Σχετικά με το εγχείρημα ενός queer φεστιβάλ

Τον Νοέμβρη του 2009 μετά από πρωτοβουλία κάποιων μελών της ομάδας “Στην Πρίζα”, καλέστηκε μια συνάντηση σε μονοκατοικία των Πετράλωνων όπου συμμετείχε κόσμος από συλλογικότητες που δουλεύουν με αφετηρία το φύλο και την σεξουαλικότητα στα πλαίσια του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος. Θέμα της συνάντησης η συζήτηση για την πιθανότητα διοργάνωσης ενός queer φεστιβάλ στην Αθήνα. Αυτή η πρώτη αναγνωριστική κουβέντα εξελίχθηκε σε μια σταθερή συνέλευση που κλείνει πλέον ένα χρόνο δουλειάς. Αρχικά οι συνελεύσεις μας γίνονταν στο Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας και στη συνέχεια στην κατάληψη της Σκαραμαγκά.
Αν και αυτές τις μέρες γίνεται πια πολύς λόγος για το “queer” σε κινηματικούς και όχι μόνο κύκλους, μπορεί και εξαιτίας της μετάφρασης στα ελληνικά του έργου της δημοφιλούς, στα όρια του pop-icon, αμερικανίδας φιλοσόφου Τζούντιθ Μπάτλερ, η έννοια και το πολιτικό της περιεχόμενο παραμένει κατά τη γνώμη μας σε μεγάλο βαθμό ασαφής και αδιευκρίνιστη. Ακόμη περισσότερο θεωρούμε ότι τείνει να εγκλωβιστεί σε διάφορες ερμηνείες χοντροκομμένες και εκλαϊκευτικές με την κακή την έννοια, και να σηματοδοτήσει κάτι δήθεν “προχώ” το πολιτικό βάθος όμως του οποίου μένει “χαμένο στη μετάφραση”.
Έτσι παρόλο που εδώ παρουσιάζουμε ένα queer φεστιβάλ, και που κάποιοι και κάποιες από την συνέλευσή μας αυτοπροσδιορίζονται ως queers, ελπίζουμε να μπορέσουμε επί της ουσίας να επικοινωνήσουμε την πολιτική μας αντίληψη πέρα από το queer ως ταμπέλα. Στόχος μας δεν είναι να απαντήσουμε στην ερώτηση “τι είναι το κουίαρ”, αλλά ούτε και “να φέρουμε το queer εδώ”. Το πρόγραμμα του φεστιβάλ που επισυνάπτουμε ελπίζουμε να δίνει από μόνο του μια σχετικά καθαρή εικόνα για το πολιτικό σύμπαν το οποίο θέλουμε να χτίσουμε, και για τις πολιτικές
διαδρομές που προσπαθούμε να περπατήσουμε.
Οι πολιτικές –θεωρητικές και πρακτικές– αναφορές μας, συναντιούνται σε μεγάλο βαθμό στους διάφορους φεμινισμούς των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως αυτούς που οργανώνονται γύρω από την κριτική της ουσιοκρατίας, στην πρακτική και στο λόγο του ριζοσπαστικού κινήματος που θέτει το ζήτημα του φύλου και της σεξουαλικότητας ως ζήτημα εξουσίας και κυριαρχίας και στις βασικές αρχές της αυτοργάνωσης, της ομοφωνίας, της αντιιεραρχίας. Κάποιοι/ες από εμάς συμμετέχουν στο αναρχικό κίνημα, άλλοι σε ή/και δίπλα από χώρους αυτονομίας, ή
χώρους που οργανώνονται γύρω από τα ίχνη της παράδοσης του ελευθεριακού κομμουνισμού – κάποιες πάλι με μεθοδικότητα περιδιαβαίνουμε ελεύθερα, αν και όχι πάντα χωρίς ενοχές, τα σύνορα όλου αυτού του πολιτικού μωσαϊκού.
Αυτές μας οι επιλογές κάνουν λοιπόν πραγματικά δύσκολο, ίσως ανέφικτο, να ορίσουμε μια, κάποια, σταθερή ταυτότητα μέσω της οποίας να συστηθούμε – ταυτόχρονα όμως το γεγονός αυτό αποτελεί και μια από τις βασικές μας αφετηρίες: οι ταυτότητες, πολιτικές, σεξουαλικές, φύλου, εθνικές και άλλες είναι το έδαφος της εμπειρίας μας, την ίδια στιγμή που τις αναγνωρίζουμε ως προϊόν της εξουσίας των κυρίαρχων λόγων και ταυτόχρονα τις χρησιμοποιούμε ως μια συνθήκη προσωρινή, καταστασιακή, στην οποία συναντιόμαστε. Για αυτό και θα
μπορούσε απλώς να πούμε ότι η συνέλευση αποτελείται από όσες και όσους την ίδια στιγμή που στριμώχνονται μέσα στο δίπολο του γραμματικού γένους (βλ. όσοι και όσες) παλεύουν να το διαρρήξουν, ή ζουν ήδη μέσα και πάνω στις αναμφισβήτητες ρωγμές του: αλλόκοτες ετερο, τρανς, λεσβίες (και) φεμινίστριες, αδερφές, πούστηδες, υποκείμενα και σώματα που εν γένει η κυριαρχία σπρώχνει εκτός του ομαλού και χρησιμοποιεί για να συγκροτήσει την εξουσιαστική ιδέα του «φυσικού/φυσιολογικού», της νόρμας. Η πολιτική μας πράξη εν μέρει στοχεύει
στο να αναδείξει αυτές τις διεργασίες της εξουσίας, να δημιουργήσει συλλογικές προϋποθέσεις τόσο για την άρνησή τους όσο και για την υπέρβασή τους, και να υπονομεύσει το σύστημα της αναπαραγωγής της κυριαρχίας που στηρίζεται στην κανονικοποίηση της επιθυμίας, στον ντετερμινισμό του δίπολου αρσενικό-θηλυκό, και τις δικαιϊκές πράξεις νομιμοποίησης των σεξουαλικών ταυτοτήτων (βλ. γάμος, στρέιτ ή γκέι).
Ταυτόχρονα προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε μια πρακτική και θεώρηση του πολιτικού που μας επιτρέπει να χτίσουμε κοινότητες μέσα στις οποίες να φροντίζουμε τα σώματα και τις επιθυμίες μας στο εδώ και τώρα, να γιορτάζουμε τις ανάγκες και τα θέλω τους – κοινοτήτες οι οποίες μπορούν να μεταβάλλονται και να μετασχηματίζονται την ίδια στιγμή που λειτουργούν υποστηρικτικά, τροφοδοτώντας και πραγματώνοντας την ουσιαστική αλληλεγγύη.
Σε καμία περίπτωση δεν αντιλαμβανόμαστε το πολιτικό μας πρόγραμμα ως «θεματικό», όπως συχνά αποκαλείται στους πολιτικούς χώρους που συναντιόμαστε. Το φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι «θέματα», παρά μόνο με την έννοια πώς όλα τα κομμάτια της ζωής μας είναι «θέματα» προς διαπραγμάτευση και τόποι από τους οποίους μπορεί να στηθεί η δημιουργική αποδιοργάνωση των εξουσιαστικών σχέσεων. Αμφισβητούμε επίσης πως μπορεί να υπάρξει ένα μοναδικό νήμα το οποίο να συνδέσει τις πολιτικές αντιστάσεις απέναντι στην κυριαρχία. Και
φυσικά δεν νομιμοποιούμε σε καμία περίπτωση έναν κινηματικό θεωρητικό λόγο που στηρίζεται σε εργαλεία πλήρως απαρχαιωμένα και αναφέρεται σε «κύριες» και «δευτερεύουσες» αντιθέσεις. Ως εκ τούτου ένα πρώτο πεδίο δράσης είναι για εμάς τα ίδια τα ριζοσπαστικά κινήματα μέσα στα οποία ζούμε και τα οποία θρέφουν τις τρανσφοβικές, μισογύνικες, σεξιστικές και ομοφοβικές αντιλήψεις και πρακτικές του κυρίαρχου. Αντιλήψεις και πρακτικές από τις οποίες κανείς και καμιά μας δεν έχει ανοσία. Ούτε και εμείς, αν αναρωτιέστε.
Μαζί με όλα τα παραπάνω και παρόλο που πιστεύουμε πως δεν υπάρχει μία πολιτική δομή/θεωρία αντίστασης που να εκπροσωπήσει την «επανάσταση» ή κάποιο πρόγραμμα καθολικής πολιτικής ανατροπής, θεωρούμε πως έχοντας ως αφετηρία το δίπολο των φύλων και την κατηγορία της σεξουαλικότητας χρειάζεται οπωσδήποτε να εξερευνήσουμε το πώς αυτά διαρθώνονται σε πλέγματα με άλλες εξουσιαστικές δομές ή κατηγορίες παράγοντας τα υποκείμενα και τις διάφορες μορφές υποτέλειας στην κοινωνία που ζούμε. Στο πρόγραμμα του φεστιβάλ μέσα από τους άξονες έθνος και φύλο, Ψ-λόγος, επιστήμη, σώματα που αντιστέκονται και κινήματα/κοινότητες, κάνουμε μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Αποτελούμε εν τέλει εκτός από μια συνέλευση και μια κοινότητα που νιώθει κυριολεκτικά στο πετσί της την εξουσία του καταναγκασμού «των δύο φύλων και της μίας σεξουαλικότητας». Με αυτό το τριήμερο φεστιβάλ δεν στοχεύουμε απλώς στο να σπάσουμε τα στερεότυπα αλλά να δείξουμε πώς αυτά σπάνε καθημερινά πάνω στο κοινωνικό μας σώμα. Θα θέλαμε, ιδανικά, πέρα από τα όρια των συμβατικών ταυτοτήτων να διαπραγματευτούμε από κοινού τα σώματα και τις επιθυμίες μας όπως τα βιώνουμε σε ένα πλαίσιο καπιταλιστικών, πατριαρχικών σχέσεων και κυρίαρχων εθνικών αφηγήσεων. Να δούμε πέρα από και κριτικά ένα φορμαλιστικό λόγο περί «δικαιωμάτων των μειονοτήτων» αλλά και πέρα από κενά σχήματα γενικής και αόριστης αλληλεγγύης προς κάποιους «άλλους» καταπιεσμένους. Και να προάγουμε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα ίδια μας τα σώματα ως φορείς εξουσίας και καθιστούν έτσι την ανάλυση της εμπειρίας και του βιώματος αναγκαία προϋπόθεση για να ανιχνεύσουμε και να κατανοήσουμε τις εξουσίες εντός μας.
Τέλος, επειδή η χωροταξία είναι πολύ σημαντική, αποφασίσαμε ότι η ιδέα «τρεις μέρες σε τρεις χώρους» καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τόσο την ποικιλία των πολιτικών μας διαδρομών αλλά και ταιριάζει με το πώς θα θέλαμε ως συνέλευση να αποδιοργανώνονται ενίοτε τα όρια/σύνορα ανάμεσα στους κινηματικούς χώρους δημιουργώντας νέες, περιστασιακές γεωγραφίες που θα επιτρέπουν τη συνάντηση διαφόρων υποκειμένων και διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών. Η κατάληψη της Σκαραμαγκά, το κατειλημμένο κτίριο της Τσαμαδού 15 του
Στεκιού Μεταναστών και το Αυτόνομο Στέκι είναι οι τρεις πολιτικοί χώροι που επιθυμούμε να αποτελέσουν τους τόπους δημιουργίας του φεστιβάλ.

Το πρόγραμμα του φεστιβάλ:
26/11/2010 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ στην Κατάληψη Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά
• 18:00-19:00 _ ΠΡΟΒΟΛΗ: “PINK CAMOUFLAGE”
• 19:00-22:00 _ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: “ΕΘΝΟΣ ΦΥΛΟ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ”
• 22:00-00:00 _ PERFORMANCE: “ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ”

27/11/2010 ΣΑΒΒΑΤΟ στο Κοινωνικό Κέντρο Τσαμαδού 15
• 12:00-14:00 _ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΩΒ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ “ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ”
• 14:00-16:00 _ BIRDWATCHING: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΥΤΟΕΞΕΤΑΣΗΣ
• 15:00-17:00 _ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΧΟΡΤΟΦΑΓΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ
• 17:00-20:00 _ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: “ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑΣ”
• 20:00-22:00 _ ΠΡΟΒΟΛΕΣ: “TRANSVESTITES” _ “BORN QUEER, DEAR DOCTORS” _ “L’ORDRE DES MOTS”
• 22:00 _ pARtY

28/11/2010 ΚΥΡΙΑΚΗ στο Αυτόνομο Στέκι Ζωοδόχου Πηγής 95-97 & Ισαύρων
• 12:00-16:00 _ “WE ARE BORN NAKED – THE REST IS DRAG”
• 17:00-19:00 _ ΠΡΟΒΟΛΕΣ: “TRAVEL QUEERIES” _ “QUEER BEOGRAD”
• 19:00-21:00 _ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: “ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΑ, ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ”
• 21:00 _ LIVE / PERFORMANCES

