Δευτέρα 14 Μαϊου: Βιβλιοπάρουσιαση “3 και 1 κείμενα”

Posted in 9. Άλλων | Leave a comment

Τρίτη 1 Μάη : Απεργιακή- Αλληλέγγυα Κουζίνα στο Αυτόνομο Στέκι Baruti

Απεργιακή- Αλληλέγγυα Κουζίνα στο Αυτόνομο Στέκι Baruti
Την Τρίτη 1 Μάη (από τις 15:00 και μετά) θα πραγματοποιηθεί στο Αυτόνομο Στέκι  (Ζ. Πηγής 85-97 & Ισαύρων, Εξάρχεια) Απεργιακή Αλληλέγγυα Κουζίνα στο Αυτόνομο Στέκι Βέροιας Baruti.
Επειδή γίναμε μπαρούτι με την καταστολή που επεφύλαξε στο αυτόνομο στέκι στη Βέροια, το Μπαρούτι, το κράτος μετά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου(συλλήψεις, ,εισβολή στον ενοικιαζόμενο χώρο όπου στεγάζεται το στέκι , δίκες συντρόφων με βάση μαρτυρίες φασιστών), η απεργιακή πρωτομαγιάτικη κουζίνα στο αυτόνομο στέκι, θα έχει το χαρακτήρα της έμπρακτης αλληλεγγύης προς τους συντρόφους από το Μπαρούτι, στους οποίους και θα δοθούν τα έσοδα από το κουτί. Θα σμίξουμε πάνω από τις κατσαρόλες η κουζίνα των ανέργων και η συλλογική κουζίνα της τετάρτης
Υ.Γ. Κι όπως πάντα κανείς σε μαγαζιά, στηρίζοντας έτσι την απεργιακή κινητοποίηση του σωματείου σερβιτόρων-μαγείρων και των υπόλοιπων εργαζόμενων στον κλάδο του επισιτισμού
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: Συλλογική Κουζίνα Ανέργων, Συλλογική Κουζίνα της Τετάρτης

Posted in 7. Μαγειρέματα | Leave a comment

ΧΡΥΣΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Το έδαφος το λείαιναν εδώ και αρκετό καιρό. Τα μ.μ.ε. μας τα΄πρηζαν για τους κρυμμένους θησαυρούς της ελληνικής υπαίθρου, διάφοροι καλοπληρωμένοι ειδικοί ανέλυαν ποσοστά κερδοφορίας και οι αναρίθμητοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης φορούσαν το μανδύα της αγανάκτησης, διερωτώμενοι πως σε τέτοιους καιρούς κρίσης και δοκιμασίας αφήνουμε τόσους θησαυρούς ανεκμετάλλευτους. Οι θησαυροί στην προκειμένη περίπτωση είναι τα κοιτάσματα μετάλλων, που διάφοροι από τους ωραιότερους ορεινούς όγκους έχουν την ατυχία να κρύβουν στο εσωτερικό τους. Το ξένο και ελληνικό κεφάλαιο θεώρησε λοιπόν ότι αρκετά με τη λείανση του εδάφους, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την καταστροφή του.

Η αρχή έγινε με τη Βόρειο – Ανατολική Χαλκιδική. Εκεί όπου μιάμιση δεκαετία πριν υπήρξαν σφοδρότατες και μακροχρόνιες συγκρούσεις των κατοίκων με τους μπάτσους, ενάντια στην καταστροφή του βουνού και των χωριών τους από τις ληστρικές ορέξεις της tvx gold. Η Ελληνικός Χρυσός, θυγατρική της πολυεθνικής Eldorado Gold Co. και με σημαντικότερο εκ των μετόχων της την Ελλάκτωρ του γνωστού Μπόμπολα, έχοντας ήδη πάρει το οκ από την ελληνική κυβέρνηση, για τη γενικότερη λεηλάτηση της περιοχής, μάζεψε στις 20 Μάρτη, 500 μελλοντικούς εργαζόμενους στα ορυχεία της και έχοντας για επικεφαλής τον αντιδήμαρχο του δήμου Αριστοτέλη, επιτέθηκε στους περίπου 30 κατοίκους που, προσπαθώντας να αποτρέψουν την έναρξη των εργασιών, βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο φυλάκιο του όρους Κάκκαβος, πυρπόλησε το ξύλινο φυλάκιο, τραυμάτισε 6 από τους κατοίκους και έστειλε και έναν από αυτούς στο νοσοκομείο, με σοβαρά τραύματα.

Οι καιροί κρίσης είναι μια ευκαιρία, κυρίως ώστε αυτοί που έχουν πολλά να αποκτήσουν ακόμη περισσότερα. Γλυτώνοντας π.χ. τα έξοδα από την εκμίσθωση τραμπούκων, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους εργαζομενούς σου γι΄αυτό το ρόλο. Η πενία κάμπτει άλλωστε τις όποιες αναστολές. Κάπως έτσι το σκέφτηκε, κυνικά πλην ορθά, στιςbusiness δε χωράνε άλλωστε συναισθηματισμοί, η Ελληνικός Χρυσός και ετοιμάστηκε για την υλοποίηση των σχεδίων της. Που με λίγα λόγια είναι το ξεκοίλιασμα του συγκεκριμένου βουνού (το οποίο φιλοξενεί ένα εξαιρετικής βιοποικιλότητας δάσος οξιάς και βελανιδιάς καθώς και μεγάλους σχετικά πληθυσμούς άγριας ζωής), τη δημιουργία τεράστιων τοξικών λάκκων, την επιμόλυνση όλων των νερών της περιοχής με τοξικά απόβλητα, τον εμπλουτισμό της θάλασσας με αρσενικό, και αφότου ολοκληρωθεί η αφαίρεση του χρυσού και χαλκού από το βουνό, το χτίσιμο ενός δεύτερου ορεινού όγκου, σε μια συγκινητική ομολογουμένως επίδειξη οικολογικής ανταποδοτικότητας, αποτελούμενο από μπάζα και τοξικά απόβλητα, σε αντικατάσταση πιθανότατα του παλιού βουνού.

Οι αυτόχθονες όμως δείχνουν να συνειδητοποιούν ότι ως είθισται, η «ανάπτυξη του τόπου μας» σημαίνει πολλά λεφτά για το κεφάλαιο και καταστροφή για τον τόπο και έτσι μετά από μια 3μερη κατάληψη του δημαρχείου, βρέθηκαν στις 30 Μάρτη, να περικυκλώνουν το δημαρχείο και μετά από πολύωρες συγκρούσεις με τις δυνάμεις των ΜΑΤ, που έσπευσαν όπως και τις προηγούμενες μέρες να προστατέψουν τα συμφέροντα των επενδυτών, έδιωξαν από το χωριό δήμαρχο και αντιδήμαρχο, οι οποίοι αποχώρησαν, για την ατομική τους προστασία, με την κλούβα των μπάτσων. Λίγες μέρες πριν, το Δασαρχείο Αρναίας είχε κρίνει παράνομη την παρουσία των μηχανημάτων της Ελληνικός Χρυσός στο βουνό, κάτι που ανάγκασε την εταιρεία να αποσύρει τους εργαζόμενους/τραμπούκους της όχι όμως και τα διάφορα μηχανήματα και κοντέινέρ της.

