Καταρχάς, δυο λόγια για τον Μανόλη Λαμπρίδη.
Και πριν προχωρήσω, να σημειώσω ότι τα στοιχεία γι’ αυτή την παρουσίαση αντλήθηκαν από το αφιέρωμα στον Μανόλη Λαμπρίδη, στο 64ο τεύχος του περιοδικού Σημειώσεις.
Το πραγματικό όνομα του Λαμπρίδη ήταν Λεοντάρης.
Γεννημένος στη Σάμο το 1920, σπούδασε νομικά, οικονομία και πολιτικές επιστήμες στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Από πολύ νέος συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα της εποχής, στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, μαζί με τον Καστοριάδη, τον Λαυραντώνη και τον Στανίτσα. Με τα λόγια του ίδιου: «Θεωρώ τύχη αγαθή για την πνευματική μου συγκρότηση και εξέλιξη το ότι συνέβη να μην έχω προηγούμενη θητεία στον σταλινισμό. Η αποτίναξη της δουλείας ενός σταλινικού παρελθόντος είναι μια περιπέτεια· και αφήνει συνήθως και κάποια κουσούρια. Τον καιρό που άλλοι συνομήλικοι, αλλά και νεότεροι, έκαναν “καριέρα” μέσα στην ΕΟΝ του Μεταξά και στα κατηχητικά, εμείς έτυχε να πέσομε πάνω στην Προδομένη Επανάσταση του Τρότσκι…».
Μέσα από τις σελίδες των περιοδικών που συνεργάστηκε κατά καιρούς, όπως το Μαρξιστικό δελτίο, οι Μαρτυρίες, η Κριτική, η Επιθεώρηση τέχνης, ο Σπάρτακος, οι Σημειώσεις κ.ά., ο «αιρετικός» και ανυπότακτος Λαμπρίδης έδωσε τη δική του μάχη από τα χαρακώματα μιας ανυποχώρητης αφοσίωσης στην ελευθερία. Μακριά από κάθε βόλεμα –ούτε σε κόμμα, ούτε στην υπηρεσία του κράτους και της αγοράς– διατήρησε στεντόρεια την κριτική φωνή του, αρνούμενος να συμβιβαστεί με κάθε είδους ρεφορμισμό.
Ο Λαμπρίδης κατάφερε με αξιοθαύμαστο σθένος να μη συνθλιβεί στις συμπληγάδες της κυρίαρχης ιδεολογίας και της κομματικής ορθοδοξίας. Παρέμεινε ηθικά αλώβητος έχοντας ως ασπίδα την οξεία κριτική του σκέψη, τη διαύγεια του πνεύματος και την παθιασμένη στράτευσή του στον αγώνα για την ελευθερία και την κοινωνική επανάσταση. Η στάση του διέπεται, σύμφωνα με τον ίδιο, «από την ασυμφιλίωτη αντίθεση τόσο προς τον καπιταλιστικό κόσμο, φασιστικό ή δημοκρατικό, όσο και προς αυτό που λέμε σταλινισμό ή γραφειοκρατία». Παρά τις όποιες εσφαλμένες εκτιμήσεις και τη μονομέρεια της σκέψης που μπορεί να του καταλογίσουμε σήμερα, ιδιαίτερα όσον αφορά την εμμονή του στους μαρξιστικούς όρους της επανάστασης και την τεχνική πρόοδο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη συνεπή στάση που τήρησε μέχρι το πέρας της ζωής του το 2002. Στους χαλεπούς καιρούς που πολλοί πρώην επαναστάτες επέλεξαν είτε τη μονήρη απόσυρση στα νεφελώματα της καθαρής σκέψης είτε την ενσωμάτωση στους πάσης φύσεως μηχανισμούς εξουσίας, ο Λαμπρίδης στάθηκε πεισματικά ακέραιος και αυτόνομος, πρεσβεύοντας ακλόνητα την αναγκαιότητα της επανάστασης.
Το τίμημα για την απείθεια που επέδειξε στις κυρίαρχες ιδεολογικές προσταγές και για την αυτονομία της σκέψης του, το οποίο εν γνώσει του κλήθηκε να καταβάλει, ήταν να παραμείνει στην αφάνεια, αν και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές στοχαστές της γενιάς του.
Στο έργο του, που διατυπώνεται με τη μορφή του δοκιμίου, έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους οι έννοιες εκείνες που έμελλε να αποτελέσουν τον βασικό άξονα ολόκληρης της σκέψης του.
Η αλλοτρίωση, η «ψευδής συνείδηση», η πραγμοποίηση είναι οι θεμελιώδεις έννοιες με τις οποίες ο Λαμπρίδης, επηρεασμένος από τον Λούκατς, αποπειράται να ερμηνεύσει τις ιδεολογικές παραμέτρους του καπιταλισμού. Τον απασχολεί ιδιαίτερα η συγκρότηση της επαναστατικής συνείδησης, και η δυνατότητα ύπαρξης μιας αληθούς συνείδησης, που θα υπερβαίνει τη φενάκη της αστικής ιδεολογίας.