http://whatqueerfest.espivblogs.net/

Posted in 9. Άλλων | Comments Off on Σχετικά με το εγχείρημα ενός queer φεστιβάλ

Δευτέρες στο αυτόνομο Στέκι

Posted in 4. Εκδηλώσεις, 6. Βιβλιοθήκη | Leave a comment

Μέσα Μαζικής Μεταφοράς


Posted in 0. Προκηρύξεις, έντυπα και εισηγήσεις | Leave a comment

Εξάρχεια

Εξάρχεια: φτάνουν πια οι αυταπάτες στις δικές μας πλάτες

Τον τελευταίο καιρό βιώνουμε στα Εξάρχεια συμπεριφορές που δεν ταιριάζουν ούτε
με τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς ούτε με τις διαθέσεις των ριζοσπαστικών χώρων που
έχουν την περιοχή ως σημείο αναφοράς. Το πνεύμα ελευθερίας που υπάρχει στη γειτονιά
για κάποιους έχει γίνει άλλοθι ασυδοσίας. Απρόκλητες επιθέσεις σε κατοίκους,
περαστικούς, θαμώνες και μικρά μαγαζιά, κλοπές και επιθέσεις σε μπαρ και καφετέριες
διαμορφώνουν μια κατάσταση που από μεμονωμένα περιστατικά τείνει να καταλήξει σε
συνηθισμένες πρακτικές. Είναι εγκληματικό να εκδηλώνονται τραμπουκισμοί και νταηλίκια
από κάποιους που έχουν βρει στην αυτονομία, ελευθερία και αντίσταση των Εξαρχείων το
έδαφος για να εκδηλώνουν τη βία και τον ατομικισμό τους. Οι άνθρωποι που κάποιοι τους
βρίζουν ως «μικροαστούς, νοικοκυραίους», έχουν ανοίξει τις πόρτες τους σε κόσμο
κυνηγημένο από την αστυνομία, τρώνε κάθε τόσο χημικά μέσα στα σπίτια τους. Πολλοί
έχουν περάσει χούντες, πολέμους, κατοχές, διώξεις είτε εδώ, είτε σε άλλη χώρα. Αλλά και
τίποτα από τα παραπάνω να μη τους έχει συμβεί, δε νοείται κανείς να δέχεται επίθεση στο
δρόμο, στο σπίτι του ή στο μαγαζί του επειδή είπε μια κουβέντα.
Τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε μια συνολική επίθεση ενάντια σε όσα προσπαθούμε
να κατοχυρώσουμε στη γειτονιά (ελευθερία διακίνησης ιδεών, αντιεμπορευματοποίηση κοκ)
με αγώνες ενάντια στην αστυνομοκρατία, ενάντια στις εισβολές σε στέκια και καταλήψεις,
ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών κ. ά. δεν είναι δυνατό να ερχόμαστε αντιμέτωποι και με
όποιον νομίζει ότι μπορεί να εκδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά θέλει εξαιτίας του
υπέρμετρου εγωισμού του και σε βάρος της ελευθερίας και της ανεκτικότητας που μπορεί
να υπάρχει στη γειτονιά. Άλλωστε ό,τι κατακτιέται χρειάζεται και περιφρούρηση και δε
σκοπεύουμε να επιτρέψουμε σε τέτοιες λογικές να ροκανίσουν την κοινωνική αλληλεγγύη
και την απελευθέρωση για τις οποίες αγωνιζόμαστε. Θεωρούμε ότι τέτοιες συμπεριφορές
γκετοποιούν τη γειτονιά, διαμορφώνουν μια κατάσταση ανυπόφορη για τους κατοίκους και
τους θαμώνες, ξυπνούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά κάποιων, βάζουν σε κίνδυνο
πολιτικά και κοινωνικά εγχειρήματα. Επιπλέον, μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας που
δημιουργείται βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όσοι επιβουλεύονται τους αγώνες μας.
Τα Εξάρχεια, εκτός από μια περιοχή συνάντησης, ζύμωσης και οργάνωσης
αντιστάσεων, είναι και μια τυπική αθηναϊκή γειτονιά. Η αίσθηση ότι με το που περνάς τη
Σόλωνος ένας άλλος αέρας πνέει στην ατμόσφαιρα –πιο ελεύθερος, πιο οικείος– έχει
κερδηθεί με συλλογικούς αγώνες και συγκρούσεις. Συγχρόνως, όμως, εδώ μένουν δεκάδες
χιλιάδες άνθρωποι. Δεν είναι ούτε μια απέραντη αλάνα ούτε πεδίο βολής. Τα Εξάρχεια είναι
για άλλους ένας μύθος που είτε ζουν είτε ξορκίζουν και για άλλους η γειτονιά τους, μια
γειτονιά με τα στέκια, τους χώρους και τους χρόνους της, μια γειτονιά όπου το δημόσιο και
το πολιτικό είναι ταυτισμένα με την ιστορία τους. Πρακτικές και λογικές που δε σέβονται
αυτές τις κατακτήσεις και που υπονομεύουν τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς δεν έχουν
θέση σε αυτή. Σε τελική ανάλυση η πολυσυλλεκτικότητα των Εξαρχείων είναι μια από τις
ομορφιές τους. Και εμείς που υπογράφουμε το κείμενο, παρόλες τις διαφορές μας,
συνυπάρχουμε εδώ και υπερασπιζόμαστε κοινές αξίες.
Ιούνιος 2010
Στέκι Μεταναστών
Αυτόνομο Στέκι
Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου
Πολιτιστικό Κέντρο Γέφυρα
Nosotros Ελεύθερος Κοινωνικός Χώρος
Συλλογικότητες, άτομα και κάτοικοι από τα Εξάρχεια
Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων

Posted in 0. Προκηρύξεις, έντυπα και εισηγήσεις | Leave a comment

Καλά θα κάνουμε να μην σωπάσουμε!

Ο φόνος των τριών εργαζομένων της Marfin κατά την διάρκεια της γενικής απεργίας στις 5-5-2010 έσκασε σαν βόμβα στα χέρια του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού χώρου και ειδικότερα στο αναρχικό/ αντιεξουσιαστικό κομμάτι του. Η ίδια ωστόσο η πραγματικότητα, όποιον  δεν την κοιτάει  κατάματα και δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν, τον προσπερνά και εμείς δεν έχουμε καμία διάθεση να εθελοτυφλούμε.

Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη στη Marfin εκείνο το μεσημέρι, ούτε θα χρησιμοποιήσουμε προσχηματικά τις εγκληματικές ευθύνες του Βγενόπουλου. Δεν θα σταθούμε καν στον τρόπο που η εξουσία χρησιμοποίησε το τραγικό γεγονός για να αναχαιτίσει τον κοινωνικό ξεσηκωμό ενάντια  στα μέτρα και την πολιτική της . Θα πούμε καθαρά όμως,  ότι την ώρα που διαδόθηκε η τραγική είδηση, κανείς μας δεν ήθελε να πιστέψει την πιθανότητα να έχει συμβεί αυτό που οι δικαστές των ΜΜΕ ανακοίνωναν. Ούτε όμως ήμασταν σε θέση και να το αποκλείσουμε.

Κάτι δεν πράξαμε σωστά για να μπορούν κάποιοι -στο όνομα του αγώνα για μια άλλη κοινωνία- να θεωρούν αποδεχτή την λογική των παράπλευρων απωλειών και, αναπαράγοντας των κυρίαρχο λόγο, να  εξομοιώνουν τον αγώνα μας με την φρίκη και τον τρόμο της εξουσίας.

Είναι ώρα να αναλογιστούμε και να αναστοχαστούμε πάνω στις δικές μας ευθύνες σε σχέση με το ότι τέτοιες λογικές μπορούν να επικαλούνται το ίδιο  με μας όραμα για έναν κόσμο απαλλαγμένο από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας:  έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη υπόσταση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ελευθερία, την ισότητα, την αξιοπρέπεια, τον αλληλοσεβασμό, όχι ως προνόμια κάποιων, αλλά ως καθολικά δικαιώματα.

Η κινηματική αντί- βία δεν είναι αυτοσκοπός.  Η άμυνα απέναντι στην βία των μονάδων καταστολής είναι νόμιμο δικαίωμα του κάθε αγωνιζόμενου, η πολιτική ανυπακοή απέναντι στα σχέδια και τις επιδιώξεις των αφεντικών και της εξουσίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ταξικών και κοινωνικών αγώνων.

Είναι ωστόσο  τεράστια απόσταση από αυτά μέχρι την βία ως αυτοσκοπό, η οποία ασυνείδητα ή συνειδητά αντιλαμβάνεται ως εχθρό και δεν διστάζει να στοχοποιήσει την ίδια την κοινωνία.

Και όμως η απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης, η ηγεμονία των μέσων έναντι του ίδιου του σκοπού της κοινωνικής απελευθέρωσης βρήκαν γόνιμο έδαφος στις ιδέες του μηδενισμού. Ανεχτήκαμε τις λογικές  της «επαναστατικής πρωτοπορίας» , του φετιχισμού της βίας, του ελιτισμού της αυτοαναφορικότητας. Τέτοιες αντιλήψεις ωθούν το άτομο στο να  βλέπει τον εαυτό του πέρα και πάνω από τις κοινωνικές σχέσεις.

Εδώ εντοπίζουμε και τις δικές μας ευθύνες: δεν κονταροχτυπηθήκαμε με αυτές τις αντιλήψεις και τις πρακτικές στο βαθμό που θα έπρεπε, τους αφήσαμε το ζωτικό χώρο να αναπτυχθούν και να διεκδικήσουν θέση  μέσα στο κίνημα. Τους δώσαμε την ευκαιρία να έχουν την ικανότητα να βάλουν υπό αίρεση την ηθική υπόσταση της επαναστατικής υπόθεσης.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Αυτόνομο Στέκι

Posted in 0. Προκηρύξεις, έντυπα και εισηγήσεις | Leave a comment

Αντιφασιστικός αγώνας και Κοινωνικός Ανταγωνισμός

Αντιφασιστικός αγώνας και Κοινωνικός Ανταγωνισμός

Το παράδειγμα της Ισπανικής Επανάστασης του ‘36

Σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τα ζητήματα που έβαλε η Ισπανική Επανάσταση του 1936 στα 2 ½ χρόνια που διήρκησε  νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε την κουβέντα από τον Φασισμό, όχι μόνο γιατί η Ισπανική Επανάσταση είναι η πιο μαζική και μαχητική αντίδραση στο φασισμό, αλλά γιατί εάν δεν ξεκαθαρίσουμε τα χαρακτηριστικά του φασιστικού κινδύνου δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τόσο το ρόλο και τη στάση των ξένων παραγόντων όπως αυτόν των αστικών δημοκρατιών και της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και την σχέση του αντιφασιστικού αγώνα με την ίδια την  κοινωνική επανάσταση.

Τόσο κατά την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη στο μεσοπόλεμο, όσο και σήμερα δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε την τυφλότητα της Αριστεράς απέναντι στον φασιστικό κίνδυνο. Η πλειοψηφία της Αριστεράς τότε και σήμερα θεωρεί ότι ο φασισμός αποτελεί μια ιστορική παρένθεση, μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τον ίδιο τον καπιταλισμό, ότι δεν ήταν παρά ένα αμάρτημα του παρελθόντος, αναχρονιστικό και προνεωτερικό Αυτή η θέση οδήγησε από την αρχική υποτίμηση του φασισμού στην ψευδαίσθηση ότι ο Αντιφασιστικός Αγώνας πρέπει να διεξαχθεί μέσα από ένα πλατύ δημοκρατικό μέτωπό κάτω από την αστική ηγεμονία και βάζοντας στην μπάντα το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού: Γραμμή που η Κομμουνιστική Διεθνής προσπάθησε να εφαρμόσει μέσα από την δημιουργία των Λαϊκών Μετώπων το 1935 για να κάνει το 1939 μια στροφή 180ο με το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Μη Επίθεσης.

Στην πραγματικότητα όμως ο Φασισμός δεν είναι μια οπισθοδρόμηση του καπιταλισμού, μια κίνηση προς τα πίσω, ένα προνεωτερικό μόρφωμα, αλλά αντίθετα είναι μια επιθετική κίνηση του καπιταλισμού όταν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όξυνσης  τόσο του κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών σε επίπεδο κρατών ή μπλοκ κρατών, η συνέχιση της ύπαρξης του καπιταλισμού ως συστήματος εκμετάλλευσης και κυριαρχίας απαιτεί την πλήρη αναχαίτιση και εκμηδένιση της ταξικής πάλης.

Η επιλογή του Φασισμού ως η «τελική λύση» απέναντι στους ταξικούς αγώνες και το Αντικαπιταλιστικό Κίνημα δεν είναι μια επιλογή που η κάθε εθνική αστική τάξη παίρνει σύσσωμη και με ενιαία στάση, τα ιδιαίτερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα τμημάτων της αστικής, αλλά και των άλλων κυρίαρχων τάξεων  και στρωμάτων (γαιοκτήμονες, πολιτική και στρατιωτική γραφειοκρατία, μικροαστικά στρώματα, εθνικοί αυτόπροσδιορισμοί κλπ) εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο, που πολλές φορές φτάνει μέχρι την ανοιχτή σύγκρουση με την επιλογή του φασισμού, αλλά πάντα πρόκειται για μια σύγκρουση που ποτέ δεν θα ήθελε να διακιντυνέψει την αστική ηγεμονία στην προσπάθεια αναχαίτισης της φασιστικής επιλογής.

Η Ισπανία για μια ολόκληρη πενταετία  πριν από το φασιστικό πραξικόπημα  συνταράσσεται από μια σειρά πολύ σκληρών ταξικών συγκρούσεων και εξεγέρσεων (από το κύμα απεργιών του ’31 μέχρι τις μεγάλες απεργίες των Ανθρακωρύχων στην Αστούρια το ’35) η οποίες στην μεγάλη τους πλειοψηφία καθοδηγούνται από την CNT.

Η ανάδειξη του Λαϊκού Μετώπου στην κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του ’36 με την φανερή υποστήριξη του ΚΚΙ και την σιωπηρή της CNT είναι αποτέλεσμα τόσο αυτών των κοινωνικών αγώνων όσο και ενδοιαστικών αντιθέσεων σε επίπεδο  στρωμάτων της αστικής τάξης και της αυτονομίας που διεκδικούσαν τμήματα της (πχ Καταλανοί, Βάσκοι κλπ) απέναντι στα ως τότε ηγεμονικά στρώματα.

Το φασιστικό πραξικόπημα θα είχε πετύχει εάν δεν εύρισκε μπροστά του την μαζική και μαχητική αντίσταση της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου θα είχε πέσει σαν τραπουλόχαρτο αν οι ίδιοι οι εργάτες δεν είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο που αποτελούσε για αυτούς η άνοδος του φασισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η αντίσταση στους στρατιωτικούς του Φράνκο θα εκδηλωθεί καταρχάς και πιο δυναμικά στην Βαρκελώνη και την Καταλονία (κέντρο της δύναμης της CNT) για να απλωθεί μετά σε όλη την Ισπανία.

Όταν όμως είναι η πλατιά λαϊκή εξέγερση αυτή που αναχαιτίζει το φασιστικό πραξικόπημα, γίνεται προφανές ότι θα καλύψει το κενό που αφήνει μια χάρτινη κυβέρνηση που δεν ελέγχει ούτε το στρατό ούτε φυσικά και το λαό.

Και όταν ο λαός βρεθεί στο σημείο εκείνο που μέσα από την ίδια του την πράξη κατανοεί την δύναμη του, φυσικά δεν θα μείνει απλά να υπερασπιστεί με αυτή την δύναμη μια χρεωκοπημένη κυβέρνηση, αλλά θα βάλει μπροστά την «μηχανή» του κοινωνικού μετασχηματισμού προσπαθώντας να πάρει το σύνολο της κοινωνικής ζωής στα χέρια του.