Η έκβαση αυτού του πλιάτσικου στη Β.Α. Χαλκιδική είναι πολύ σημαντική για το κεφάλαιο. Δρομολογούνται άλλωστε παρόμοια ξεκοιλιάσματα βουνών στη Ροδόπη, το Πάϊκο, το Κιλκίς και τον Έβρο. Καθώς και αποψίλωση των σημαντικότερων ορεινών όγκων της Ελλάδος για να τοποθετηθούν ανεμογεννήτριες, εκχώρηση δασών και βουνών στις business των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μια γενικότερη λεηλασία του φυσικού κόσμου στο όνομα της ανάπτυξης και της παρούσας κρίσης. Γι΄αυτό ακριβώς και ο αγώνας των κατοίκων της Β.Α. Χαλκιδικής δεν αφορά μόνο αυτούς, το δάσος τους και την όποια οικολογική μας ανησυχία. η επιτυχία των σχεδίων των πολυεθνικών και των υπεργολάβων στις Σκουριές της Χαλκιδικής θα ανοίξει το δρόμο για την ευρύτερη πλιατσικολόγηση των ανθρώπινων κοινοτήτων και του φυσικού κόσμου. Όπως –ανεξαρτήτως των οιοδήποτε επιμέρους συμφερόντων- ο αγώνας των κατοίκων της Κερατέας και νωρίτερα της Λευκίμμης, παρήγαγε ένα ισχυρό παράδειγμα, σχετικά με την ικανότητα ανόρθωσης αναχωμάτων στην καταστροφική επέλαση των επενδυτών, έτσι και ο αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής δύναται να είναι ένα ισχυρό μήνυμα ελπίδας στο ζοφερό μέλλον που ετοιμάζεται για όλους μας.

Οι κάτοικοι της Μεγάλης Παναγιάς και της Ιερισσού και των γύρω χωριών της Χαλκιδικής δεν πρέπει να μείνουν μόνοι. η έκβαση του αγώνα τους μας αφορά όλους, τις κοινοτητές μας, τις πόλεις, τα βουνά και τα δάση. Η αντίσταση στις αδηφάγες ορέξεις ντόπιων και ξένων επενδυτών που αντιλαμβάνονται την κρίση σαν το πλέον πρόσφορο πεδίο λεηλάτησης ανθρώπινων και φυσικών πόρων, είναι μονόδρομος. Όπως και η αλληλεγγύη μας σε όσες κόντρα στους εκβιασμούς της προελαύνουσας ένδειας συνεχίζουν να αγωνίζονται για τις ζωές, τα δάση και τα νερά τους, για το δικαίωμα δηλαδή στην αξιοπρεπή ζωή.

Το Ντουλάπι, Δίκτυο για την Τροφοσυλλογική Δράση, 

tontoulapi.espivblogs.net

 

 

Posted in 8. Υλικό Ομάδων στο Στέκι | Leave a comment

Παρασκευή, 27 Απριλίου, 20:30 : No ticket cinema: Shame του Steve McQueen

No ticket cinema: Shame
Την Παρασκευή 27 Απριλίου στις 20.30 στο Αυτόνομο Στέκι (Ζ. Πηγής 95-97 & Ισαύρων) θα προβληθεί η ταινία του Steve McQueen «Shame»

Ο Μπράντον είναι γύρω στα 30, ζει στην Νέα Υόρκη και δεν μπορεί να χειριστεί την σεξουαλική του ζωή. Όταν η ιδιότροπη νεότερη αδερφή του μετακομίζει στο διαμέρισμά του, ο κόσμος του Μπράντον εκτροχιάζεται.Ο σκηνοθέτης Στιβ ΜακΚουίν, συνεργάζεται ξανά με τον Μάικλ Φασμπέντερ . 

Posted in 5. Προβολές | Leave a comment

Το Δικαίωμα στην Αντίσταση στην Πολιτική Σκέψη του John Locke

Είδαμε πως το πέρασμα από την φυσική κατάσταση στην πολιτική κοινωνία έχει ως απαράβατη προϋπόθεση του την πολιτική αλλοτρίωση των αρχικών φορέων της πολιτικής εξουσίας, καθώς αυτοί εκχωρούν την ικανότητα ερμηνείας και εφαρμογής του φυσικού νόμου στα νεοδημιουργηθέντα και διακριτά, προς τους ίδιους, σώματα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Για να κατανοήσουμε την αντίληψη του Locke για το δικαίωμα αντίστασης του λαού απέναντι στους φορείς αυτής της εξουσίας, καθίσταται απαραίτητη η ταυτόχρονη κατανόηση του ειδικού τύπου σχέσης που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στους κυβερνώντες και του κυβερνώμενους. Από τη φύση, το εύρος και το περιεχόμενο που θα λάβει αυτός ο πολιτικός ομφάλιος λώρος που συστήνει την πολιτική κοινότητα θα εξαρτηθεί και η φύση, το εύρος και το περιεχόμενο του δικαιώματος του λαού να λέει «όχι» στον φορέα της εξουσίας, ανατρέποντας την υφιστάμενη πολιτειακή οργάνωση.

 

α) Η πολιτική εξουσία ως καταπίστευμα  

 

