ.λπ. Οργάνωση μέσα στον αστικό ιστό αυτοδιαχειριζόμενων περιβολιών και δίκτυα διακίνησης αγροτικών προϊόντων από αντίστοιχα εγχειρήματα της επαρχίας, ώστε να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενο επισιτιστικό πρόβλημα.

Τα παραπάνω δεν είναι ούτε ουτοπικά, ούτε ανεφάρμοστα. Μάλιστα θεωρώ πως είναι απλώς λίγες από τις ιδέες που θα μπορούσαν να πέσουν στο τραπέζι.

Κοντολογίς

Η κρίση είναι τόσο μεγάλη και βαθιά που οι επιμέρους και μεταβατικές προτάσεις δεν αρκούν. Σήμερα πιστεύω ότι πρέπει να τεθεί καθαρά το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού. Εάν δεν τεθεί σήμερα πότε θα τεθεί;

Μπορεί κάποιος να πει ότι οι «μάζες δεν είναι ώριμες». Δεκτόν. Αλλά πώς θα ωριμάσουν εάν δεν μπουν μέσα σε μια επαναστατική διαδικασία; Εάν δεν δουν στην πράξη ότι ένας άλλος κόσμος δεν είναι απλώς εφικτός, αλλά είναι και υπαρκτός; Η επανάσταση χρειάζεται την ιδεολογική συμφωνία των καταπιεσμένων ή την έμπρακτη συμμετοχή τους σε αυτήν; Μακάρι οι περισσότεροι άνθρωποι να συμμετείχαν εμπράκτως στα παραπάνω και ας μη δήλωναν επαναστάτες. Σιγά το πράγμα!

Όσοι επαγγελόμαστε κάποιου είδους αντικαπιταλισμό χρειάζεται να ξεφύγουμε από την απλοϊκή, γραμμική σκέψη ότι κάποτε θα πείσουμε ιδεολογικά και πολιτικά τον κόσμο για την ορθότητα των απόψεών μας και αυτός θα μας ακολουθήσει – πού άραγε;

Είναι ανάγκη να εφαρμόσουμε από σήμερα αυτά (ή τουλάχιστον κάποια από αυτά) που πιστεύουμε και να βάλουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο «στο κόλπο», με την ελπίδα ο κόσμος αυτός να καταχτήσει τη χειραφέτησή του και να μας ξεπεράσει. Και, κυρίως, να ξεπεράσουμε τον φετιχισμό των μορφών δράσης. Δεν υπάρχει ένας δρόμος για να φτάσουμε κάπου, ούτε όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε ίδιοι ιδεολογικά, πολιτικά, πάνω σε ζητήματα τακτικής κ.λπ.. Μόνο μέσω της πολυμορφίας μπορεί να αναπτυχθεί ένα πραγματικά μεγάλο κίνημα ανατροπής που θα μπορέσει να φέρει τα πάνω κάτω στην κοινωνία. Και αυτό, πλέον, επείγει.

Αναδημοσίευση από εδώ.

Posted in 2. Διαβάσαμε | Comments Off on Οι δομικές κρίσεις απαιτούν δομικές λύσεις