Δεν χρειάστηκε να υπάρξει κάποιο σχέδιο από τα πάνω, ούτε κάποια κεντρική απόφαση της CNT για να ξεκινήσει η διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού, το έναυσμα ήταν ο ίδιος ο ένοπλος λαός, το διακύβευμα  ο νίκη απέναντι στον φασισμό., και ο κοινωνικός μετασχηματισμός το περιεχόμενο. Το πλέγμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των αναρχικών κολεκτίβων και κέντρων, που είχαν συγκροτηθεί όλα αυτά τα χρόνια, θα αποτελέσει την βάση για αυτή την διαδικασία . Στα μάτια των επαναστατημένων εργατών και αγροτών το διακύβευμα της νίκης απέναντι στο φασισμό συνδέεται άρρηκτα με το περιεχόμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού, όσο αυτός βαθαίνει, τόσο πιο επιτακτικό γίνεται το διακύβευμα.

Ο οργανωμένος στρατός είναι με τους φασίστες, οι αστυνομικές δυνάμεις όσες είναι με τους φασίστες αφοπλίζονται και οι υπόλοιπες διασκορπίζονται μέσα στο πλήθος των ένοπλων εργατών. Στο μέτωπο απέναντι  στους φασίστες το αποτελούν οι οπλισμένοι εργάτες και αγρότες οργανωμένοι στις πολιτοφυλακές των πολιτικών οργανώσεων και τις εργατικές φάλαγγες, το ρόλο της αστυνομίας τον έχουν οι εργατικές περίπολοι που οργανώνονται από τις εργοστασιακές επιτροπές, ο έλεγχος της βιομηχανικής  παραγωγής περνάει στα συνδικάτα και τις  εργοστασιακές επιτροπές, το ίδιο και οι μεταφορές και οι υπηρεσίες, μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής (κυρίως στην Αραγονία) περνάει στα χέρια των κολεκτίβων, την μεταφορά των τροφίμων από την ύπαιθρο στις πόλεις και στο μέτωπο την αναλαμβάνουν τα συνδικάτα και επιβάλλεται ενιαία τιμή στα τρόφιμα καταργώντας την κερδοσκοπία των εμπόρων και των ενδιάμεσων.

Η κολεκτιβοποίηση και η κοινωνικοποίηση (ενοποίηση των επιχειρήσεων ενός κλάδου πχ στον κλάδο του ξύλου κάτω από τον εργατικό έλεγχό που εφαρμόζεται μέσω τον σωματείων) αποτελούν τα βασικά μοντέλα του κοινωνικού μετασχηματισμού στην παραγωγή.

Στην πραγματικότητα τις 7 πρώτες βδομάδες στην Καταλονία  τον «ρόλο» της κυβέρνησης τον παίζει η Κεντρική Επιτροπή Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών Καταλονίας που οργανώθηκε στις 21 Ιουλίου του ’36. Είναι οι δικές της εντολές που έχουν το κύρος για να εκτελεστούν από τους επαναστατημένους εργάτες και αγρότες.

Είναι ακριβώς αυτή η άμεση σχέση του αντιφασιστικού αγώνα με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, που κάνει της δημοκρατικές κυβερνήσεις της δύσης να κρατήσουν στάση «ουδετερότητας» απέναντι στον εμφύλιο στην Ισπανία. Ακόμα και η Γαλλική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, συγγενική με αυτή του Λαϊκού Μετώπου της Ισπανίας, όχι μόνο δεν θα στηρίξει τους δημοκρατικούς, αλλά θα κλείσει και τα σύνορα της.

Στην πραγματικότητα οι αστικές κυβερνήσεις της δύσης ανησυχούν πιο πολύ από την ανάπτυξη της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία, παρά από την επικράτηση του Φράνκο και την ενίσχυση του φασιστικού μπλοκ.

Η εχθρική στάση των καπιταλιστικών κυβερνήσεων της Αγγλίας της Γαλλίας και των ΗΠΑ απέναντι στην Ισπανική Επανάσταση δεν έχει να κάνει με την ενδοτική τους στάση απέναντι στο φασισμό, αλλά με το ίδιο  περιεχόμενο της Ισπανικής Επανάστασης.  Αν ο φασισμός αποτελεί τον κίνδυνο στην ενδοκαπιταλιστική- ενδοιμπεριαλιστική διαμάχη (όπως αυτή θα εκφραστεί με τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο), η Ισπανική Επανάσταση αποτελεί τον κίνδυνο του ταξικού ανταγωνισμού. Η επιλογή ήταν ξεκάθαρη από την αρχή γιατί είδαν πιο καθαρά ίσως από όλους ότι η ήττα του Φράνκο δεν θα ήταν η νίκη της αστικής δημοκρατίας αλλά της Επανάστασης.

Η Σοβιετική Ένωση και οι Σταλινικοί; Η στάση τους αποτελεί για πολλούς ένα μεγάλο ερωτηματικό για την Ισπανική Επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε μερικά βασικά ζητήματα:

Καταρχάς εκείνη την εποχή η στάση των ΚΚ ήταν πλήρως υποταγμένη στην βούληση της ΕΣΣΔ και στην δικιά της στρατηγική, το μέγιστό καθήκον των απανταχού «κομμουνιστών» ήταν να υπηρετούν την μια και μοναδική «σοσιαλιστική πατρίδα»

Το ΚΚΙ είδε στην συμμαχία του με τους αστούς δημοκράτες και στην βοήθεια από την ΕΣΣΔ την ευκαιρία να πάρει την ηγεμονία στο εργατικό κίνημα από την CNT ακόμα και εάν αυτό σήμαινε να ρισκάρει την νίκη επί του Φράνκο.

Εφόσον η CNT είχε την ηγεμονία στους εργάτες ο προσανατολισμός του ΚΚΙ και της UGT  για συγκρότηση κοινωνικής βάσης έγινε προς τα στρώματα των μικροαστών, των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικροϊδιοκτητών που κρατούσαν μεγάλες επιφυλάξεις απέναντι στην κολεκτιβοποίηση και την κοινωνικοποίηση.

Οι αντιλήψεις του ΚΚΙ για την επανάσταση, το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της περιόδου δεν συμβαδίζανε καθόλου με την πραγματικότητα που διαμορφωνότανε μέσα στην επαναστατημένη ισπανική κοινωνία. Για το ΚΚΙ, όπως και για την ΕΣΣΔ, ο Σοσιαλισμός συνδεόταν με ένα κεντρικό κράτος με την εθνικοποίηση της παραγωγής που πέρναγε κάτω από κρατικό έλεγχό και όχι κάτω από εργατικό έλεγχό και με την συγκρότηση συγκεντρωτικών μορφών εξουσίας σε όλα τα επίπεδα από την παραγωγή μέχρι τον στρατό. Η ανασυγκρότηση του κράτους και η ηγεμονία του πάνω στις κοινωνικές μορφές οργάνωσης που αναπτύσσονταν στην Ισπανική Επανάσταση ήταν βασικό για το ΚΚΙ ακόμα και εάν αυτό θα ήταν ένα καθαρά αστικό κράτος.

Άλλωστε στην αντίληψη του ΚΚΙ για τα καθήκοντα της περιόδου, η νίκη επί του φασισμού προηγούταν της κοινωνικής επανάστασης, γι’ αυτό και σε όλη την διάρκεια της ήταν ο καλύτερος εγγυητής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της αστικής δημοκρατίας.

Όπως σχεδόν σε κάθε επανάσταση το εσωτερικό μέτωπο είναι πιο καθοριστικό για της εξελίξεις από ότι τα πολεμικά γεγονότα.

Είναι η αναχαίτιση του κοινωνικού μετασχηματισμού αυτή που δίνει την δυνατότητα στους φασίστες να πάρουν το πάνω χέρι στο πεδίο τον μαχών. Είναι η αφαίρεση της πρωτοβουλίας από τον επαναστατημένο λαό, είναι η επαναφορά των εξουσιαστικών καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων που δέσποζαν πριν τον Ιούλιο αυτή που σιγά σιγά θα ανακόψει την επαναστατική ορμή των εργατών και των αγροτών, που βλέπουν ότι η ίδια η δημοκρατία τους αφαιρεί ό,τι αυτοί δημιούργησαν για να νικήσουν το φασισμό.

Από τον Σεπτέμβρη του ’36 τόσο η κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης όσο και αυτή της Καταλονίας προσπαθούν αποκαταστήσουν την ισχύ τους απέναντι στις κοινωνικές μορφές οργανώσεις και να ανατρέψουν όλες τις κοινωνικές  κατακτήσεις. Εκμεταλλευόμενοι την ατολμία της CNT και του POUM  που ενώ στα λόγια λένε ότι γι’  αυτούς δεν μπαίνει θέμα να διαλέξουν ανάμεσα στον πόλεμο ενάντια στους φασίστες και την κοινωνική επανάσταση, αλλά ότι διεξάγουν «έναν επαναστατικό πόλεμο» το ΚΚΙ η UGT και οι αστοί δημοκράτες προσπαθούν να αποκαταστήσουν την κυβερνητική εξουσία.

Τον Σεπτέμβριο του ’36 αρχίζουν την δημιουργία του Λαϊκού Στρατού που βρίσκεται κάτω από την καθοδήγηση της κυβέρνησης και στον οποίο επαναφέρουν την στρατιωτική ιεραρχία και τον ρόλο των επαγγελματιών στρατιωτικών. Από τον Μάρτιο του ’36 με το επιχείρημα της ενιαίας διοίκησης προσπαθούν να εντάξουν στον Λαϊκό Στρατό όλες της Αντιφασιστικές Πολιτοφυλακές και Εργατικές Φάλαγγες που πολεμάνε στα διάφορα μέτωπα τους φασίστες. Η αρχή γίνεται στο μέτωπο της Μαδρίτης όπου το ΚΚΙ εντάσσει αμέσως τους άνδρες του στον Λαϊκό Στρατό. Ασκούνε πιέσει στις φάλαγγες τις CNT και του POUM που δίνουν την μάχη στα μέτωπα της Αραγονίας και της Λεβάντε μην στέλνοντας τους όπλα και πυρομαχικά

Ταυτόχρονα η κυβέρνηση προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τα διάφορα αστυνομικά σώματα που είχαν ουσιαστικά διαλυθεί τον Ιούλιο του ’36.Με διάφορα διατάγματα από τον Οκτώβρη του ’36 έως τον Απρίλιο του ’37 αλλά κυρίως στις μάχες της Βαρκελώνης τον Μάη του ’37 προσπαθεί να επιβάλει τον αφοπλισμό των εργατικών φρουρών και περιπόλων που έχουν αναλάβει ουσιαστικά το ρόλο της διατήρησης της τάξης και της ασφάλειας στα αστικά κέντρα. Όλα αυτά με το πρόσχημα ότι αυτά τα όπλα λείπουν από το μέτωπο όταν ταυτόχρονα πάρα πολλά καινούργια όπλα, ακόμα και βαριά που έρχονται από την ΕΣΣΔ, αντί να πηγαίνουν στο μέτωπο εξοπλίζουν της αστυνομικές δυνάμεις που εντείνουν συνεχώς τις επιθετικές τους ενέργειες ενάντια στην CNT, το POUM, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις κολεκτίβες.

Όμως η αναχαίτιση της επανάστασης και του κοινωνικού μετασχηματισμού δεν έχει να κάνει μόνο με τον στρατό και την αστυνομία, από το ’37 γίνεται μια τεράστια προσπάθεια να σταματήσει η κολεκτιβοποίηση των επιχειρήσεων και των αγροκτημάτων με αποτέλεσμα την πτώση της παραγωγής, ο εφοδιασμός με αγροτικά προϊόντα των πόλεων από την ύπαιθρο ξαναπερνάει στους έμπορους με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των τιμών, την μαύρη αγορά  την έλλειψη τροφίμων και την κερδοσκοπία.

Είναι φανερό ότι μέσα στο στρατόπεδο των δημοκρατικών οι αστοί και το ΚΚΙ δεν δειλιάζουν να ρισκάρουν μια συντριπτική ήττα από Φράνκο, αρκεί να αναχαιτίσουν την ίδια την επανάσταση. Το POUM για λόγους που έχουν να κάνουν και με την ΕΣΣΔ αλλά και της σχετικά μικρής του δύναμης βρίσκεται πρώτο στο στόχαστρο του ΚΚΙ και των αστών, δολοφονείται ο ηγέτης του και βγαίνει στην εκτός νόμου τον Ιούνιο του ’37.

Η οργή αλλά και η αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων που πήραν μέρος στην ανατροπή του πραξικοπήματος το ’36 και την αντίσταση στους φασίστες μεγαλώνει η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του κόσμου και κυρίως σε Καταλονία, Αραγονία, Αστούρια κλπ τάσσεται με την CNT. Βλέπουν να χάνουν, όχι από τους φασίστες, αλλά από την Λαϊκή Κυβέρνηση αυτά που είχαν καταχτήσει όλους αυτούς τους μήνες. Οι πρωταγωνιστές της επανάστασης καλούνται να γίνουν οι κομπάρσοι αυτών που όταν έγινε το πραξικόπημα ήταν κριμένοι στις τρύπες τους. Η CNT αλλά και το POUM υποχωρούν συνέχεια στις μεθοδεύσεις των κομμουνιστών κλπ αποδεχόμενοί ντε φάκτο την αναχαίτιση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αν και αυξάνουν οι φωνές που προειδοποιούν για τον κίνδυνο να της όλης κατάστασης (Ελευθεριακή Νεολαία, «οι φίλοι του Ντουρούτι», Λενινιστές Μπολσεβίκοι- διάσπαση του POUM) η ηγεσία της CNT αδυνατεί να αντιληφτεί ότι η κατάσταση της δυαδικής εξουσίας κάποια στιγμή λύνεται προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση. Πως είτε η εργατική και αγροτική αυτοδιευθυνση θα γενικευτεί, είτε το κράτος θα ξαναπάρει της εξουσίες του. Θεωρεί και αυτή ότι εφόσον έχει την πλειοψηφία του κόσμου με το μέρος της η εξουσία της  κυβέρνησης είναι εφήμερη και τυπική, δεν αντιλαμβάνεται το κίνδυνο ανασύστασης και αφήνει την αστυνομία και το στρατό να αφοπλίζει ανενόχλητα το λαό. Το μέγιστο λάθος των Αναρχικών, το οποίο τους οδήγησε και στην συμμετοχή στην κυβέρνηση είναι η υποτίμηση της δυνατότητας της κεντρικής εξουσίας να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της και να αναλάβει ουσιαστικό ρόλο μέσα σε αυτή την ρευστή πραγματικότητα. Το ότι αυτοί αδιαφορούσαν για αυτή δεν σήμαινε ότι έκανε το ίδιο και αυτή γι’ αυτούς.

Η τελευταία ευκαιρία να ανατραπεί αυτή η πορεία ήταν οι μάχες του Μάη του ‘37στην Βαρκελώνη. Τότε η  CNT είχε και την δύναμη και κάθε λόγο να αντιταχθεί στην κυβέρνηση της Καταλονίας και να περάσει στην γενικευμένη αυτοδιευθύνση δίνοντας νέα ορμή στην επανάσταση.