Στη βάση της σκέψης του Locke για τον τρόπο διαμόρφωσης της πολιτικής εξουσίας μετά από το πέρασμα στην πολιτική κοινωνία βρίσκεται η ιδέα της «εμπιστοσύνης» («trust»). Με αυτή δεν νοείται μόνο η ισότητα όλων των ανθρώπων ως φορέων του φυσικού νόμου κατά τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, αλλά πρωτίστως αφορά τον τρόπο δόμησης της σχέσης που οφείλει να διέπει τους φορείς της πολιτικής εξουσίας και όσους την υφίστανται. Συγκεκριμένα, η έννοια του «trust», η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ως τεχνικός νομικός όρος, περιγράφει μια ειδικού τύπου σύμβαση που είναι πιο γνωστή με τον όρο «καταπίστευμα».[1] Στη σύμβαση του καταπιστεύματος παρέχεται η εξουσιοδότηση προς ορισμένα πρόσωπα ή φορείς να διαχειρίζονται μια ιδιοκτησία, της οποίας μετατρέπονται σε νόμιμους κατόχους, αλλά πάντα προς όφελος των όσων παρείχαν της εξουσιοδότηση. Έτσι, οι ενέργειες και οι αποφάσεις του φορέα της σχετικής εξουσίας οφείλουν να βρίσκονται πάντα εντός των ορίων που έχει διαγράψει η βούληση των εξουσιοδοτούντων και να εκτελούνται με στόχο την προαγωγή του δικού τους καλού. Ταυτόχρονα, οι πάροχοι της εξουσιοδότησης δεν απεμπολούν το δικαίωμα ανάκλησης ή ακύρωσης της σύμβασης σε περίπτωση που κρίνουν ότι η εμπιστοσύνη έχει αρθεί, οπότε και επιβάλλεται η επιστροφή της αρχικά μεταβιβασθείσας ιδιοκτησίας στους ίδιους. Αυτή ακριβώς η φόρμουλα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αλλά και δυνατότητας άρσης της, φαίνεται ότι αποτελεί την πρώτη ύλη που οργανώνει την εξουσία από τη στιγμή της συγκρότησης των κυβερνητικών οργάνων της πολιτικής κοινότητας. Οι άνθρωποι-φορείς του φυσικού νόμου αποχωρίζονται την εξουσία που διαθέτουν στη φυσική κατάσταση, αναθέτοντας την στα τρίτα ως προς τους ίδιους κυβερνητικά όργανα, όχι όμως με τη μορφή της εν λευκώ εξουσιοδότητσης, αλλά του σαφούς καθορισμού του περιεχομένου, του σκοπού και των απώτατων ορίων της. Οι φορείς της εξουσίας οφείλουν να την ασκούν μονάχα για την προστασία και την προαγωγή της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας των εντολέων τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί η εξουσία αυτή να είναι απόλυτη και αυθαίρετη ως προς αυτούς επί των οποίων ασκείται., αλλά οφείλει να παραμένει αυστηρά εντός των ορίων που τίθενται και για την εξυπηρέτηση των σκοπών που έχουν ήδη ορισθεί από τους αρχικούς κατόχους της. Συνεπώς, ο ιδιαίτερος νομικοπολιτικός χαρακτήρας που συνδέει τους κυβερνώντες με τον κυβερνώμενο λαό, σαφώς εμπνευσμένος από το πνεύμα των συναλλακτικών ηθών που οφείλει να ακολουθείται στις εμπορικές συμβάσεις, αποτελεί την πηγή από την οποία εκβάλλει ομαλά ο δικαιωματικός χαρακτήρας που λαμβάνει η αντίσταση στην αυθαιρεσία της εξουσίας.[2] Η παραβίαση των όρων της σύμβασης εξ ενός των συμβαλλόμενων μερών ενεργοποιεί τα δικαιώματα υπαναχώρησης ή ακύρωσης του συμβατικού δεσμού και τη σύναψη νέου με διαφορετικό αντισυμβαλλόμενο μέρος. Ή μεταφράζοντας τη νομικού τύπου σύσταση της εξουσιαστικής σχέσης σε τρέχοντες πολιτικού όρους, το δικαίωμα αντίστασης και εναντίωσης στην πολιτική εξουσία ασκείται νόμιμα από το λαό εξαιτίας της αυθαίρετης ή καταχρηστικής τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων του ηγεμόνα ή του νομοθέτη. Η εξουσία που εκχωρήθηκε σε αυτούς επιστρέφει στον αφετηριακό της φορέα, ο οποίος καθίσταται ικανός να προβεί στην εκ νέου ανάθεση της για την συγκρότηση της νέας κυβέρνησης. Αλλά ας δούμε το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος της αντίστασης, όπως σκιαγραφείται στη σκέψη του Locke.

 

β) Από την αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας στο δικαίωμα στην αντίσταση      

 

Αν η διάρρηξη της συμβατικού τύπου σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του λαού και των κυβερνώντων ενεργοποιεί το δικαίωμα αντίστασης, οι περιπτώσεις που κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει χώρα παίρνουν τη μορφή της παραβίασης του περιεχομένου του, με κύριο μέλημα την υποχρέωση προστασίας της ιδιοκτησίας, της υπέρβασης των ορίων της εξουσίας της προνομίας, του σφετερισμού, δηλαδή της παράνομης μεταβολής του προσώπου του κυβερνήτη, αλλά όχι των μορφών και των κανόνων της κυβέρνησης, της παράνομης άσκησης βίας κατά του λαού κ.α. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θεωρείται ότι συντρέχουν οι λόγοι που καθιστούν την αντίσταση νόμιμη και θεμιτή, εφόσον πληρείται μια ακόμη βασική προϋπόθεση, αυτή της απουσίας δυνατότητας προσφυγής σε αμερόληπτη δικαστική κρίση, ικανή να επιλύσει την διαφορά που έχει προκύψει. Δηλαδή, στο βαθμό που η παραβίαση του αρχικού πολιτειακού συμβολαίου δεν μπορεί να επιλυθεί με δικαστικά μέσα, έτσι ώστε να αποκατασταθεί ομαλά η τρωθείσα συμβολαιακή τάξη, τότε μόνο καθίσταται επιτρεπτή η αντίσταση στην αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας.[3] Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπογραμμίσουμε τον ρητό αντιφορμαλισμό της σκέψης του Locke, αφού αξιώνει η δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια να είναι ουσιαστική και όχι ψευδεπίγραφη, λόγω προφανούς διαστροφής της δικαιοσύνης και απροκάλυπτης παρερμηνείας των νόμων.[4]

Ωστόσο, στην περίπτωση της άσκησης παράνομης βίας επί του λαού αυτομάτως το δικαίωμα της αντίστασης ενεργοποιείται και η άσκηση του καθίσταται θεμιτή, μιας και οι κυβερνώντες με αυτή την πράξη τους έθεσαν τον εαυτό τους σε εμπόλεμη κατάσταση προς το λαό. Έτσι, κατά τον Locke, «σε όλες τις καταστάσεις και συνθήκες η αληθινή θεραπεία της αυθαίρετης βίας είναι η βίαιη αντίσταση».[5]

Ωστόσο, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπου σε θεωρητικό επίπεδο κατασκευάζοντας ένα επιχείρημα μπορούμε να πούμε ότι η αντίσταση και ο ξεσηκωμός του λαού είναι δίκαιος, είναι το «ποιος» θα κρίνει το πότε αυτές οι περιπτώσεις όντως συντρέχουν στην πράξη. Με άλλα λόγια «ποιος θα κρίνει πότε η εξουσία αυτή ασκείται ορθά;». Η απάντηση που δίνει ο Locke είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση που δεν υπάρχει άλλος επίγειος κριτής, ικανός να λύσει τη διαφορά, είναι ο ίδιος ο λαός που θα κρίνει για το άδικο και το παράνομο της άσκησης της εξουσίας επικαλούμενος ταυτόχρονα τον ουρανό. Η προσφυγή στον ουρανό, αναγκαία προϋπόθεση για την ένθεη σκέψη του Locke, ουσιαστικά συνιστά έμμεση αναγνώριση της πραγματικής βούλησης του ίδιου του λαού ως την απώτατη πηγή της πολιτικής αντίστασης στην εξουσία. Είναι η ίδια η ανθρώπινη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών που θα αποφανθεί για το δίκαιο ή το άδικο, το αυθαίρετο ή το σύννομο της εξουσίας, όπως αυτή η βούληση αποτυπώνεται στο πλαίσιο ενός πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων προς την εκχωρηθείσα εξουσία των ηγεμόνων. Το ίδιο ισχύει και για τον προσδριορισμό του κατάλληλου χρόνου μιας τέτοιας προσφυγής στον ουρανό, μιας και σε αυτήν την περίπτωση είναι η βούληση των αδικημένων που επωμίζεται το έναυσμα της αντίστασης, επικαλούμενη την εκ των υστέρων μόνο κρίση της από το Θεό. Δηλαδή, αρκεί η πλειονότητα του λαού να πεισθεί και να συνειδητοποιήσει ότι οι νόμοι του, η ζωή του, η περιουσία του ή η θρησκεία του απειλούνται για να αντισταθεί στην άνομη βία που κρίνει ότι ασκείται σε βάρος του.