Αυτή η «μεταρρύθμιση της συνείδησης», όπως την αποκαλούσε ο Μαρξ στα νεανικά του χειρόγραφά, δεν είναι εφικτή χωρίς την αποδόμηση και την ανατροπή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά και κάθε ιδεολογίας της κυριαρχίας. Έτσι, η απομύθευση των ιδεολογιών, και η κριτική του πνευματικού φετιχισμού, οποιασδήποτε προέλευσης, τίθεται σαν επιτακτικό καθήκον του επαναστάτη και ο Λαμπρίδης θα επιλέξει να επικεντρωθεί σε αυτόν τον αγώνα, ασχολούμενος με ζητήματα της τέχνης, της φιλοσοφίας και του Δικαίου, σε μια προσπάθεια να επανασυνδέσει την επαναστατική θεωρία με την πράξη.
Ο Λαμπρίδης επεσήμανε ότι η ιδεολογία δεν είναι απλώς «ψευδής συνείδηση», δηλαδή συγκαλυμμένη πίσω από ιδεολογικές μορφές έκφραση των δεδομένων κοινωνικών (ταξικών) σχέσεων, ένα είδος «εκλογίκευσης» της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, μια απλή αντανάκλαση των παραγωγικών σχέσεων, αλλά και μια κοσμοθεώρηση που μέσα στις δεδομένες συνθήκες του καπιταλισμού διαμορφώνει ενεργά το πράττειν, εγκλωβίζοντας το υποκείμενο σε έναν συγκεκριμένο πραγματιστικό ορίζοντα προσδοκιών όσον αφορά στην αληθινή χειραφέτησή του.
Το αστικό Κράτος αποτελεί την υπέρτατη ιδεολογική κατασκευή μιας κοινωνίας που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στα ατομικά δικαιώματα. Αυτή η ψευδεπίγραφη ισότητα όλων απέναντι στο Νόμο που ουσιαστικά συγκαλύπτει την αναγωγή του ειδικού συμφέροντος μιας τάξης σε καθολικό συμφέρον της κοινωνίας, προσπαθεί να υπερβεί δηλαδή τις εγγενείς αντινομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, διαμορφώνει την «ψευδή συνείδηση». Έτσι το κράτος παρουσιάζεται ως αντικειμενική συνθήκη που συναρθρώνει το κοινό συμφέρον και διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, κατέχοντας αποκλειστικά το δικαίωμα στην παραγωγή νόμων και στην άσκηση βίας που απορρέει από αυτό. Ως θεσμική βία, δηλαδή μέσο που επιβάλει το νόμο, η βία του κράτους είναι ταυτοχρόνως και η ίδια η μορφή ύπαρξης του κράτους, το οποίο καταστέλλει την ελευθερία προς χάρη της δικής του έννομης τάξης, δηλαδή της αναπαραγωγής των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.
«Ως τελική δικαίωση της αναίρεσης της ελευθερίας προβάλλεται η ιδέα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε: “φετιχισμός του Κράτους”. Η ύπαρξη του Κράτους, τουλάχιστον με τις σημερινές ιστορικές του μορφές, είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη της ελευθερίας.» Αυτή η διαπίστωση του Λαμπρίδη τον οδηγεί να γράψει αλλού ότι «μια παραπέρα επιδίωξη της ελευθερίας, η καθολική απελευθέρωση της κοινωνίας, είναι ρήξις δικαίου».
Πλησιάζουμε τώρα στον πυρήνα της αποψινής συζήτησης για την επαναστατική συνείδηση και το νόμο. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για μια σχέση σύγκρουσης, τόσο στο επίπεδο της συνείδησης, ως απενοχοποίηση, όσο και στο επίπεδο της πράξης, ως έμπρακτη κριτική του δικαίου, δηλαδή ως επαναστατική πράξη. Είναι προφανές απ’ αυτά που μόλις ειπώθηκαν, ότι η ολότητα του υποκειμένου είναι διαλεκτική και μόνον ο «φετιχισμός των ιδεών» είναι εκείνος που μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε την υπόσταση ως διαχωρισμένη σε «σκέψη» και «πράξη», υποκείμενο και αντικείμενο.
Το κείμενο «Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα ενοχής», με αφορμή το οποίο οργανώσαμε την αποψινή συζήτηση, είναι ένα κείμενο του 1975, γραμμένο σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο, με την ανάμνηση της δικτατορίας ακόμη πολύ νωπή. Η εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και η κατάλυση του αστικού δικαίου, εκ μέρους της κυρίαρχης τάξης, ήταν η αφορμή για να αναπτύξει ο Λαμπρίδης τις θέσεις του για το Δίκαιο και να αποδείξει με ισχυρά επιχειρήματα ότι το Δίκαιο, σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι αστοί, δεν είναι μια άχρονη πάγια οντότητα αλλά μια κατασκευή που υπόκειται στη δυναμική της ταξικής πάλης. Όταν δεν μπορεί να προσφέρει αυτά που εγγυάται, το Δίκαιο απογυμνώνεται από τον ιδεολογικό του πέπλο και εκπίπτει σε ρητορικές δικαιολογίες που προσπαθούν να διασώσουν το status quo. Υπάρχει πάντοτε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ο εσωτερικός ή εξωτερικός «εχθρός» που απειλεί την υπόσταση της υπό το κράτος κοινωνίας, την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών, που αναγκάζει τους κυρίαρχους να καταλύσουν το Δίκαιο που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει.