Όταν σε μια επανάσταση αρχίζει να αφοπλίζεται ο λαός έχει αρχίσει η αντεπανάσταση, όταν η πιο συνεπής επαναστατική οργάνωση αποδέχεται αυτόν τον αφοπλισμό είναι σαν να στέλνει τον λαό στο σπίτι του. Ο Μάης του ’37 προδιέγραψε την νίκη των φασιστών, τότε πια οι εργάτες και οι αγρότες είχαν χάσει ότι είχαν κερδίσει, ακόμα και την περηφάνια να είναι μέλη της CNT.  Έβλεπαν ότι είτε νικήσει ο Φράνκο είτε οι δημοκρατικοί θα επέστρεφαν κάτω από τις διαταγές του αφεντικού, του τσιφλικά, του αξιωματικού, του χωροφύλακα,  δεν μπορούσαν παρά να χάσουν και τον πόλεμο.

Οι επαναστατημένες λαϊκές μάζες εξαφανίζονται από το προσκήνιο το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίζονται, όσο ο Ισπανικός Εμφύλιος μετατρεπότανε από επανάσταση σε πόλεμο δυο στρατών η νίκη των φασιστών εδραιωνόταν.

Κώστας Σ

 

 

Posted in 2. Διαβάσαμε | Leave a comment

ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ.

Ή Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ

Με αφορμή το συντηρητικό νόμο για την ιθαγένεια και την πολιτογράφηση ενός πολύ περιορισμένου τελικά αριθμού μεταναστών β΄ γενιάς, ο ρατσιστικός λόγος της άκρας δεξιάς διαχέεται σε όλη την κοινωνία, είτε εκ του άμβωνος, με μητροπολιτικά κηρύγματα μισαλλοδοξίας, είτε μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα, όλο πατριωτική χολή και αναίσχυντα ψεύδη. Ο λόγος αυτός επιδιώκει πάνω απ’ όλα να αποπροσανατολίσει όλους εμάς τους εκμεταλλευόμενους, να συσκοτίσει την ταξική πάλη και να αποκρύψει τους πραγματικούς μας εχθρούς. Να συγκαλύψει δηλαδή το γεγονός ότι για τα δεινά μας ευθύνεται η ταξική εκμετάλλευση και όχι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που δήθεν απειλούν την «εθνική μας ταυτότητα».

Οι ρατσιστές διάκονοι του ακροδεξιού εθνικισμού, αλλά και όλοι εκείνοι που συμμερίζονται τις απόψεις τους, ξεχνούν φαίνεται ότι μοναδικό ιδανικό του κεφαλαίου είναι το κέρδος και όχι το «έθνος»· ότι η ταυτότητά του είναι το χρήμα και όχι το αίμα. Οι εκμεταλλευτές, οι κυρίαρχες τάξεις, χρησιμοποιούν το «έθνος» όπως τους συμφέρει, για να εξασφαλίσουν ότι η καπιταλιστική σχέση θα αναπαράγεται και ότι θα συνεχίσουν να καρπώνονται απρόσκοπτα την κοινωνικά παραγώμενη υπεραξία. Κατασκευάζουν δηλαδή τον «εθνικό εχθρό» για να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι αυτοί οι ίδιοι είναι η πραγματική απειλή για τα συμφέροντα και τη ζωή μας. Στόχος τους είναι να καταστρέψουν τις σχέσεις της αλληλεγγύης των προλετάριων, να υπερασπίσουν τις λειτουργίες του ίδιου του καπιταλισμού κατακερματίζοντας το χώρο και το χρόνο μας σε ποσοστά και οικονομικά μεγέθη, τόσο στην εργασία όσο και πέρα από αυτή, ασκώντας έλεγχο στην ίδια τη ζωή μας στρέφοντας τον έναν ενάντια στον άλλο, ώστε να αποδεχτούμε ότι η «φυσική» κοινωνική συνθήκη είναι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Ο φόβος ήταν ανέκαθεν το ισχυρότερο όπλο στα χέρια των κυρίαρχων και της εξουσίας.

Επειδή εμείς όμως αρνούμαστε να αυτοπροσδιοριζόμαστε, να σκεφτόμαστε και να πράττουμε σαν ανδράποδα της εξουσίας και των κυρίαρχων, φερέφωνο και εργαλείο των οποίων είναι η άκρα δεξιά, θα παλέψουμε με κάθε τρόπο, με στόχο να ξεγυμνώσουμε τη ρατσιστική ρητορική που κρύβεται  κάτω από το μανδύα της «κοινής λογικής». Στις συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, η ρητορική αυτή βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπαραχθεί στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στις πλατείες, στις γειτονιές και στις πόλεις μας. Αποδομούμε το λόγο των ακροδεξιών, αποκρούουμε τις πρακτικές τους, δείχνουμε σαφώς πόσο «ξένοι» είναι αυτοί και τα όσα ευαγγελίζονται, επομένως και ταυτόχρονα εναντιωνόμαστε στην καπιταλιστική σχέση, στο κράτος και σε κάθε μορφή κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.

Αποδομώντας  το λόγο της άκρας δεξιάς

1         ΛΕΝΕ ΟΤΙ το νομοσχέδιο θα «ενθαρρύνει» και άλλους μετανάστες να έρθουν στην ελλάδα, αφού θα έχουν την ελπίδα να γίνουν νόμιμοι και να αποκτήσουν εύκολα ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα.

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ η παραχώρηση της ιθαγένειας και των πολιτικών δικαιωμάτων αφορά αποκλειστικά και μόνο μια μικρή κατηγορία μεταναστών β΄ γενιάς που οι γονείς τους μένουν νόμιμα στην ελλάδα τουλάχιστον 7 χρόνια, ενώ δεν προβλέπει καμία διαδικασία νομιμοποίησης για αυτούς που δεν έχουν χαρτιά, άσχετα με το πόσα χρόνια ζουν στη χώρα. Ο κανόνας του νομοσχεδίου είναι η ΜΗ-ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ, και στην ουσία εξαιρεί την πλειοψηφία των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στη χώρα για δεκαετίες. Αντιθέτως, επικυρώνει τον θεμελιώδη διαχωρισμό μεταξύ «νόμιμων» και «παράνομων», ενταγμένων και μη ενταγμένων, και θέτει νέα προσκόμματα και απαράδεκτους όρους σε όσους αποζητούν τη νομιμοποίηση.

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ότι τη μετανάστευση την ενθαρρύνουν πρώτα απ’ όλα οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι της «δημοκρατικής» Δύσης (της οποίας η ελλάδα αποτελεί μέρος) σε ολόκληρο σχεδόν τον υπόλοιπο κόσμο. Με το πρόσχημα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» ο ελληνικός στρατός, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, συμμετέχει στα εκστρατευτικά σώματα στα Βαλκάνια, στο ιράκ, στο αφγανιστάν, στη σομαλία, δημιουργώντας τις ζοφερές συνθήκες που οδηγούν στον ξεριζωμό εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων.

Η Δύση, μέσα από τους σχηματισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, και μαζί τους και η «φτωχή μας» ελλάδα, εκμεταλλεύονται τους λαούς αυτών των χωρών προωθώντας τα δικά τους αδηφάγα συμφέροντα, σπέρνοντας τη φτώχια και τη δυστυχία. Στο όνομα της «ανάπτυξης» είναι υπεύθυνοι, μεταξύ άλλων, για τα τεράστια περιβαλλοντικά εγκλήματα που καταστρέφουν τις συνθήκες διαβίωσης σε ολόκληρες χώρες (όπως π.χ. στο Δέλτα του Νίγηρα, από την καταστροφή που έχει προκαλέσει η Shell), αλλά και για τις κλιματικές δημιουργώντας εκατομμύρια περιβαλλοντικούς πρόσφυγες.

Τη μετανάστευση όμως την ενθαρρύνουν κυρίως οι ανάγκες των αφεντικών για πρόθυμα και φτηνά εργατικά χέρια, καθώς και για τη συνολική υποτίμηση της εργασίας σε ολόκληρους τομείς της οικονομίας, όπως π.χ. η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, ο κατασκευαστικός τομέας, οι τουριστικές υπηρεσίες κ.λπ. Κι ενώ για τα εμπορεύματα και για το κεφάλαιο υπάρχουν ολοένα και λιγότερα σύνορα και φραγμοί στην ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική κυκλοφορία τους παγκοσμίως, οι άνθρωποι βρίσκουν παντού μπροστά τους υψωμένα τείχη και έρχονται αντιμέτωποι με δολοφονικούς στρατικοποιημένους μηχανισμούς διαχείρισης μεταναστευτικών «ροών» (ανάσχεση, αποτροπή, ελεγχόμενη είσοδος και επαναπροώθηση) όπως π.χ. η ευρωπαϊκή FRONTEX και η ΕΛ.ΑΣ., στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στις πιο πλούσιες χώρες. Το ανατολικό Αιγαίο έχει μετατραπεί σε υγρό τάφο για εκατοντάδες «παράνομους» μετανάστες, κάτι που δεν εμποδίζει τα εκατομμύρια των «νόμιμων» τουριστών να απολαμβάνουν τις διακοπές τους κάθε χρόνο στη «φιλόξενη ελλάδα».

Τα κρατικά σύνορα δεν είναι παρά μια ιστορική κατασκευή (πολλές φορές φτιαγμένη πάνω σε πτώματα)  που βολεύει τα αφεντικά ειδικά στις συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού. Τους παρέχουν την ευχέρεια να ρυθμίζουν και να ελέγχουν, με τη βοήθεια των μηχανισμών του κράτους, την κίνηση των ανθρώπων σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα και τις εκάστοτε ανάγκες, υπερασπίζοντας κατά το δοκούν τα ιδιαίτερα προνόμιά τους, τα οποία δημιουργεί, διατηρεί και διευρύνει η στυγνή, εντατική εκμετάλλευση της εργασίας «ομοεθνών» και «ξένων» εργαζόμενων.

2         ΛΕΝΕ ΟΤΙ αν αποκτήσουν ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα οι μετανάστες θα «αλλοιωθεί» το εκλογικό σώμα.

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που θα αποκτήσουν την ιθαγένεια, είναι ομογενείς και όχι μετανάστες. Η δε πολιτογράφηση, που αφορά λίγες δεκάδες χιλιάδες μετανάστες β’ γενιάς, δίνει απλώς περιορισμένα δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αποκλειστικά στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Η μεγαλύτερη «αλλοίωση» της «βούλησης» του εκλογικού σώματος προέρχεται από τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα που υφαρπάζουν τις ψήφους των μικρών κομμάτων, του λευκού και του άκυρου για να εκλέξουν κυβερνήσεις που δεν εκπροσωπούν ούτε το 20-30% του πραγματικού εκλογικού σώματος.

Άλλωστε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των «εκλογικών προτιμήσεων» παίζουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τα οποία κατασκευάζουν την «κοινή γνώμη» σύμφωνα με τα εκάστοτε συμφέροντα των διαπλεκόμενων επιχειρηματιών-ιδιοκτητών τους.

Άραγε δεν είναι «αλλοίωση» του εκλογικού σώματος να ψηφίζουν, και να καθορίζουν με αυτό τον τρόπο τις ζωές όσων ζουν στη χώρα, έλληνες μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού; Ή, από την άλλη, δεν θα μιλάγαμε για «ανθελληνισμό» αν οι κυβερνήσεις των ηπα, του καναδά, της αυστρίας, της γερμανίας, της αυστραλίας κ.λπ. στερούσαν την ιθαγένεια και τα πολιτικά δικαιώματα από τους έλληνες μετανάστες και τα παιδιά τους που γεννήθηκαν εκεί;

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ότι στην αστική δημοκρατία τα πολιτικά δικαιώματα δεν ήταν ποτέ δεδομένα, ήταν πάντοτε επιλεκτικά και περιορισμένα, ώστε να μην κινδυνεύουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων, ακόμα και αυτό της ψήφου, ήταν πάντα αποτέλεσμα των συσχετισμών δυνάμεων, στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες.

Ας μην ξεχνάμε ότι παλαιότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη το δικαίωμα της ψήφου ήταν συνδεδεμένο με την κατοχή περιουσίας, αποκλείοντας τους εργάτες και τους άκληρους αγρότες· ότι στην ελλάδα το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες κατακτήθηκε μόλις το 1952 και για τους νέους (πάνω από τα 18) μόλις το 1983.

Το επιχείρημα της «αλλοίωσης» του «εκλογικού σώματος» δεν είναι καινούργιο. Ακριβώς το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιούσαν οι βασιλικοί μετά τον μικρασιατικό πόλεμο για να αρνηθούν το δικαίωμα της ψήφου στους «ομοεθνείς», κατά τα άλλα, πρόσφυγες.

Ο αγώνας για πλήρη, καθολικά πολιτικά, κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα για όλους, στον τόπο που ζουν, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία.

3 ΛΕΝΕ ΟΤΙ οι μετανάστες επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και ότι επιδεινώνουν την «οικονομική κρίση». Ότι από την παρουσία τους ωφελούνται μόνο οι πλούσιοι και χάνουν οι φτωχοί.

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ η εργασία και η κατανάλωση των μεταναστών αυξάνει σημαντικά το εγχώριο ΑΕΠ. Οι μετανάστες τροφοδοτούν τα ταμεία του κράτους με την άμεση και έμμεση φορολογία, δίνουν ανάσα στα ασφαλιστικά ταμεία με τις εισφορές τους, ενώ στην πλειοψηφία τους δεν πρόκειται να πάρουν σύνταξη από το ελληνικό κράτος.

Οι μετανάστες στηρίζουν τα έσοδα πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και το εισόδημα πολλών μικροϊδιοκτητών. Αν δεν ήταν αυτοί, άραγε πόσα διαμερίσματα θα μένανε ξενοίκιαστα; Πόσα μικρομάγαζα θα βλέπανε να χάνουν τους μισούς και πλέον πελάτες τους;

Ακόμα και εάν θεωρήσουμε ότι ένα κομμάτι του πλούτου που παράγουν οι μετανάστες προωθείται προς τις χώρες καταγωγής τους, είναι μηδαμινό μπροστά στο χρήμα που βγαίνει στο εξωτερικό από τις off shore εταιρίες, τις καταθέσεις στις ξένες τράπεζες, τα πλοία των ελλήνων εφοπλιστών υπό ξένη σημαία, τα ελληνικά εργοστάσια που αναζητάνε φτηνή εργατική δύναμη με ελάχιστα δικαιώματα στις βαλκανικές χώρες.

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ότι τον κοινωνικό πλούτο τον παράγουν οι ντόπιοι και οι μετανάστες με την εργασία, τον ιδρώτα και το αίμα τους.