 

γ) Από το δικαίωμα στην αντίσταση στη νέα πολιτειακή οργάνωση   

 

Η αναγνώριση ενός τέτοιου τύπου δικαιώματος στην αντίσταση εκ μέρους του Locke, το οποίο να περιλαμβάνει την δυνατότητα της βίαιης αντεπίθεσης στην παράνομη βία που δέχεται ο λαός και μάλιστα με μοναδικό κριτή και εγγυητή του χρόνου και του τρόπου άσκησης του τον ίδιο το λαό, ήταν απολύτως λογικό να συνιστά τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο για τους μοναρχικούς και γενικά συντηρητικούς κύκλους της Αγγλίας του 17ου αιώνα. Η αναμενόμενη ένσταση απέναντι σε μια τέτοια παραχώρηση ήταν ο άμεσος κίνδυνος διαρκούς κατάλυσης των πολιτευμάτων μέσα από λαϊκές εξεγέρσεις που θα έμοιαζαν με τη μονιμοποίηση του πολύ πρόσφατου εμφύλιου πολέμου, όταν «ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω» και επικράτησε η σύγχυση και το κοινωνικό χάος. Πράγματι, απέναντι σε ένα τέτοιο αντεπιχείρημα προσπαθεί να πάρει θέση ο Locke, υπερασπιζόμενος την αναγνώριση του δικαιώματος του λαού στην αντίσταση. Ωστόσο, για να το καταφέρει αυτό οδηγείται, σχεδόν ταυτόχρονα με την αναγνώριση του, στον σταδιακό περιορισμό της ισχύος και του εύρους της αναδομητικής δύναμης της λαϊκής αντίστασης. Οι περιορισμοί της ικανότητας του αντιστέκεσθαι μπορούν να επιμεριστούν σε συγκυριακού και δομικού χαρακτήρα .

Πράγματι, ο Locke στο πλαίσιο της ανωτέρω πολεμικής δεν διστάζει να καθησυχάσει την αντίπαλη πλευρά κάνοντας λόγο για έναν εγγενή «συντηρητισμό» του λαού, ο οποίος τον αποτρέπει από την εξέγερση, ωθώντας τον στην διατήρηση του ήδη δεδομένου.[6] Ο λαός, βάσει αυτής της προβληματικής, δεν τείνει προς την αμφισβήτηση της εγκαθιδρυμένης εξουσίας ακόμη και αν παραβιάζονται τα δικαιώματα ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού ή ακόμη και όταν τελούνται μεμονωμένες πράξεις αυθαιρεσίας εις βάρος του. Εφόσον η γενική τάση του τρόπου της διακυβέρνησης τον βρίσκει σύμφωνο, ο λαός είναι πρόθυμος να ανεχθεί επιμέρους ατασθαλίες και καταχρήσεις και όντας αρκετά αδιάφορος δεν παρασύρεται στο σύνολο του από φωνές ταραχοποιών και εξεγερμένα πνεύματα που τον καλούν σε πολιτική ανυπακοή. Αντίθετα, αυτό που μπορεί να γενικεύσει τον λαϊκό ξεσηκωμό είναι μια μακρά διαδοχή αυθαίρετων πράξεων, οι οποίες σε βάθος χρόνου δείχνουν ότι τα πολιτικά πράγματα οδηγούνται προς τον δεσποτισμό και την υποδούλωση. Μόνο όταν η παραβίαση των όρων και των ορίων του καταπιστεύματος λάβει χώρα κατά τρόπο συστηματικό ο λαός οδηγείται στην ενεργό αντίσταση με στόχο την ανάκτηση της απαλλοτριωθείσας εξουσίας του. Ωστόσο, στη σκέψη του Locke η στιγμή της λαϊκής εξέγερσης είναι κάτι που στην πράξη σπανίζει, αλλά και κάτι που μπορεί σχετικά εύκολα να αποφευχθεί από τους ηγεμόνες, αρκεί αυτοί να προσέχουν να μην οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα. Οι συνετοί ηγεμόνες κατά τον Locke είναι αυτοί που γνωρίζουν να διαχειρίζονται τις άνομες πράξεις τους αποτρέποντας την τελικά αρνητική λαϊκή ετυμηγορία. Αν παρόλα αυτά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο λαός βρει το θάρρος και τη συνείδηση που απαιτείται για το συνολικό ξεσηκωμό του, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να αρνηθούμε το θεμιτό χαρακτήρα του και ο Locke θα ήταν ο τελευταίος που θα συνηγορούσε στην καταδίκη ή την καταστολή αυτής της λαϊκής αντίστασης.

Πέρα όμως από τους ανωτέρω, συγκυριακού μάλλον τύπου, περιορισμούς επί του δικαιώματος στην αντίσταση, η σκέψη του Locke φαίνεται να εγγράφει σε αυτό και ορισμένους δομικούς παράγοντες που το οριοθετούν και εν τέλει το περιστέλλουν. Συγκεκριμένα, η αντίσταση στην κατεστημένη πολιτική εξουσία φαίνεται να θεωρείται θεμιτή μόνο σε περίπτωση παραβίασης των ήδη τεθειμένων όρων του καταπιστεύματος και όχι στην περίπτωση της επίκλησης ριζικά διακριτών αξιών και πολιτικών αντιλήψεων για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Έτσι, κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτή η κοινωνική αντίσταση που θα προέτασσε τον άδικο, απάνθρωπο και ανήθικο χαρακτήρα των ίδιων των όρων του συμβολαίου και όχι απλά την αυθαίρετη ερμηνεία τους ή την καταχρηστική εφαρμογή τους; Τι χώρος υπάρχει εντός του λοκιανού δικαιώματος στην αντίσταση για τον οραματισμό και την πρόταξη του ριζικά νέου; Ο ίδιος τύπου περιορισμός μοιάζει να αναφαίνεται και στην περίπτωση που η κοινωνική εξέγερση στέφθηκε με επιτυχία και η αρχικά εκχωρηθείσα εξουσία επέστρεψε στον αρχικό της φορέα. Σε μια τέτοια περίπτωση τί δυνατότητα υπάρχει για το πολιτικό σώμα να λειτουργήσει ως θεσμίζουσα δύναμη ενός τρόπου οργάνωσης ριζικά διακριτού από τους προηγούμενους; O Locke πράγματι αφήνει κάποιο περιθώριο επιλογής της μορφής της νέας πολιτείας, ιδίως ως προς το φορέα άσκησης της νομοθετικής εξουσίας.[7]. Αλλά στην πράξη τί περιθώριο υπάρχει για μια πολιτική δημιουργία χωρίς θεσμούς αντιπροσώπευσης, τη λογική του θεσμικού βάρους και αντίβαρου, τον ουσιαστικά ανέλεγκτο χαρακτήρα της εκτελεστικής εξουσίας, την έμμισθη σχέση ή την πρωτοκαθεδρία της ατομικής ιδιοκτησίας;[8] Ίσως τα ίδια τα φυσικοδικαϊκά θεμέλια του δικαιώματος στην αντίσταση,[9] που αρχικά του προσδίδουν την ριζοσπαστική του δυναμική, να λειτουργούν ως μια καταστατική τροχοπέδη για την δύναμη της πολιτικής δημιουργίας του κοινωνικού σώματος, εγγράφοντας την εξεγερσιακή του δράση σε ένα φαυλοκυκλικό σχήμα που αν και γνωρίζει εξάρσεις αντίστασης και λαϊκής οργής, μοιάζει προορισμένο να επιστρέφει σε διαφορετικές αποχρώσεις πάνω σε έναν ήδη σχεδιασμένο πολιτικό καμβά.[10]