Αν η σκέψη του Λαμπρίδη παραμένει για μας επίκαιρη μέχρι σήμερα, εν μέσω της πολύμορφης κρίσης και της ταξικής πόλωσης που συνεχώς οξύνονται, είναι διότι μπορεί να χρησιμεύσει ως πυξίδα στη δική μας πορεία, τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική. Μας παρέχει τα κατάλληλα εκείνα εργαλεία σκέψης με τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το κράτος έκτακτης ανάγκης που σήμερα προσπαθεί να εδραιώσει, μέσω των εκλεπτυσμένων ιδεολογικών μηχανισμών αλλά και με την ωμή βία αστυνομικού χαρακτήρα, τη διαταραγμένη συναίνεση στην κυριαρχία του κεφαλαίου, αυτό που εν ολίγοις αποκαλούμε «κρίση».
Αναμφίβολα, στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του κειμένου του Λαμπρίδη, ο νεο-φιλελευθερισμός, η παγκοσμιοποίηση και η αποδιάρθρωση του φορντιστικού/ κεϋνσιανού μοντέλου που αποτελεί ταυτόχρονα και κρίση νομιμοποίησης του ρόλου των κομμάτων, των συνδικάτων και γενικότερα της αντιπροσώπευσης, έχουν διαμορφώσει ένα διαφορετικό περιβάλλον κοινωνικού ανταγωνισμού. Παρά τις όποιες σημαντικές διαφορές ωστόσο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι δύο αυτές ιστορικές στιγμές, είναι σημεία που υποδηλώνουν την αρχή και το τέλος μιας εποχής, αυτής που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «εποχή της μεταπολίτευσης». Ο μεταπολιτευτικός κύκλος κλείνει με μια παταγώδη κατάρρευση, με τα ερείπια του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού να δεσπόζουν διάσπαρτα στο θολό τοπίο.
Σήμερα, οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι πλέον υποχρεωμένες να καταφεύγουν στο ύστατο μέσο της κατάλυσης του πολιτεύματος προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, αφού μπορούν τώρα να χειραγωγούν τις συνειδήσεις με βιοπολιτικά μέσα, με την ιδεολογία της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» να ηγεμονεύει στο φαντασιακό των καταναλωτών-πολιτών. Ο κίνδυνος για τους κυρίαρχους παραμένει ωστόσο η συγκρότηση μιας αρνητικής συνείδησης που εναντιώνεται έμπρακτα στις προσταγές τους. Και η συνείδηση αυτή δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη ιδεολογική σύλληψη, μια κατάσταση του πνεύματος, αλλά η συνείδηση που γεννιέται διαλεκτικά μέσα από τους καθημερινούς αγώνες για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Ένα λαμπρό τέτοιο παράδειγμα ήταν η δεκεμβριανή εξέγερση κατά τη διάρκεια της οποίας η συνείδηση των εξεγερμένων υποκείμενων αμφισβήτησε ριζικά το Δίκαιο και αψήφησε το φόβο για την τιμωρία του νόμου, ανατρέποντας έστω και προσωρινά την κυριαρχία του.
Απομένει σε μας, λοιπόν, να δικαιώσουμε την επαναστατική ελπίδα που με μαχητικό πάθος κράτησε άσβεστη ο Λαμπρίδης. Να δώσουμε σχήμα και μορφή σε έναν διαφορετικό κόσμο, όχι σαν μια άμορφη μάζα που υποκινούμενη από την αναγκαιότητα εξωθείται στο προσκήνιο της ιστορίας, αλλά σαν επαναστάτες με συνείδηση για τον ατομικό μας ρόλο μέσα στην καθολική κίνηση. Είναι για μας βέβαιο ότι το κίνημα για την απελευθέρωση θα δικαιώσει εκ των υστέρων τους αγώνες που άνθρωποι σαν τον Λαμπρίδη στήριξαν με το παράδειγμά τους. Η μνήμη τους συντηρεί ακατάσβεστη τη φλόγα και την επιθυμία να πραγματώσουμε στο παρόν την επανάσταση. Η παρατεταμένη βαθιά κρίση επιβεβαιώνει ότι οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν ωριμάσει, το ίδιο καλείται να πράξει και η συνείδησή μας ξεπερνώντας κάθε φραγμό και ψευτοδίλημμα που θέτει το ήδη υπάρχον ως μοναδική δυνατότητα.
Στα πλαίσια της παρουσίασης “Η Σύγκρουση με το Νόμο” του Μ. Λαμπρίδη από της ομάδα της Αυτοδιαχειριζόμενης Δανειστικής Βιβλιοθήκης.