Αν τα αφεντικά, μεγάλα και μικρά, στην ελλάδα κατάφεραν να διατηρήσουν και να αυξήσουν την κερδοφορία τους, αυτό οφείλεται στην άγρια εκμετάλλευση του κακοπληρωμένου εργατικού δυναμικού των μεταναστών. Όσο για τη γεωργική παραγωγή, δεν θα υπήρχε σήμερα καθόλου εάν δεν ήταν εύχεροι οι αόρατοι εργάτες χωρίς χαρτιά και δικαιώματα να μαζεύουν φράουλες στην Μανωλάδα, πορτοκάλια στο Άργος, ντομάτες στα θερμοκήπια της Κρήτης, να επανδρώνουν τα ψαροκάικα στη Μηχανιώνα κ.λπ. κάτω από συνθήκες σύγχρονης δουλείας.

Η κρίση είναι δομικό στοιχείο του ίδιου του καπιταλισμού που αποκλειστικό του στόχο έχει το κέρδος και αιώνια θύματα τους εργαζόμενους και τους φτωχούς, πέρα από καταγωγή, θρησκεία, φύλο και χρώμα (αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αν κοιτάξουμε με το μεγεθυντικό φακό πάνω στο ίδιο το σώμα της κοινωνίας, η φτώχεια δεν έχει καταγωγή, θρησκεία, φύλο και χρώμα). Κάθε «κρίση» θεωρείται και μια «μεγάλη ευκαιρία» για τα αφεντικά προκειμένου να υποβαθμίσουν την εργασία και να επιβάλουν τους δικούς τους όρους στην κοινωνία.

4         ΛΕΝΕ ΟΤΙ οι μετανάστες ευθύνονται για την ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα, ότι παίρνουν τις δουλειές από τους ντόπιους εργαζόμενους.

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μετανάστες εργάζονται σε δουλειές τις οποίες μέχρι πρότινος δεν ήθελαν να κάνουν οι έλληνες. Ποιος έλληνας θα μάζευε τις σοδειές από το πρωί ως το βράδι με μεροκάματα από 10 έως 30 ευρώ; Ποια ελληνίδα θα δούλευε ολημερίς χωρίς ρεπό φροντίζοντας αρρώστους και γέροντες για 400-500 ευρώ το μήνα;

Οι μετανάστες ανέλαβαν τις «χαμαλοδουλειές» δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς από εμάς να γίνουμε «μικρά» αφεντικά και να ανέρθουμε κοινωνικά στην τάξη των εκμεταλλευτών έστω και πρόσκαιρα.

Άραγε για την ανεργία των νέων πτυχιούχων (μηχανικών, δικηγόρων, εκπαιδευτικών κ.λπ.) φταίνε οι μετανάστες ή μήπως φταίνε τελικά οι πολιτικές των αφεντικών και των κυβερνήσεων; Ακόμα και σε αυτούς τους τομείς υψηλής εξειδίκευσης, από τους οποίους οι μετανάστες έτσι και αλλιώς είναι αποκλεισμένοι, και οι οποίοι δεν «απειλούνται» από την εργασία των μεταναστών, έχουμε υψηλή ανεργία και από τους χαμηλότερους μισθούς στην ΕΕ. Γιατί άραγε;

Το ίδιο το κράτος είναι όχι μόνο ο μεγαλύτερος εργοδότης που εισφοροδιαφεύγει, αλλά ταυτόχρονα με τις πολιτικές του μειώνει τις εργατικές αποδοχές και υποβαθμίζει τις συνθήκες εργασίας. Το κράτος και όχι οι μετανάστες ευθύνεται για την ανασφάλιστη και κακοπληρωμένη εργασία των stage και των συμβασιούχων, για τα καθεστώτα του εργασιακού απαρτχάιντ των ενοικιαζόμενων εργαζομένων και των υπεργολαβιών.

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ότι ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα και ότι για την εκμετάλλευση που υφίστανται δεν φταίνε οι εργαζόμενοι, ντόπιοι ή μετανάστες, αλλά ο εκβιασμός των αφεντικών και οι πλάτες που τους κάνει το κράτος. Η ομηρία του καθεστώτος της παρανομίας είναι ένα ακόμα όπλο στα χέρια των αφεντικών για να εκμεταλλεύονται τους μετανάστες ακόμα περισσότερο και να τους αποτρέπουν από κάθε δυνατότητα για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.

Μονάχα μέσα από κοινούς ταξικούς αγώνες μπορούν οι ντόπιοι και οι μετανάστες εργάτες να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους, να αυξήσουν το εργατικό εισόδημα και να μειώσουν τον χρόνο εργασίας. Αν δεν συγκροτήσουμε την ταξική ενότητα και την αλληλεγγύη, τα αφεντικά θα βρίσκουν τρόπους να μας κάνουν να στρεφόμαστε ο ένας ενάντια στον άλλο κι έτσι θα αυξάνουν ανενόχλητοι τα κέρδη τους.

5 ΛΕΝΕ ΟΤΙ η ελλάδα «δεν χωράει άλλους μετανάστες».

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ το ελληνικό κράτος έχει επιφορτιστεί, και αποδέχεται, να παίξει το ρόλο του αναχώματος απέναντι στους μετανάστες που θέλουν να πάνε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εγκλωβίζονται έτσι στην ελλάδα δεκάδες χιλιάδες μετανάστες που στόχος τους είναι όχι να μείνουν και να ζήσουν εδώ, αλλά σε κάποια άλλη χώρα. Όσο το ελληνικό κράτος αποδέχεται το ρόλο του «στρατοπέδου συγκέντρωσης» της ΕΕ (όχι βέβαια χωρίς ανταλλάγματα και ανταμοιβές), αυτό που θεωρείται ως «πρόβλημα» θα εντείνεται, γιατί σε αντίθεση με τις ανοικτές κοινωνίες τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν συγκεκριμένη χωρητικότητα…

Άραγε πώς μπορούμε να ισχυριζόμαστε, τόσο στην ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, ότι δεν χωράνε άλλοι μετανάστες και από την άλλη να χρησιμοποιούμε τα επιχειρήματα της γήρανσης του πληθυσμού για να αυξήσουμε τα όρια του εργασιακού βίου; Άραγε πόσα δημοτικά σχολεία στην επαρχία θα είχαν κλείσει εάν δεν υπήρχαν τα παιδιά των μεταναστών; Πόσοι ακόμη άνθρωποι μπορούν να ζήσουν στην εγκατελλειμένη ύπαιθρο; Πόσα χωριά θα είχαν νεκρωθεί παραγωγικά χωρίς τα απαραίτητα εργατικά χέρια των μεταναστών;

Υπολογίζεται ότι στην ελλάδα το 2050 ο πληθυσμός με «ελληνική καταγωγή» θα είναι μόλις 7.200.000. Για να διατηρηθεί ο πληθυσμός της χώρας στα σημερινά επίπεδα «υπάρχει χώρος» για περίπου 3.500.000 μετανάστες…  λείπει η πηγή…

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ότι οι τόποι και οι χώρες δεν είναι καράβια ούτε βάρκες να βουλιάζουν. Δεν γεμίζουν όπως γεμίζει μια σακούλα με σκουπίδια. Κάθε απόπειρα να παρομοιάσουν τους ανθρώπους με αντικείμενα που στοιβάζονται σε έναν πεπερασμένο χώρο απηχεί την προσταγή του κεφαλαίου πάνω στη χωρική πραγματικότητα. Οι κάθε λογής «περιφράξεις», από τα σύνορα μέχρι την ιδιοκτησία αποκλείουν όλους εμάς, και όχι μόνο τους μετανάστες, από τη χρήση του χώρου. Ο κατειλημμένος από το κεφάλαιο χώρος είναι πεπερασμένος γιατί είναι μετρήσιμος ως ιδιοκτησία, έχει χωρητικότητα γιατί έχει όρια.

Η ανθρώπινη ανάγκη, η δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να ζει με αξιοπρέπεια και ελευθερία όπου κι αν βρίσκεται χωράει παντού. Αυτό που δεν χωράει όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά ούτε στο μυαλό και την καρδιά μας, είναι ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, ο φόβος για τον άλλο, η αδιαφορία μπροστά στον κατατρεγμό και την εκμετάλλευση. Μόνο η έμπρακτη έκφραση της ταξικής αλληλεγγύης μπορεί να διευρύνει το χώρο πέρα από τα στενά όρια των εθνικών συνόρων και να συμπεριλάβει στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος όλης της γης τους κολασμένους. Να εξαλείψει δηλαδή, ασκώντας ταυτοχρόνως εσωτερική και εξωτερική πίεση, τον περιορισμό των συνόρων, επιτρέποντας την ελεύθερη κίνηση και μετεγκατάσταση των ανθρώπων.

6         ΛΕΝΕ ΟΤΙ οι μετανάστες «αυξάνουν την εγκληματικότητα».

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ το μεγαλύτερο ποσοστό της «εγκληματικότητας» των μεταναστών αφορά «αδικήματα» που έχουν να κάνουν με την «παράνομη» είσοδο στη χώρα, όταν δηλαδή «έγκλημα» θεωρείται η ίδια η μετανάστευση, και όχι με εγκληματικές πράξεις που βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο. Ταυτόχρονα, τόσο τα ΜΜΕ όσο και οι διωκτικές αρχές έχουν την τάση να αποδίδουν τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα σε μετανάστες, ενώ πολλοί μετανάστες βρίσκονται προφυλακισμένοι ή καταδικάζονται τόσο από την προκατάληψη των διωκτικών και δικαστικών αρχών όσο και λόγω του ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (δίκες χωρίς συνήγορο, διερμηνεία κ.λπ.).

Όλα αυτά διογκώνουν πλασματικά τον αριθμό των αλλοδαπών που χαρακτηρίζονται παραβάτες ή εγκληματίες, ενώ όλες οι σχετικές μελέτες καταδεικνύουν ότι η συμμετοχή των αλλοδαπών στην εγκληματικότητα δεν ξεπερνάει, αναλογικά με τον πληθυσμό τους, εκείνη των ντόπιων, ενώ το συνηθέστερο είναι η μεικτή συμμετοχή, ελλήνων και αλλοδαπών, στην τέλεση σοβαρών αδικημάτων.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι έλληνες μετανάστες στις ηπα «πρωτοστατούσαν» στο έγκλημα. Σύμφωνα με την μελέτη Πολιτιστική σύγκρουση και εγκληματικότητα (Culture Conflict and Delinquency, New York 1938) του Θόρστεν Σέλιν, που αφορά σε στοιχεία του 1929, στο σύνολο των αδικημάτων στη Νέα Υόρκη πρώτοι ήταν οι έλληνες με ποσοστό υπερδιπλάσιο των ιταλών. Στις ανθρωποκτονίες, οι έλληνες προηγούνταν κατά 1095% έναντι των δεύτερων ιταλών. Στους βιασμούς προηγούνταν με 73% έναντι των δεύτερων ιταλών. Στις ληστείες προηγούνταν κατά 22% των ιταλών. Στις επιθέσεις, οι έλληνες προηγούνταν κατά 144% των ιταλών. Στις διαρρήξεις προηγούνταν κατά 12% των ιταλών. Στις κλοπές προηγούνταν κατά 100% των δεύτερων ρώσων. Στην οπλοκατοχή, οι έλληνες έρχονταν δεύτεροι μετά τους ιταλούς. Στα ναρκωτικά, οι έλληνες προηγούνταν κατά 600% των δεύτερων ρώσων, κ.λπ. κ.λπ.

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ η ανάγκη και η εξαθλίωση μπορεί να οδηγήσουν στην καθημερινή εγκληματικότητα, άσχετα εάν οι δράστες είναι γηγενείς ή μετανάστες. Τα εγκλήματα όμως κατά της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντος παραμένουν «προνόμιο» της κάθε εξουσίας και κυρίαρχης ομάδας.

Οι μετανάστες είναι και αυτοί σε μεγάλο βαθμό θύματα της εγκληματικότητας και μάλιστα μερικών από τις πιο ακραίες μορφές της, όπως είναι η αναγκαστική πορνεία και το δουλεμπόριο γυναικών και παιδιών, με πελάτες στη συντριπτική πλειοψηφία «ευυπόληπτους» ντόπιους νοικοκυραίους. Είναι επίσης θύματα και των κατασταλτικών μηχανισμών, των μπάτσων, της FRONTEX, της δημοτικής αστυνομίας, ή των αφεντικών και των φασιστών.

Δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε ότι η εγκληματική δράση του καπιταλισμού ευθύνεται για τον ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων από τις εστίες τους. Τα κυβερνητικά στελέχη και τα παχυλώς αμειβόμενα στελέχη των πολυεθνικών (και όχι μόνο) επιχειρήσεων είναι υπεύθυνοι για πολύ σοβαρά εγκλήματα κατά των εργαζόμενων, της φύσης και των κοινών πόρων. Και αυτοί δεν λογοδοτούν για τα εγκλήματά τους ποτέ και σε κανέναν.

7         ΛΕΝΕ ΟΤΙ η νομιμοποίηση των μεταναστών και η απόκτηση της ιθαγένειας θα «αλλοιώσει την εθνική ταυτότητα των ελλήνων», γιατί «έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ η εθνική ταυτότητα δεν είναι κάτι στατικό αλλά βρίσκεται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με την ιστορική συγκυρία. Έτσι και αλλιώς, μέχρι να αποκτήσει το ελληνικό κράτος τα σημερινά του σύνορα, έλληνας (πολίτης) δεν γεννιόσουν αλλά γινόσουν, καθώς η υπηκοότητα επεκτεινόταν ανάλογα με την επέκταση ή συρρικνωνόταν ανάλογα με τη συρρίκνωση του ελληνικού κράτους.

Η ίδια η δημιουργία των εθνικών κρατών και η χάραξη των συνόρων έχει αποβεί καθοριστικός παράγοντας για τη συγκρότηση και το χαρακτήρα της «εθνικής ταυτότητας», η οποία επιβάλλεται σε μια προσπάθεια ομογενοποίησης πληθυσμών που συμβίωναν για αιώνες μαζί, μιλώντας διαφορετικές γλώσσες και έχοντας διαφορετικές θρησκείες, όπως γινόταν στα Βαλκάνια κάτω από τις συγκροτήσεις της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πληθυσμοί που παρ’ όλες τις διαφορές τους μοιραζόντουσαν κοινές παραδόσεις, μουσικές, μύθους και πολιτισμικά στοιχεία.

ΕΜΕΙΣ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ότι οι θεωρίες για καθαρές φυλές και ράτσες είναι (και) αυτές που συνέβαλαν στις θηριωδίες του ναζισμού και όποιος 70 χρόνια μετά δεν το έχει χωνέψει ας είναι έτοιμος να τις ξαναζήσει.