 

 


[1]βλ.John Dunn, Λοκ, μτφρ. Γιώργος Ν. Πολίτης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σ. 70-77.  John Locke, Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως, μτφρ-εισαγ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Πόλις, Αθήνα 2010, § 110, 149, 156, 171, 221-222, 231, 239, 242.

[2]Για μια τέτοια αντιστοιχία μεταξύ των επιμέρους συναλλακτικών σχέσεων των ιδιωτών και της φύσης των σχέσεων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων βλ. Αυτ., σ. 280.

[3]Αυτ., σ. 251-252 και τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που δίνονται εκεί.

[4]Αυτ., σ. 20.

[5]Αυτ., σ. 210.

[6]Αυτ., σ. 264.

[7]Αυτ., σ. 282.

[8]Για να μην πούμε για την ανοχή ή την πραγματική αναγνώριση της αθεΐας και του ριζικά εκκοσμικευμένου θεμελίου της πολιτικής κοινότητας, βλ. John Dunn, Λοκ, ό.π., σ. 79.

[9]όπως αυτά ερμηνεύονται από τη σκέψη του Locke.

[10]Για μια παρεμφερή ερμηνεία βλ. Γιώργος Τ. Ρούσης, Το Κράτος. Από τον Μακιαβέλι στον Βέμπερ., Γκοβόστης,  Αθήνα χ.χ. σ. 85.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Leave a comment

Η ιδιοκτησία, η εργασία και το χρήμα στον Locke

Η ιδιοκτησία, η εργασία και το χρήμα δεν αποτελούν απλά κομβικά σημεία της σκέψης του Locke, αλλά ένα συγκεκριμένο σχήμα μέσα από το οποίο η ιδιοκτησία συγκροτείται σε ένα από τα πιο βασικά δικαιώματα του ανθρώπου βάζοντας έτσι τις βάσεις για όλη την φιλελεύθερη σκέψη.

Ο Locke ξεκινάει την σκέψη του προσπαθώντας να προσδιορίσει την φυσική κατάσταση στην οποία  βρισκόταν ο άνθρωπος πριν συγκροτήσει πολιτικές κοινωνίες. Πριν δηλαδή αποχωριστεί το δικαίωμα να ερμηνεύει και να εφαρμόζει ο ίδιος τον φυσικό Νόμο μέσα από τον Λόγο και το εκχωρήσει σε μια συγκροτημένη πλέον πολιτική κοινωνία μέσω των θετικών νόμων και της διακυβέρνησης.

Το πέρασμα από την φυσική κατάσταση στην πολιτική κοινωνία έχει να κάνει για τον Locke με το ξεπέρασμα της εμπόλεμης κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι όταν κάποιοι από αυτούς παραβίαζαν το φυσικό νόμο και με τον τρόπο αυτό ωθούσαν κάποιους άλλους στην αυτοδικία. Έτσι για την αποτροπή του πολέμου είναι αναγκαία η αποδοχή μιας κοινά αποδεκτής υπεράνω αρχής η οποία έχει το δικαίωμα, με όργανο τους νόμους να επιλύσει τις διαφορές. Ακριβώς πάνω σ’ αυτό τον διαχωρισμό στηρίζεται και η συγκρότηση του Κράτους.

Σε αυτή την φυσική  κατάσταση, ο Locke αναγνωρίζει ότι η φύση και οι πόροι που αυτή εμπεριέχει είναι μια κοινή κληρονομιά όλων των ανθρώπων: «κανείς δεν διαθέτει εξ’ αρχής ιδιωτική κυριότητα να αποκλείει τους υπόλοιπους ανθρώπους από οποιοδήποτε προϊόν της φύσης, όπως αυτό παραδίδεται στην φυσική του κατάσταση».

Η πρωταρχική μορφή ιδιοκτησίας είναι η ίδια η ιδιοκτησία του ατόμου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό , στον μόχθο του και στα προϊόντα αυτού του μόχθου. Η ίδια η εργασία προσθέτει «κάτι» περισσότερο από ό, τι έχει δώσει η ίδια η φύση σε αυτά τα αγαθά και αυτό το «κάτι» τα μετατρέπει αυτόματα σε ιδιοκτησία. Η εργασία είναι ο τρόπος μέσω του οποίου ο άνθρωπος ιδιοποιείται τα αγαθά της φύσης: «η εργασία συνιστά το μέγιστο μέρος της αξίας όσων αγαθών απολαμβάνουμε σ’ αυτό τον κόσμο»

Όμως το σχήμα του Locke δεν σταματάει μονάχα στην ιδιοποίηση των προϊόντων της εργασίας, απεναντίας το επεκτείνει και στα μέσα παραγωγής. Γιατί ακριβώς πιστεύει ότι η εργασία δεν έχει μονάχα αποτέλεσμα την απόσπαση των αγαθών από την φύση αλλά και τον μετασχηματισμό της ίδιας  της φύση. Η εργασία που μετατρέπει ένα λιβάδι σε χωράφι ή μια πλαγιά σε ορυχείο εγκαθιδρύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας όχι μόνο στην σοδιά ή το μετάλλευμα αλλά στο ίδιο το χωράφι και το μεταλλείο.  Μέσω της εργασίας του λοιπόν μπορεί το άτομο να περιφράξει την γη αποσπώντας την από την κοινή χρήση.

Στην φυσική κατάσταση είναι η χρήση η οποία προσδιορίζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, γιατί ο Locke θεωρεί ότι σε αυτή την κατάσταση, όποιος ιδιοποιείται την γη δεν στερεί κάτι από κάποιον άλλο, αφού η γη είναι τόσο μεγάλη που η ιδιοποίηση και η περίφραξη δεν την ελαττώνει και πάντα θα υπάρχει αρκετή για όλους, αντίθετα βασισμένος πάνω στην προτεσταντική ηθική προσπαθεί να θεμελιώσει αυτή την ιδιοποίηση πάνω στην θεία βούληση, γιατί ο θεός τον κόσμο «τον παραχώρησε για να χρησιμοποιηθεί από τον λογικό και εργατικό άνθρωπο»

Αν ο Locke βλέπει να υπάρχει ένα μέτρο στην δυνατότητα της ιδιοποίησης των φυσικών πόρων και  ένα όριο στην επέκταση της ατομικής ιδιοκτησίας αυτό βρίσκεται στην ίδια την δυνατότητα της χρήσης και της αξιοποίησης τόσο των φυσικών πόρων όσο και των προϊόντων. Δεν μπορεί να κατέχει κάποιος γη την οποία δεν μπορεί να καλλιεργήσει ή που η παραγωγή της είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να την αξιοποιήσει για να καλύπτει της ανάγκες του. Η μη αξιοποίηση των φυσικών πόρων είτε λόγω της έλλειψης της ιδιοκτησίας και της κοινής χρήσης τους, είτε λόγω της ιδιοκτησίας η οποία όμως ξεπερνά τις δυνατότητες αξιοποίησης  και κάλυψης των αναγκών δεν είναι για τον Locke απλά σπατάλη είναι ουσιαστικά αμαρτία απέναντι στον λόγο για τον οποίο  υποτίθεται ότι ο θεός παραχώρησε τον κόσμο στην  ανθρωπότητα: «ως αντικείμενο του μόχθου του».