Ο κυρίαρχος αυτοπροσδιορισμός μέσω των εθνικών ταυτοτήτων, τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους μετανάστες, διαιρεί και συσκοτίζει τα κοινά συμφέροντα των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων από τη μια μεριά, απέναντι στα συμφέροντα των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών από την άλλη.

Η εθνική ταυτότητα δεν μας έχει σώσει από την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, την καταπίεση ούτε έχει προστατέψει το περιβάλλον, αντίθετα έχει συμβάλλει στα παραπάνω. Πάντα χρησιμοποιούταν ως άλλοθι για ακόμα μεγαλύτερες θυσίες (ακόμα και σε αίμα) των από κάτω για να πλουτίζουν και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους οι από πάνω.

 

Επίλογος

Χωρίς αμφιβολία, τα «εύλογα» αυτά επιχειρήματα που προσπαθήσαμε να αποδομήσουμε και τα οποία βασίζονται στο τρίπτυχο «φυλετική καθαρότητα-εθνική κυριαρχία-κοινωνική συνοχή», πέρα από τη Δεξιά και τους φασίστες, βρίσκουν δυστυχώς εξίσου ευήκοα ώτα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και στους πάσης πολιτικής πεποιθήσεως εθνικιστές και «πατριώτες», τόσο ανάμεσα στη μάζα των προλεταριοποιημένων εργαζόμενων και των μικρομεσαίων, οι οποίοι αποδίδουν στους «ξένους εισβολείς» τις ευθύνες για τα δεινά τους και για την καθημερινή μιζέρια που παράγει ο καπιταλισμός, όσο και στις μεσοανώτερες τάξεις, οι οποίες έχουν κάθε λόγο να φοβούνται το εκρηκτικό μίγμα περιθωριοποίησης και εξαθλίωσης που δημιουργεί εστίες κοινωνικής έντασης, απειλώντας άμεσα τη βολή και τα συμφέροντά τους.

Για να αντισταθούμε στον διάχυτο ρατσισμό και την ξενοφοβία δεν αρκεί να καταδικάζουμε φραστικά αυτά τα φαινόμενα και τις συμπεριφορές. Χρειάζεται να οργανώσουμε μαζί με τους μετανάστες τους κοινούς μας αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία, στους χώρους της δουλειάς, στα σχολεία, στις πλατείες και στις γειτονιές μας.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες πρέπει να έχουν πλήρη και καθολικά πολιτικά δικαιώματα και την ελευθερία να επιλέξουν οι ίδιοι την ιθαγένειά τους όχι γιατί, έτσι αφηρημένα, είναι «αδέλφια μας άνθρωποι», αλλά επειδή είναι συγκεκριμένα πρόσωπα, με πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες, που κρατούνται όμηροι σε μια ιδιότυπη «κατάσταση εξαίρεσης», στην γκρίζα ζώνη της κοινωνίας, έρμαια στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση, στη βία, στις διακρίσεις και στον αποκλεισμό. Είναι, με άλλα λόγια, κάτι περισσότερο από ταξικοί μας σύμμαχοι, είναι αναπόσπαστο κομμάτι των από κάτω.

Στηρίζοντας τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των μεταναστών δεν σημαίνει ότι μένουμε ικανοποιημένοι από τη δήθεν «ικανότητα ενσωμάτωσης» της φιλελεύθερης δημοκρατίας ούτε πιστεύουμε πως μια νομοθετική ρύθμιση, όσο «δημοκρατική» κι αν είναι αυτή, μπορεί ποτέ να καταστεί επαρκής συνθήκη για τη λύση των πολύπλοκων προβλημάτων που παράγει και αναπαράγει η πραγματικότητα της ταξικής κοινωνίας στην οποία ζούμε. Δεν κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στα καθημερινά προβλήματα που προκύπτουν από τη συμβίωση όλων μας στον καπιταλιστικό «παράδεισο» των μητροπόλεων. Είναι αυτά τα απτά καθημερινά προβλήματα που δίνουν την ευκαιρία σε όσους ονειρεύονται την εθνοφυλετική «καθαρότητα» να ισχυρίζονται ότι έχουν δίκιο να τα επικαλούνται στην φασιστική προπαγάνδα τους. Όμως, για τα προβλήματα αυτά υπεύθυνοι δεν είναι οι «ξένοι» που ήρθαν εδώ «απρόσκλητοι» για να διαταράξουν την έως τώρα ευτυχισμένη κι όμορφη ζωή μας.

Η υποβάθμιση της καθημερινότητας όλων μας έχει βαθύτερες αιτίες τις οποίες θα πρέπει να αναζητήσουμε στη λυσσαλέα επίθεση των αφεντικών και του κράτους, και στην υποχώρηση των κοινωνικών και ταξικών αγώνων μπροστά στην αναδιάρθρωση του κεφαλαίου προς ένα ευέλικτο μοντέλο συσσώρευσης, στο οποίο όλο και περισσότεροι από εμάς είναι πλέον περιττοί, εμπόδια που πρέπει να παραμεριστούν, να πεταχτούν στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, στα γρανάζια της κοινωνικής πρόνοιας, στις φυλακές ή στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης που τώρα ονομάζονται ανενδοίαστα «χώροι υποδοχής και φιλοξενίας». Μόνο αν καταφέρουμε να ανατρέψουμε αυτά θα μπορέσουμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της δυστυχίας για όλους, ανεξαιρέτως εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής ή τάξης. Η πραγματική διαφορά και η ελευθερία των ανθρώπων θα γίνουν εφικτά μόνο όταν θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τις κοινωνικές σχέσεις, όταν θα καταφέρουμε να απαλλαχτούμε οριστικά από την ηγεμονία του κεφαλαίου και του κράτους.

Αφήσαμε για το τέλος αυτού του επιλόγου μια εξίσου σημαντική με τα όσα έχουν λεχθεί έως τώρα παρατήρηση: η Άκρα Δεξιά παίζει το ρόλο που της αρμόζει μέσα στο όλο πολιτικό σκηνικό. Αλέθει το στάρι για να ζυμώσει η κυβέρνηση ψωμί. Στην προκειμένη, έβαλε το χεράκι της και η ΝΔ, που θέλει να ταΐσει τη δική της εκλογική πελατεία με ψίχουλα αταλάντευτου πατριωτισμού, την ώρα που άλλος ζυμώνει και άλλος ψήνει. Κατάφεραν έτσι όλοι μαζί,  να ψαλιδίσουν ακόμη περισσότερο το ήδη ελλιπές νομοσχέδιο και έτσι να θωρακίσουν για τα επόμενα χρόνια το ελληνικό κράτος με ένα σαφώς ξενόφοβο και συντηρητικό νομικό πλαίσιο.

Από όποια σκοπιά κι αν το εξετάσει κάποιος, το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια και την πολιτογράφηση βασίζεται στην παραδοχή ότι η απόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων προϋποθέτει την πλήρη αφομοίωση και την απεμπόληση της καταγωγής εκ μέρους των αιτούντων* έτσι μένει στην άκρη η φιλελεύθερη ρητορική για την συμβολαιακή πολιτική συγκρότηση που θα αναγνώριζε χωρίς άλλες προϋποθέσεις ως πολίτη τον καθένα που αποδέχεται το Σύνταγμα της χώρας. Επιπλέον σε μια πρώτη ανάγνωση κάποιοι θεωρούν ως μοναδικό «θετικό» σημείο στη φιλοσοφία του νόμου την εγκατάλειψη του «δικαίου του αίματος» όσον αφορά την απόκτηση της ιθαγένειας και την υιοθέτηση του «δικαίου του εδάφους». Ισχυρίζονται ότι αποτελεί μια χαραμάδα για μια πιο «προοδευτική» και «δημοκρατική» αντιμετώπιση του ζητήματος στο μέλλον. Στην πραγματικότητα  δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διαιωνίζει το διαχωρισμό «νόμιμων» και «παράνομων» μεταναστών με φραγμούς και εμπόδια «αστυνομικού» χαρακτήρα, να διαμορφώνει ένα ασφυκτικό πλαίσιο με στόχο τον απόλυτο έλεγχο των όρων απονομής της ιθαγένειας και των πολιτικών δικαιωμάτων από το κράτος.  Η απόπειρα αυτή, που στην ουσία αναιρεί κι αυτήν ακόμα τη μετάβαση από το «δίκαιο του αίματος» στο «δίκαιο του εδάφους», υποδηλώνει μια κυβέρνηση που επιχειρεί να διατηρήσει και τον σκύλο χορτάτο (ρητορεία περί ανθρώπινων δικαιωμάτων) και την πίτα ολόκληρη (εθνική ταυτότητα). Παράλληλα, ενδυναμώνει τον πολιτικό έλεγχο του κράτους πάνω στη φαντασιακή έννοια του «έθνους», καθιστώντας το μόνο αρμόδιο να ορίζει ποιοι ανήκουν σε αυτό και ποιοι όχι.

Αυτά που μέσα από μια απελευθερωτική οπτική θεωρούμε αυτονόητα και για τα οποία πιστεύουμε ότι αξίζει σε αυτή τη φάση να αγωνιστούμε, είναι: νομιμοποίηση τώρα όλων των μεταναστών χωρίς προϋποθέσεις, παροχή ασύλου στους πρόσφυγες, δικαίωμα επιλογής της ελληνικής ιθαγένειας, ίσα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα για όλες και όλους.

‘Όποιος ανέχεται το ρατσισμό στρώνει το δρόμο στο φασισμό

Ας μην ξεχνάμε ότι στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλες και όλοι ξένοι.

 

Αυτόνομο Στέκι

autonomo_steki@yahoo.gr

 

Posted in 0. Προκηρύξεις, έντυπα και εισηγήσεις | Leave a comment

Εισήγηση για το κείμενο : «Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ» του Μ. Λαμπρίδη

Για τον Λαμπρίδη, η παράβαση του νόμου είναι η πιο συνεπής έμπρακτη κριτική των κυρίαρχων θεσμών και της κυρίαρχης ιδεολογίας, στο βαθμό που αυτή γίνεται συνειδητά και κάτω από ένα πρίσμα αξιών, διαφορετικών από αυτές που υπερασπίζει ο ίδιος ο Νόμος: «για ν’ αποφανθούμε αν η παράβαση του Νόμου είναι έμπρακτη κριτική του καθεστώτος, ηθική πράξη, θα πρέπει να εξετάσουμε αφ’ ενός τη συμμετοχή του ΕΓΩ στην πράξη, και αφ’ ετέρου το είδος των αξιών, εν ονόματι των οποίων γίνεται η προσβολή, τις πεποιθήσεις, τις εκτιμήσεις, την ιδεολογία και τους τελικούς στόχους του δράστη.»

Για τον επαναστάτη το Δίκαιο εκφράζει την βούληση της κυρίαρχης τάξης και είναι αξεχώριστο από την ταξική εκμεταλλευτική δομή της κοινωνίας. Το Δίκαιο είναι άδικο. Η νομιμότητα είναι υποταγή στην εκμετάλλευση, είναι η παραδοχή της αδικίας.

Η παράνομη πράξη όταν δεν αποβλέπει στην καταστροφή των υπαρχουσών δομών και τη δημιουργία νέων τρόπων συμβίωσης δεν αποτελεί επαναστατική πράξη.

Οι «ποινικοί» παραβάτες του νόμου, «μολονότι διέπονται από μια ηθική διαφορετική από τον επίσημο νόμο, συγκρουόμενη με αυτόν- δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση κατ’ αρχήν τις βάσεις της συνολικής επίσημης κοινωνίας». Γι’ αυτούς το Δίκαιο δεν είναι ταμπού, ούτε όμως και έκφραση της εξουσίας ενός άδικου πολιτικοκοινωνικού συστήματος. Δεν αμφισβητούν την ίδια την ιδιοκτησία, αλλά θέλουν να γίνουν μέτοχοι σ’ αυτή. Στον Λαμπρίδη η παράβαση ορίζεται σε σύγκρουση με τον νόμο και διαχωρίζεται από το έγκλημα.

Οι κυρίαρχες τάξεις προσπαθούν να αποδώσουν την επαναστατική πράξη σε ψυχοπαθολογία. Με βάση την -πλατιά διαδεδομένη στην Αμερική- αντίληψη περί ψυχασθένειας, «ασθένεια είναι το κοινωνικό απροσάρμοστο. Και ο στόχος της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής είναι να κάμει τους «απροσάρμοστους» να συμμορφωθούν ξανά προς τους κανόνες της κοινωνίας, αυτής εδώ της κοινωνίας». Πρόκειται για την μοναδική εφικτή και ηθικά δικαιωμένη κοινωνία, όπως ισχυρίζεται η ρητορική των διανοούμενων που βρίσκονται στην υπηρεσία των κυρίαρχων τάξεων.

Η εξουσία, για να απογυμνώσει από τα ηθικά της ερείσματα την σύγκρουση με το νόμο, δεν έχει άλλη επιλογή από να την ταυτίσει είτε με το έγκλημα, είτε με την ψυχοπαθολογία: Η επαναστατική στάση είναι ένας συνδυασμός από «θεαματικό σύμπλεγμα» και «συναίσθημα ενοχής» (όπως υποστηρίζει ο R. Allendry.  Η απαξίωση της επαναστατικής στάσης, η ταύτισή της με πράξεις ιδιοτελείς ή ψυχοπαθολογικές δεν έχει μονάχα τον στόχο της συγκρότησης της ευρύτερης –κατά το δυνατόν- συναίνεσης στην καταστολή της αλλά, όπως θα δούμε και πιο κάτω, αποτελεί και η ίδια μια διαδικασία εκλογίκευσης αυτής της καταστολής στα μάτια των ίδιων των κυρίαρχων τάξεων.

Ο Λαμπρίδης υποστηρίζει ότι « η ψυχοπαθολογία δεν επαρκεί για να καλύψει το εκτεταμένο ιστορικό φαινόμενο που είναι η επαναστατική θεωρία και πράξη.» Αντίθετα θεωρεί ότι τόσο οι μεμονωμένες ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, όσο και οι τυπικές «παρεκβάσεις» που συναντώνται στο επαναστατικά κινήματα έχουν ΚΑΙ μια κοινωνιολογική εξήγηση. Από την μία αυτή η εξήγηση έχει να κάνει την αναπαραγωγή της ίδιας της ιδιαίτερης συνθήκης προνομίων διάφορων «ηγεσιών» του επαναστατικού κινήματος μέσα στο υπάρχον σύστημα (πχ ρεφορμιστές, εργατοπατέρες κλπ). Από την άλλη μεριά σχετίζεται με το γεγονός ότι ολόκληρα ρεύματα του επαναστατικού κινήματος « περικλείουν «δυνάμει» την αναπαραγωγή της βασικής σχέσης που χαρακτηρίζει το υπάρχον εκμεταλλευτικό καθεστώς, δηλαδή το διαφορισμό αποφασίζοντος και εκτελούντος, επιτασσόντος και υποτασσόμενου, αφέντη και δούλου.»

Για τον Λαμπρίδη τα συνειδητά κίνητρα είναι τα πραγματικά και επαρκή κίνητρα της επαναστατικής στάσης. Στην ερώτηση από πού πηγάζει και πώς τεκμηριώνεται αυτό το αντιθετικό στο κυρίαρχο αξιακό σύστημα, η απάντηση νομίζουμε  ότι βρίσκεται, αν δούμε αυτή την συγκρότηση του ανταγωνιστικού αξιακού συστήματος ως αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της διαδικασίας της ταξικής αντιπαράθεσης. Μέσα από την δική  τους την εμπειρία, τόσο την ατομική όσο και αυτή που καταγράφεται ως συλλογική μνήμη, οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι βιώνουν την αδικία που απορρέει από το κυρίαρχο Δίκαιο, αποκομίζοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ότι η μη παραδοχή της αδικίας περνάει μέσα από την σύγκρουση με το Νόμο.

Το συναίσθημα ενοχής γεννιέται μέσα μας όταν έχουμε συναίσθηση ότι σφάλαμε, ότι παραβήκαμε κάποιον κανόνα από έναν κώδικα που για μας έχει θετική αξία. Με άλλα λόγια σε ό,τι αφορά την συγκεκριμένη προβληματική το συναίσθημα ενοχής δημιουργείται εφόσον το κυρίαρχο Δίκαιο έχει εσωτερικευθεί από τους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους/ καταπιεζόμενους.

Όσο καταρρέει η εσωτερίκευση του Νόμου, όσο το Δίκαιο παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια των από κάτω ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ένα σύστημα αξιών που εκφράζει και στηρίζει την ταξική και εκμεταλλευτική δομή της κοινωνίας, τόσο το αίσθημα ενοχής εκμηδενίζεται. Μιλάμε ακριβώς για εκείνες τις περιόδους κατά τις οποίες η Εξουσία χάνει την κοινωνική της νομιμοποίηση και στηρίζεται όλο και πιο πολύ στο φόβο της τιμωρίας για να εδραιώσει την θέση της μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό. Είναι οι περίοδοι που η καταστολή παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διατήρηση του υπάρχοντος από την συναίνεση. Πρόκειται ακριβώς για εκείνες τις περιόδους στην διάρκεια των οποίων η επαναστατική δυνατότητα εμφανίζεται στο προσκήνιο.

Αν και ο επαναστάτης δεν διακατέχεται από συναίσθημα ενοχής( αφού η σύγκρουση με τον Νόμο οδηγεί για αυτόν στην άρση της αδικίας), είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο να βρεθεί στην κατάσταση της Αντινομίας, όχι φυσικά με τους εξωτερικούς νόμους, αλλά μ’ ένα άλλο αξιακό ρυθμιστικό σύστημα, αντιθετικό προς αυτούς. Όταν τα μέσα που χειρίζεται ο επαναστάτης ή οι οργανωτικές μορφές που παίρνει το επαναστατικό κίνημα δεν ταυτίζονται με τους σκοπούς του και το απελευθερωτικό περιεχόμενο που το ίδιο το επαναστατικό κίνημα αποδέχεται για τον εαυτό του, υπάρχει ο κίνδυνος «επιδιώκοντας κανείς να δώσει ανθρώπινο σχήμα στην ύπαρξη, να χάσει ο ίδιος την ανθρώπινη υπόσταση»

Αυτό το σχίσμα ανάμεσα στα μέσα  και τους σκοπούς, στις μορφές και το περιεχόμενο, είναι μια ακόμα εξήγηση σε σχέση με τις «παρεκβάσεις» του επαναστατικού φαινομένου, είτε αυτές αφορούν την ιεραρχικές/ εξουσιαστικές  «παρεκβάσεις», είτε τις μηδενιστικές/ ατομικιστικές. Όταν από την επαναστατική διαδικασία χαθεί η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση και τα ηθικά ερείσματα, είναι πολύ πιο εύκολο να αναπαραχθούν οι εξουσιαστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν το υπάρχον εκμεταλλευτικό καθεστώς.

Ως Εκλογίκευση ορίζεται η διαδικασία που ασυνείδητα αντικαθιστά τα πραγματικά και απορριπτέα ηθικά κίνητρα με ψευδή και ηθικά αποδεκτά. Από  την μεριά των κυρίαρχων τάξεων παίρνει μια «συλλογική» διάσταση μέσα από το ίδιο το Δίκαιο και το Νόμο. Το Δίκαιο δεν επικαλείται τα πραγματικά κίνητρα των κυρίαρχων τάξεων, αλλά προσπαθεί να  τα αντικαταστήσει με ηθικά κίνητρα που να είναι αποδεκτά από όλη την κοινωνία.  Για να μπορέσει όμως το κράτος να εμφανίσει το Δίκιο σαν κάτι που προστατεύει τα καθολικά κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα και όχι ως αυτό που είναι, δηλαδή  «η νομική και επίσημη έκφραση της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας μιας τάξης πάνω στα λοιπά στρώματα του πληθυσμού», πρέπει να  εξασφαλίσει για όλα τα μέλη της κοινωνίας τους στοιχειώδεις όρους ύπαρξης.

Είναι μέσα στις δομές της Εξουσίας που ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες μπορούν να βρουν μέσω της εκλογίκευσης το ασφαλές  και νομιμοποιημένο περιβάλλον για να εκφράσουν, χωρίς  τον φόβο της τιμωρίας μάλιστα, τις σαδιστικές τους τάσεις, τις εγκληματικές παρορμήσεις, τη θηριωδία, οχυρωμένες πίσω από την ιδεολόγημα  της προστασίας του νόμου και της τάξης.

Ο ρόλος της αστικής διανόησης είναι ακριβώς να συμβάλει στην εκλογίκευση των όποιων συναισθημάτων ενοχής έχει η αστική τάξη και οι φυσικοί της φορείς για την αθλιότητα της εκμετάλλευσης πάνω στην οποία στηρίζει τα προνόμια της. Εγείρεται λοιπόν «το θέμα της ηθικής και πνευματικής αθλιότητας μιας τάξης που δεν είναι δυνατόν να της διαφεύγει η βασική αλήθεια ότι η ωραία ζωή της θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση άλλων ανθρώπων». Για να μπορέσει  να αντέξει την ηθική και πνευματική της κατάπτωση η αστική τάξη έχει ανάγκη, όπως είπαμε παραπάνω, να αποδομήσει το ηθικό έρεισμα και την συνειδητή επιλογή της επαναστατικής στάσης, των αρνητών του καπιταλισμού.

Τα πρόσφατα παραδείγματα είναι πολλά: από την στάση των διανοουμένων απέναντι στην εξέγερση του περσινού Δεκέμβρη, μέχρι τους διανοούμενους- υπερασπιστές των εκδόσεων ΑΓΡΑ.

Το Δίκαιο, για να μπορέσει να εξασφαλίσει τους κοινωνικούς όρους μέσα στους οποίους πραγματοποιείται η εκμετάλλευση, πρέπει να εμφανίζεται ως αταξικό. Να στέκεται «αμερόληπτα» απέναντι στους «κοινωνικούς εταίρους», που εμφανίζονται απέναντι του ως άτομα ή ως πολίτες ενός έθνους, και όχι ως ταξικά υποκείμενα συσχετιζόμενα μεταξύ τους με κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας. Αποκρύπτοντας τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ισονομίας και της ισότητας.

Το Δίκαιο είναι επίσης πεδίο καταγραφής των ταξικών συσχετισμών. Όταν αυτοί οι συσχετισμοί ανατρέπονται προς την μια ή την άλλη μεριά, το υφιστάμενο Δίκαιο υπόκειται σε μια έμπρακτή κριτική μέχρι να ισορροπήσει στην καταγραφή των νέων ταξικών συσχετισμών. Παρόλα αυτά το Δίκαιο ως καταγραφή των ταξικών συσχετισμών παραμένει ετεροβαρές: υποβαθμίζει τους συσχετισμούς υπέρ των εκμεταλλευόμενων και ενισχύει τους συσχετισμούς υπέρ των εκμεταλλευτών.

Το κράτος, ως  μορφή  οργάνωσης της αστικής τάξης, για να μπορέσει να διαφυλάξει τους εκμεταλλευτικούς όρους της, προσπαθεί να συγκροτήσει όχι μόνο το μονοπώλιο της βίας, το οποίο στηρίζεται πάνω στο Δίκαιο, αλλά και το μονοπώλιο της έμπρακτης κριτικής του ίδιου του Δικαίου, δηλαδή της κατάλυσης του νόμου, όταν αυτός είναι ασύμβατος με τα συμφέροντα που το κράτος εκπροσωπεί.

Η αντίφαση του κράτους να καταλύει το Δίκαιο – από το οποίο εννοείται ότι πηγάζει και η νομιμοποίηση του- «λύνεται» μέσω της εκλογίκευσης που ακούει στο όνομα « σωτηρία της πατρίδας».

Στα πλαίσια της παρουσίασης “Η Σύγκρουση με το Νόμο” του Μ. Λαμπρίδη από της ομάδα της Αυτοδιαχειριζόμενης Δανειστικής Βιβλιοθήκης.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Leave a comment

Για τον Μανόλη Λαμπρίδη στα πλαίσια της παρουσίασης “Η Σύκρουση με το Νόμο”.

Καταρχάς, δυο λόγια για τον Μανόλη Λαμπρίδη.

Και πριν προχωρήσω, να σημειώσω ότι τα στοιχεία γι’ αυτή την παρουσίαση αντλήθηκαν από το αφιέρωμα στον Μανόλη Λαμπρίδη, στο 64ο τεύχος του περιοδικού Σημειώσεις.

Το πραγματικό όνομα του Λαμπρίδη ήταν Λεοντάρης.

Γεννημένος στη Σάμο το 1920, σπούδασε νομικά, οικονομία και πολιτικές επιστήμες στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Από πολύ νέος συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα της εποχής, στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, μαζί με τον Καστοριάδη, τον Λαυραντώνη και τον Στανίτσα. Με τα λόγια του ίδιου: «Θεωρώ τύχη αγαθή για την πνευματική μου συγκρότηση και εξέλιξη το ότι συνέβη να μην έχω προηγούμενη θητεία στον σταλινισμό. Η αποτίναξη της δουλείας ενός σταλινικού παρελθόντος είναι μια περιπέτεια· και αφήνει συνήθως και κάποια κουσούρια. Τον καιρό που άλλοι συνομήλικοι, αλλά και νεότεροι, έκαναν “καριέρα” μέσα στην ΕΟΝ του Μεταξά και στα κατηχητικά, εμείς έτυχε να πέσομε πάνω στην Προδομένη Επανάσταση του Τρότσκι…».

Μέσα από τις σελίδες των περιοδικών που συνεργάστηκε κατά καιρούς, όπως το Μαρξιστικό δελτίο, οι Μαρτυρίες, η Κριτική, η Επιθεώρηση τέχνης, ο Σπάρτακος, οι Σημειώσεις κ.ά., ο «αιρετικός» και ανυπότακτος Λαμπρίδης έδωσε τη δική του μάχη από τα χαρακώματα μιας ανυποχώρητης αφοσίωσης στην ελευθερία. Μακριά από κάθε βόλεμα –ούτε σε κόμμα, ούτε στην υπηρεσία του κράτους και της αγοράς– διατήρησε στεντόρεια την κριτική φωνή του, αρνούμενος να συμβιβαστεί με κάθε είδους ρεφορμισμό.

Ο Λαμπρίδης κατάφερε με αξιοθαύμαστο σθένος να μη συνθλιβεί στις συμπληγάδες της κυρίαρχης ιδεολογίας και της κομματικής ορθοδοξίας. Παρέμεινε ηθικά αλώβητος έχοντας ως ασπίδα την οξεία κριτική του σκέψη, τη διαύγεια του πνεύματος και την παθιασμένη στράτευσή του στον αγώνα για την ελευθερία και την κοινωνική επανάσταση. Η στάση του διέπεται, σύμφωνα με τον ίδιο, «από την ασυμφιλίωτη αντίθεση τόσο προς τον καπιταλιστικό κόσμο, φασιστικό ή δημοκρατικό, όσο και προς αυτό που λέμε σταλινισμό ή γραφειοκρατία». Παρά τις όποιες εσφαλμένες εκτιμήσεις και τη μονομέρεια της σκέψης που μπορεί να του καταλογίσουμε σήμερα, ιδιαίτερα όσον αφορά την εμμονή του στους μαρξιστικούς όρους της επανάστασης και την τεχνική πρόοδο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη συνεπή στάση που τήρησε μέχρι το πέρας της ζωής του το 2002. Στους χαλεπούς καιρούς που πολλοί πρώην επαναστάτες επέλεξαν είτε τη μονήρη απόσυρση στα νεφελώματα της καθαρής σκέψης είτε την ενσωμάτωση στους πάσης φύσεως μηχανισμούς εξουσίας, ο Λαμπρίδης στάθηκε πεισματικά ακέραιος και αυτόνομος, πρεσβεύοντας ακλόνητα την αναγκαιότητα της επανάστασης.

Το τίμημα για την απείθεια που επέδειξε στις κυρίαρχες ιδεολογικές προσταγές και για την αυτονομία της σκέψης του, το οποίο εν γνώσει του κλήθηκε να καταβάλει, ήταν να παραμείνει στην αφάνεια, αν και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές στοχαστές της γενιάς του.

Στο έργο του, που διατυπώνεται με τη μορφή του δοκιμίου, έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους οι έννοιες εκείνες που έμελλε να αποτελέσουν τον βασικό άξονα ολόκληρης της σκέψης του.

Η αλλοτρίωση, η «ψευδής συνείδηση», η πραγμοποίηση είναι οι θεμελιώδεις έννοιες με τις οποίες ο Λαμπρίδης, επηρεασμένος από τον Λούκατς, αποπειράται να ερμηνεύσει τις ιδεολογικές παραμέτρους του καπιταλισμού. Τον απασχολεί ιδιαίτερα η συγκρότηση της επαναστατικής συνείδησης, και η δυνατότητα ύπαρξης μιας αληθούς συνείδησης, που θα υπερβαίνει τη φενάκη της αστικής ιδεολογίας.