Αν στην φυσική κατάσταση το όριο της ιδιοκτησίας του καθενός μπαίνει ακριβώς εκεί που η συσσώρευση των προϊόντων συναντά τα όρια της χρησιμότητας και της μη καταστροφή τους από την μη χρήση, η κατάργηση αυτού του ορίου έρχεται μέσω του χρήματος.

Το χρήμα είναι για τον Locke εκείνος ο μηχανισμός που επιτρέπει την απεριόριστη συσσώρευση, χωρίς αυτή να οδηγεί στην καταστροφή των αγαθών που κάποιος παράγει, αφού πλέον η συσσώρευση μεταφράζεται σε συσσώρευση χρήματος που όχι μόνο δεν σαπίζει ούτε μουχλιάζει αλλά αντίθετα βοηθάει στην κυκλοφορία και άρα στην χρήση των προϊόντων/ εμπορευμάτων και το βασικότερο αποτελεί βασικό κίνητρο για την περεταίρω ανάπτυξη της συσσώρευσης. Είναι ένας λόγος  για τον οποίο κάποιος μπορεί  «να αυξήσει τα υπάρχοντα πέρα από την χρεία της οικογένειας του και την προμήθεια άφθονών αγαθών για την κατανάλωση τους», είτε με την άμεση παραγωγή τους είτε μέσω της απλής ανταλλαγής.  Και με αυτό τον τρόπο υποστηρίζει ο Locke ότι  η αύξηση της ιδιοκτησίας  και της συσσώρευσής χρήματος όχι μόνο  δεν βλάπτει το κοινωνικό σύνολο, αλλά αντίθετα το ωφελεί αφού έτσι αυξάνονται το προϊόντα στα οποία μέσω του χρήματος έχουν πρόσβαση όλοι ή τουλάχιστον όσοι ήταν αρκετά εργατικοί για να τα αποκτήσουν.

Μέσα από αυτό το εξελικτικό σχήμα σκέψης ο Locke ξεκινώντας από την φυσική κατάσταση και την ιδιοκτησία του  καθενός πάνω στον εαυτό του και τον μόχθο του, φτάνει μέσω της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στην πολιτική κοινωνία που όχι μόνο  έχει σαν βασικό σκοπό την προάσπιση της ιδιοκτησίας, αλλά ουσιαστικά αποτελείται από τους ιδιοκτήτες, αφού όσοι μη όντας ικανοί να έχουν ιδιοκτησία δεν μπορούν να θεωρηθούν μέλη της πολιτικής κοινωνίας.

Η συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας, της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας «αποσκοπούν στην περιφρούρηση της ιδιοκτησίας των μελών της εν λόγω κοινωνίας». Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται όχι μόνο ρυθμίζοντας τις σχέσεις των μελών της ίδιας της πολιτικής κοινωνίας μέσα από την θέσπιση των νόμων και την εφαρμογή τους, ούτε απλά προστατεύοντας τα μέλη της πολιτικής κοινωνίας και τις ιδιοκτησίες τους από την επιβουλή των εξωτερικών εχθρών. Χρειάζεται επιπλέον να προστατευθεί η ιδιοκτησία και από την ίδια την εξουσία που έχει εκχωρηθεί στην διακυβέρνηση, δηλαδή στο κράτος, γιατί εάν το κράτος το ίδιο για τον Α ή τον Β λόγο επιβουλεύεται την ιδιοκτησία ενός μέλους της πολιτικής κοινωνίας, ουσιαστικά αναιρεί το λόγο για τον οποίο συγκροτήθηκε και για τον οποίο τα άτομα του εκχώρησαν την εξουσία που κατείχαν στην φυσική κατάσταση με βάση τον φυσικό νόμο. Έτσι, κανένας ηγεμόνας ή κυβερνήτης ή νομοθετικό σώμα που μπορεί να νομοθετεί για να ρυθμίσει της σχέσεις ιδιοκτησίας των υπηκόων, δεν επιτρέπεται να ιδιοποιηθεί έστω και μέρος της ιδιοκτησίας τους. Ούτε επίσης ο στρατηγός που μπορεί να δώσει εντολή στον στρατιώτη του να βαδίσει, έστω και άσκοπα στον θάνατο, δεν μπορεί να τον διατάξει να του δώσει έστω μια δεκάρα από την περιουσία του. Ακόμα και μετά από έναν  «δίκαιο» (δηλαδή αμυντικό) πόλεμο ο νικητής δεν διαθέτει πάνω στην περιουσία του ηττημένου άλλα δικαιώματα πέρα των πολεμικών αποζημιώσεων που εγείρει λόγω των ζημιών που έπαθε εξαιτίας του πολέμου. Στην αντίθετη περίπτωση ο ηττημένος κρατάει στο ακέραιο το δικαίωμα του να άρει την αδικία που υπέστη  όταν του δοθεί η ευκαιρία.

Μέσα από το συγκεκριμένο σχήμα σκέψης ο Locke τοποθετεί την ιδιοκτησία και την υπεράσπιση της στο κέντρο της δημιουργίας της πολιτικής κοινωνίας συνδέοντάς την όμως άμεσα και άρρηκτα με τον Λόγο και το Φυσικό Νόμο δίνοντάς της υπόσταση πολύ πιο στέρεα και από αυτή που έχει η πολιτική κοινωνία. Η πολιτική κοινωνία είναι ο τρόπος και η μορφή που παίρνει η υπεράσπιση του φυσικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Δεν πρόκειται όμως για οποιαδήποτε ιδιοκτησία, αλλά για εκείνη την ιδιοκτησία που κάποιος κατέχει επειδή την αξιοποιεί και την κάνει παραγωγική μέσω της εργασίας του. Για τον  Locke  δεν υπάρχουν κάποιοι που δικαιωματικά ως ευνοούμενοι του θεού  έχουν μεγαλύτερα δικαιώματα ιδιοκτησίας από κάποιους άλλους, μονάχα. Η εύνοια του θεού δόθηκε σε όλους το ίδιο και μένει σ’ αυτούς να αποδείξουν μέσω της εργατικότητας και της σύνεσης τους εάν είναι άξιοι αυτής της θείας εύνοιας. Για τον Lock η φύση δεν είναι παρά ένα αντικείμενο μέσω του οποίου οι άνθρωποι μπορούν να δείξουν πόσο ενάρετοι είναι. Η φύση χάνει την ιερότητα της και την άμεση σύνδεση με το θείο και την θέση αυτή παίρνει πλέον η εργασία. Η γη είναι χέρσα και στείρα αν δεν την γονιμοποιήσει η ανθρώπινη εργασία. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι για τον Locke ο παράδεισος δεν είναι η αγνή και παρθένα φύση, δημιούργημα του θεού, που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο ότι επιθυμεί (όπως υποστηρίζει η ως τότε χριστιανική παράδοση καθολικισμού & της ορθοδοξίας), αλλά ο μετασχηματισμός της από την ανθρώπινη εργασία και μόχθο και ότι αυτά μαζί με την λογική και την σύνεση είναι τα θεία δώρα στον άνθρωπο.