Αυτή η «μεταρρύθμιση της συνείδησης», όπως την αποκαλούσε ο Μαρξ στα νεανικά του χειρόγραφά, δεν είναι εφικτή χωρίς την αποδόμηση και την ανατροπή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά και κάθε ιδεολογίας της κυριαρχίας. Έτσι, η απομύθευση των ιδεολογιών, και η κριτική του πνευματικού φετιχισμού, οποιασδήποτε προέλευσης, τίθεται σαν επιτακτικό καθήκον του επαναστάτη και ο Λαμπρίδης θα επιλέξει να επικεντρωθεί σε αυτόν τον αγώνα, ασχολούμενος με ζητήματα της τέχνης, της φιλοσοφίας και του Δικαίου, σε μια προσπάθεια να επανασυνδέσει την επαναστατική θεωρία με την πράξη.

Ο Λαμπρίδης επεσήμανε ότι η ιδεολογία δεν είναι απλώς «ψευδής συνείδηση», δηλαδή συγκαλυμμένη πίσω από ιδεολογικές μορφές έκφραση των δεδομένων κοινωνικών (ταξικών) σχέσεων, ένα είδος «εκλογίκευσης» της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, μια απλή αντανάκλαση των παραγωγικών σχέσεων, αλλά και μια κοσμοθεώρηση που μέσα στις δεδομένες συνθήκες του καπιταλισμού διαμορφώνει ενεργά το πράττειν, εγκλωβίζοντας το υποκείμενο σε έναν συγκεκριμένο πραγματιστικό ορίζοντα προσδοκιών όσον αφορά στην αληθινή χειραφέτησή του.

Το αστικό Κράτος αποτελεί την υπέρτατη ιδεολογική κατασκευή μιας κοινωνίας που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στα ατομικά δικαιώματα. Αυτή η ψευδεπίγραφη ισότητα όλων απέναντι στο Νόμο που ουσιαστικά συγκαλύπτει την αναγωγή του ειδικού συμφέροντος μιας τάξης σε καθολικό συμφέρον της κοινωνίας, προσπαθεί να υπερβεί δηλαδή τις εγγενείς αντινομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, διαμορφώνει την «ψευδή συνείδηση». Έτσι το κράτος παρουσιάζεται ως αντικειμενική συνθήκη που συναρθρώνει το κοινό συμφέρον και διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, κατέχοντας αποκλειστικά το δικαίωμα στην παραγωγή νόμων και στην άσκηση βίας που απορρέει από αυτό. Ως θεσμική βία, δηλαδή μέσο που επιβάλει το νόμο, η βία του κράτους είναι ταυτοχρόνως και η ίδια η μορφή ύπαρξης του κράτους, το οποίο καταστέλλει την ελευθερία προς χάρη της δικής του έννομης τάξης, δηλαδή της αναπαραγωγής των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.

«Ως τελική δικαίωση της αναίρεσης της ελευθερίας προβάλλεται η ιδέα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε: “φετιχισμός του Κράτους”. Η ύπαρξη του Κράτους, τουλάχιστον με τις σημερινές ιστορικές του μορφές, είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη της ελευθερίας.» Αυτή η διαπίστωση του Λαμπρίδη τον οδηγεί να γράψει αλλού ότι «μια παραπέρα επιδίωξη της ελευθερίας, η καθολική απελευθέρωση της κοινωνίας, είναι ρήξις δικαίου».

Πλησιάζουμε τώρα στον πυρήνα της αποψινής συζήτησης για την επαναστατική συνείδηση και το νόμο. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για μια σχέση σύγκρουσης, τόσο στο επίπεδο της συνείδησης, ως απενοχοποίηση, όσο και στο επίπεδο της πράξης, ως έμπρακτη κριτική του δικαίου, δηλαδή ως επαναστατική πράξη. Είναι προφανές απ’ αυτά που μόλις ειπώθηκαν, ότι η ολότητα του υποκειμένου είναι διαλεκτική και μόνον ο «φετιχισμός των ιδεών» είναι εκείνος που μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε την υπόσταση ως διαχωρισμένη σε «σκέψη» και «πράξη», υποκείμενο και αντικείμενο.

Το κείμενο «Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής», με αφορμή το οποίο οργανώσαμε την αποψινή συζήτηση, είναι ένα κείμενο του 1975, γραμμένο σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο, με την ανάμνηση της δικτατορίας ακόμη πολύ νωπή. Η εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και η κατάλυση του αστικού δικαίου, εκ μέρους της κυρίαρχης τάξης, ήταν η αφορμή για να αναπτύξει ο Λαμπρίδης τις θέσεις του για το Δίκαιο και να αποδείξει με ισχυρά επιχειρήματα ότι το Δίκαιο, σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι αστοί, δεν είναι μια άχρονη πάγια οντότητα αλλά μια κατασκευή που υπόκειται στη δυναμική της ταξικής πάλης. Όταν δεν μπορεί να προσφέρει αυτά που εγγυάται, το Δίκαιο απογυμνώνεται από τον ιδεολογικό του πέπλο και εκπίπτει σε ρητορικές δικαιολογίες που προσπαθούν να διασώσουν το status quo. Υπάρχει πάντοτε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ο εσωτερικός ή εξωτερικός «εχθρός» που απειλεί την υπόσταση της υπό το κράτος κοινωνίας, την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών, που αναγκάζει τους κυρίαρχους να καταλύσουν το Δίκαιο που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει.

Αν η σκέψη του Λαμπρίδη παραμένει για μας επίκαιρη μέχρι σήμερα, εν μέσω της πολύμορφης κρίσης και της ταξικής πόλωσης που συνεχώς οξύνονται, είναι διότι μπορεί να χρησιμεύσει ως πυξίδα στη δική μας πορεία, τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική. Μας παρέχει τα κατάλληλα εκείνα εργαλεία σκέψης με τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το κράτος έκτακτης ανάγκης που σήμερα προσπαθεί να εδραιώσει, μέσω των εκλεπτυσμένων ιδεολογικών μηχανισμών αλλά και με την ωμή βία αστυνομικού χαρακτήρα, τη διαταραγμένη συναίνεση στην κυριαρχία του κεφαλαίου, αυτό που εν ολίγοις αποκαλούμε «κρίση».

Αναμφίβολα, στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του κειμένου του Λαμπρίδη, ο νεο-φιλελευθερισμός, η παγκοσμιοποίηση και η αποδιάρθρωση του φορντιστικού/ κεϋνσιανού μοντέλου που αποτελεί ταυτόχρονα και κρίση νομιμοποίησης του ρόλου των κομμάτων, των συνδικάτων και γενικότερα της αντιπροσώπευσης, έχουν διαμορφώσει ένα διαφορετικό περιβάλλον κοινωνικού ανταγωνισμού. Παρά τις όποιες σημαντικές διαφορές ωστόσο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι δύο αυτές ιστορικές στιγμές, είναι σημεία που υποδηλώνουν την αρχή και το τέλος μιας εποχής, αυτής που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «εποχή της μεταπολίτευσης». Ο μεταπολιτευτικός κύκλος κλείνει με μια παταγώδη κατάρρευση, με τα ερείπια του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού να δεσπόζουν διάσπαρτα στο θολό τοπίο.

Σήμερα, οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι πλέον υποχρεωμένες να καταφεύγουν στο ύστατο μέσο της κατάλυσης του πολιτεύματος προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, αφού μπορούν τώρα να χειραγωγούν τις συνειδήσεις με βιοπολιτικά μέσα, με την ιδεολογία της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» να ηγεμονεύει στο φαντασιακό των καταναλωτών-πολιτών. Ο κίνδυνος για τους κυρίαρχους παραμένει ωστόσο η συγκρότηση μιας αρνητικής συνείδησης που εναντιώνεται έμπρακτα στις προσταγές τους. Και η συνείδηση αυτή δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη ιδεολογική σύλληψη, μια κατάσταση του πνεύματος, αλλά η συνείδηση που γεννιέται διαλεκτικά μέσα από τους καθημερινούς αγώνες για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Ένα λαμπρό τέτοιο παράδειγμα ήταν η δεκεμβριανή εξέγερση κατά τη διάρκεια της οποίας η συνείδηση των εξεγερμένων υποκείμενων αμφισβήτησε ριζικά το Δίκαιο και αψήφησε το φόβο για την τιμωρία του νόμου, ανατρέποντας έστω και προσωρινά την κυριαρχία του.

Απομένει σε μας, λοιπόν, να δικαιώσουμε την επαναστατική ελπίδα που με μαχητικό πάθος κράτησε άσβεστη ο Λαμπρίδης. Να δώσουμε σχήμα και μορφή σε έναν διαφορετικό κόσμο, όχι σαν μια άμορφη μάζα που υποκινούμενη από την αναγκαιότητα εξωθείται στο προσκήνιο της ιστορίας, αλλά σαν επαναστάτες με συνείδηση για τον ατομικό μας ρόλο μέσα στην καθολική κίνηση. Είναι για μας βέβαιο ότι το κίνημα για την απελευθέρωση θα δικαιώσει εκ των υστέρων τους αγώνες που άνθρωποι σαν τον Λαμπρίδη στήριξαν με το παράδειγμά τους. Η μνήμη τους συντηρεί ακατάσβεστη τη φλόγα και την επιθυμία να πραγματώσουμε στο παρόν την επανάσταση. Η παρατεταμένη βαθιά κρίση επιβεβαιώνει ότι οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν ωριμάσει, το ίδιο καλείται να πράξει και η συνείδησή μας ξεπερνώντας κάθε φραγμό και ψευτοδίλημμα που θέτει το ήδη υπάρχον ως μοναδική δυνατότητα.

Στα πλαίσια της παρουσίασης “Η Σύγκρουση με το Νόμο” του Μ. Λαμπρίδη από της ομάδα της Αυτοδιαχειριζόμενης Δανειστικής Βιβλιοθήκης.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Comments Off on Για τον Μανόλη Λαμπρίδη στα πλαίσια της παρουσίασης “Η Σύκρουση με το Νόμο”.

Η απόλυση της διπλανής πόρτας

«…σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ…»

Για μια ακόμα φορά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το αστείρευτο θράσος των αφεντικών.Ο  εργαζόμενος των εκδόσεων  ΑΓΡΑ Ντίνος Παλαιστίδης κάνοντας χρήση του δικαιώματος του να καταφύγει στην επιθεώρηση εργασίας, για να διεκδικήσει την διευθέτηση ζητημάτων που αφορούσαν τις συνθήκες εργασίας, ως απάντηση από τον ιδιοκτήτη Πετσόπουλο λαμβάνει την απόλυσή του.

Αυτή ήταν η κατάληξη των προσπαθειών του εργαζόμενου που επί μήνες επιχείρησε να επιλύσει τα προβλήματα που υπήρχαν ερχόμενος σε συνεννόηση με τον εργοδότη του.Αψηφώντας τους χαλεπούς καιρούς στους εργασιακούς χώρους διεκδικεί το αυτονόητο, να τηρούνται τα συμπεφωνημένα της εργασιακής του σχέσης μέσα στην επιχείρηση από τον κ. Πετσόπουλο.Ο ιδιοκτήτης της ΑΓΡΑΣ αγνόησε κάθε προφορικό ή γραπτό του αίτημα.Καταφεύγοντας ο Ντίνος Παλαιστίδης σε εξώδικο ζητώντας να λάβει απαντήσεις για τα ζητήματα που είχαν προκύψει λαμβάνει απ την πλευρά της εργοδοσίας επίσης εξώδικο στο οποίο καταγγέλλεται (μετά από 5 χρόνια!!) ως κακός υπάλληλος με αντισυμβατική συμπεριφορά.                Ο Ντίνος Παλαιστίδης μη αποδεχόμενος την μοίρα του απολυμένου διεκδικεί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του στις εκδόσεις ΑΓΡΑ και τον σύλλογο βιβλίου χάρτου την επαναπρόσληψή του. Ένα μήνα τώρα με απεργίες και συγκεντρώσεις έξω από τις εκδόσεις, παρεμβάσεις σε άλλα βιβλιοπωλεία κλπ. ο Σύλλογος της διπλανής πόρτας (δηλ. Ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου και Χάρτου), διεκδικεί  την επαναπρόσληψη του απολυμένου Ντίνου Παλαιστίδη γιατί είναι μια εκδικητική και καταχρηστική απόλυση, αλλά και με δεδομένο ότι ο Ντίνος έχει σταθεί αγωνιστικά στο πλάι δεκάδων συναδέλφων που βρέθηκαν κατά καιρούς σε παρόμοια με αυτόν θέση. Στο πλευρό του βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή δεκάδες εργατικά σωματεία, εργατικές και πολιτικές συλλογικότητες, απλοί εργαζόμενοι. Καθημερινά δεκάδες e-mails και fax διαμαρτυρίας, φτάνουν στα γραφεία των εκδόσεων ΑΓΡΑ, ζητώντας την ανάκληση της απόλυσης του Ντίνου.

Όλο αυτό το κύμα αλληλεγγύης και διαμαρτυρίας θορύβησε το αφεντικό της ΑΓΡΑΣ οδηγώντας το σε σπασμωδικές κινήσεις. Άνοιξε blog με σκοπό την υπεράσπιση της πράξης του(…) επιχειρώντας να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που είναι διάχυτο. Έβαλε τους συνεργάτες του -ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών- που έχει και προσωπικές σχέσεις μαζί τους,(που τους έχει τυπώσει και κάποια βιβλία και του είναι και υποχρεωμένοι) να τον στηρίξουν δημόσια. Βάλανε λοιπόν τις επώνυμες τζίφρες τους, που έχουν και ένα κάποιο βάρος(;) στο χαρτί  και η ΑΓΡΑ αντεπιτέθηκε!!!. Τι κι αν κάποιοι από αυτούς δηλώνουν αριστεροί και συνδικαλιστές, έσπευσαν να τον υποστηρίξουν, ανταποδίδοντάς του την υποχρέωση κι ας μην έχουν εκ των πραγμάτων καμιά γνώση των συνθηκών εργασίας των υπαλλήλων που βάζουν πλάτη για να εκδοθούν τα μεγαλόσχημα βιβλία τους.

Αν τα αφεντικά έχουν τα φιλαράκια τους: πολιτικούς, δικαστές, δημοσιογράφους, κάποιους ανθρώπους της «διανόησης», εμείς οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι τί έχουμε πέρα από τον αγώνα και την αλληλεγγύη;

 

Ÿ Κανένας μας δεν πρέπει να είναι μόνος του απέναντι στην αυθαιρεσία και την τρομοκρατία των αφεντικών.

Ÿ Να ανακληθεί άμεσα η απόλυση του Ντίνου Παλαιστίδη από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ

 

Αυτόνομο Στέκι

Autonomo_steki@yahoo.gr

Posted in 0. Προκηρύξεις, έντυπα και εισηγήσεις | Leave a comment