Ο Locke εδραιώνει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία, έξω από αυτή αυτό το δικαίωμα αίρεται αυτομάτως. Με αυτόν τον τρόπο ο Locke αμφισβητεί κι αυτός από την μεριά του σε φιλοσοφικό επίπεδο εκείνα ακριβώς που η ανερχόμενη αστική τάξη της εποχής του προσπαθούσε να αναιρέσει στην πράξη:

Τα προνόμια των ευγενών και τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής που είναι αντιπαραγωγικός και δεν αποδίδει την μέγιστη αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Τους φεουδάρχες δεν τους απασχολούσε τόσο να αυξήσουν την παραγωγικότητα της γης τους, όσο να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για να διάγουν τον πολυτελή τους βίο. Το δικαίωμα να μπορούν να στρατολογούν τους υπηκόους τους ήταν πιο πρωταρχικό από το να ελέγξουν την εργασία τους και την απόδοση της.

Την ύπαρξη των κοινοτικών γεών αλλά και ολόκληρη την κοινοτική κουλτούρα και τρόπο ζωής στον οποίο βασίζονταν σημαντικά τμήματα του πληθυσμού της υπαίθρου, όπου η εργασία δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τους κύκλους της φύσης και στηριζόταν σε ένα σημαντικό επίπεδο αυτάρκειας και συλλογικής ζωής στο οποίο η κοινότητα είχε μεγαλύτερη σημασία από το άτομο.

Ταυτόχρονα ο Locke συγκροτεί την ηθική βάση πάνω στην οποία βασίζεται το δικαίωμα των ευρωπαίων να αποικήσουν τον νέο κόσμο, να υφαρπάξουν το τόπο τον ιθαγενών και να εδραιώσουν εκεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους, μετατρέποντας αυτές τις τεράστιες και «αναξιοποίητες» εκτάσεις σε «γη της επαγγελίας» μέσα από την «επίπονη εργασία τους». Σ’ ένα κόσμο που η έννοια της ιδιοκτησίας ήταν σχεδόν άγνωστη τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τους εποίκους να υψώσουν τις νέες περιφράξεις τους, να κατατεμαχίσουν την γη και να εξωθήσουν τον κόσμο των «πρωτόγονων  ακόμα παραπέρα ως και την εξαφάνιση.

 

 

Δεν είναι μόνο ότι ο άνθρωπος στον Locke εμφανίζεται ως άτομο  έτσι που και οι κοινωνικοί δεσμοί, ακόμα και η πολιτική κοινωνία είναι κάτι το εξωτερικό προς αυτόν, αλλά και η ίδια η εργασία είναι μια ατομική διαδικασία. Στον Locke η εργασία εμφανίζεται συνεχώς ως ατομική εργασία, πουθενά δεν υπάρχουν σχέσεις εκμετάλλευσης και πουθενά δεν αναφέρεται ότι στην πραγματικότητα ο πλούτος και η ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της εργασίας των άλλων. Μονάχα μέσω αυτής μπορεί κανείς πραγματικά να αυξήσει την ιδιοκτησία του γιατί μονάχα βάζοντας κάποιους άλλος στην δούλεψή του μπορεί να αξιοποιήσει πιο πολλούς φυσικούς πόρους. Αντίθετα εάν κάποιος περιπέσει σε αυτή την κατάσταση, δηλαδή να υπηρετεί κάποιον άλλο, είναι απλά αποτέλεσμα των δικών του λαθών και επιλογών. Δεν έχει παρά να τραβήξει το δρόμο του να βρει έναν έρημο τόπο και μέσω της εργασίας του να τον ιδιοποιηθεί.

Τέλος το χρήμα στον Locke δεν παίζει το ρόλο της αποθησαύρισης του πλούτου, της ικανοποίησης των απολαύσεων και της πολυτέλειας, το χρήμα δεν είναι για να σπαταλιέται. Το χρήμα συντελεί στο ξεπέρασμα τον ορίων  που βάζουν οι φυσικές ιδιότητες των παραγόμενων αγαθών και οι πεπερασμένες δυνατότητες της ατομικής εργασίας στην συσσώρευση και στην διαρκή ανάπτυξη και άρα  στην επέκταση της αξιοποιήσιμης ιδιοκτησίας, δηλαδή της ιδιοκτησίας ως κεφαλαίου,. Το χρήμα διευκολύνει την κυκλοφορία των παραγόμενων  αγαθών ως εμπορεύματα πλέον και άρα την διαρκή και διεύρυνση  του κεφαλαίου ή αλλιώς αυτό που με τόση λαγνεία στις μέρες μας αποκαλούν ανάπτυξη.

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Leave a comment

Σάββατο 31/3 : Γένεση του φιλελεύθερου κράτους

Posted in 6. Βιβλιοθήκη | Leave a comment

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ Σάββατο 24 Μαρτίου

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙΣάββατο 24 Μαρτίου


το μουσικό πρόγραμμα ξεκινά μετά τις 21.00
Σας περιμένουμε με καλό κρασί και νόστιμο φαγητό

με τα έσοδα θα ενισχυθεί το ταμείο αλληλοβοήθειας της ΕΣΕ

Στο Αυτόνομο Στέκι (Ζωοδόχου Πηγής 95-97 & Ισαύρων, Εξάρχεια)

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

 http://athens.ese-gr.org/    ese-athens@ese-gr.org   Τηλέφωνο: 6941507846

 

Posted in 8. Υλικό Ομάδων στο Στέκι | Leave a comment

Παρασκευή, 23 Μαρτίου, 20:30, No ticket cinema: “Και ο κλήρος έπεσε στον Σμαϊλί”

Την Παρασκευή 23 Μαρτιου στις 20.30 θα προβληθεί στο Αυτόνομο Στέκι (Ζ. Πηγής 95-97 & Ισαύρων η ταινία του Τόμας Άλφρεντσον : «και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλί”.

Posted in 5. Προβολές | Leave a comment

“Ναζισμός και εργατική Τάξη*

Ναζισμός και εργατική Τάξη*

*Η εισήγηση από την βιβλιοπαρουσίαση που έγινε στο Αυτόνομο Στέκι την Παρασκευή 2 Μαρτίου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ BOLOGNA

O Sergio Bologna συμμετείχε ενεργά σε αυτό που ονομάστηκε ρεύμα των εργατιστών το 60 και το 70 στο κίνημα της εργατικής αυτονομίας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης Potere Operaio. Είναι ένας θεωρητικός της ιταλικής εργατικής αυτονομίας, γνωστός για τα κείμενά του, καθώς και για τη συμμετοχή του στο περιοδικό Primo Maggio και άλλα περιοδικά (κόκκινα τετράδια, εργατικά χρονικά κλπ). Έχει κατά καιρούς ασχοληθεί με τις νέες εργατικές φιγούρες στην μεταφορντική εποχή, τους κύκλους αγώνων στην Ιταλία και το κίνημα της εργατικής αυτονομίας, με το κράτος μετά τον 2o Παγκόσμιο Πόλεμο. Γνωστό στην Ελλάδα ήταν μέχρι τώρα από το περίφημο κείμενό του “η φυλή των τυφλοπόντικων” (1977), μια σύντομη ιστορία της εργατικής αυτονομίας και μια προσπάθεια να σκιαγραφήσει τις νέες συνθήκες και τα νέα υποκείμενα του αγώνα στην Ιταλία του τότε.

Ο Bologna είναι ένας στρατευμένος ιστορικός (militant  historiography). Όπως λέει στην εισαγωγή για το πώς πρέπει να γίνεται η ιστοριογραφία. Έρευνα (που δεν υπόκειται στην ακαδημαική κουλτούρα) πρέπει να γίνεται …” με “πάθος πολιτικό”, με εκείνο το είδος διανοητικής έντασης που χαρακτηρίζει όσους γνωρίζουν ότι διεξάγουν μια μάχη πρώτα και κύρια πολιτική”. Για τον Β η ιστορία έχει πολιτική λειτουργία “η διατήρηση και επεξεργασία της μνήμης πρέπει να είναι μια από τις βασικές δεσμεύσεις της δημοκρατίας”. Αυτό εξηγεί και την τεράστια συμβολή μιας πληθώρας ανεξάρτητων, μη ακαδημαικών κέντρων έρευνας, στην μελέτη του Β.

Η συγκεκριμένη δουλειά του αφορά  τον Ναζισμό και την εργατική τάξη στη Γερμανία του μεσοπολέμου, στα χρόνια δηλαδή που μεσολάβησαν από την κατάπνιξη της επανάστασης του 1918 και την άνοδο της δημοκρατίας της Βαιμάρης και κυρίως τα τελευταία ταραχώδη χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.

Το κείμενο του Β προέρχεται από μια διάλεξη στο εργατικό κέντρο του Μιλάνο το 1993 μια από τις πολλές στην Ιταλία εκείνης της περιόδου. Αιτία η φαινομενική επάνεμφάνιση του νεοαζισμού σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και Γερμανίας, φαινομενική γιατί κατά τον εισηγητή υπήρχε μια κεκαλυμμένη ή αγνοημένη συνέχεια. Κύριο γεγονός αποτελεί το πογκρόμ του ’92 στο Ροστοκ όπου 5000 “κάτοικοι” και φασίστες για ημέρες πολιόρκησαν 150 μετανάστες εργάτες. Ήταν το πρώτο επίσημο και μεγάλο πογκρόμ στην μεταπολεμική Γερμανία.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ

Ο Β τονίζει ότι ευθύνη για αυτή την επανεμφάνιση του δεξιού εξτρεμισμού φέρει το πολιτισμικό ρεύμα του «ιστορικού αναθεωρητισμού». Πρόκειται για ένα ρεύμα που διαμορφώθηκε- μετά την πτώση του τείχους και την επανένωση της Γερμανίας- από διάφορους “προοδευτικούς” και μη, ακαδημαϊκούς και είχε στόχο ούτε λίγο ούτε πολύ, να ξαναγράψει την ιστορία της Γερμανίας, να εξαλείψει τα “ενοχικά σύνδρομα” του γερμανικού έθνους αποενοχοποιώντας την αστική τάξη για την άνοδο του Ναζισμού,  και να καταδείξει την εργατική τάξη ως τον κύριο (αν όχι μοναδικό) υποστηρικτή του Χίτλερ. Ταυτόχρονα εμφανίζει τον εθνικοσοσιαλισμό ως ένα φαινόμενο περισσότερο εργατικό παρά μικροαστικό και ένα κίνημα καινοτόμο τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά. Ταυτόχρονα επιτίθεται στην ιδέα ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός  ήταν κίνημα των μεσαίων στρωμάτων και του μεγάλου κεφαλαίου υποστηρίζοντας ότι η ιστοριογραφικά η άποψη αυτή γεννήθηκε στους κόλπους του σταλινισμού.

Το ζήτημα του ιστορικού αναθεωρητισμού(όπως και η διάχυσή του στις τελευταίες δεκαετίες και σε άλλα πεδία,π.χ. της τέχνης) είναι από μόνο του πολύ μεγάλο θέμα και δεν θα επεκταθούμε άλλο σε αυτή την εισήγηση. Παρόλα αυτά θα πούμε ότι ήταν ένα σημαντικό εργαλείο στην αντεπίθεση των αφεντικών και μας αφορά και πιο άμεσα μιας και έχουμε και εγχώριο ρεύμα. Ελπίζουμε στην εξέλιξη της εκδήλωσης να ακουστούν κάποια παραπάνω πράγματα για αυτο.

Ο Β. (χρησιμοποιώντας στο έπακρο τα ανεξάρτητα κέντρα έρευνας) θα υποστηρίξει και θα αποδείξει ότι όχι μόνο αυτές οι θέσεις δεν ισχύουν αλλά στην πραγματικότητα ότι η ίδια η  οργανωμενη εργατική τάξη που κατηγορείται στάθηκε το τελευταίο εμπόδιο στην άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία.

Μια κεντρική θέση του κειμένου δηλαδή είναι ότι η αντιφασιστική μάχη δόθηκε από την οργανωμένη Εργατική Τάξη. Ήταν μακροχρόνια, αιματηρή, και ο Ναζισμός επικράτησε μετά την καθολική στρατιωτική και πολιτική ήττα της, στα 1933.

Και αυτή θέση για τον Β. είναι σημαντικότατη γιατί η γνώση του παρελθόντος διαμορφώνει την συνείδηση του σήμερα.

Ακολουθεί λοιπόν μια λεπτομερής  καταγραφή των διαφόρων ρευμάτων των Γερμανών ιστορικών, ξεκινώντας από την δεκαετία του 70 και το κομβικό βιβλίο του Timothy Mason που ερευνά την παθητική αντίσταση των εργατών στη Ναζιστική Γερμανία, και τον Φριτζ  Φίσερ που έθεσε το ζήτημα της συνέχειας των ελιτ.

Ο Β. περιγράφοντας στη συνέχεια αυτές τις “ιστορικές” διαμάχες που ακολουθούν φέρνει στο φως τις αντιθέσεις που αντικατοπτρίζουν. Από τη αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι “οι μισθωτοί εργάτες” και το κόμμα και το συνδικάτο παίζουν τον κομβικό ρόλο στην ιστορία ως την αντίληψη των “ιστορικών της καθημερινότητας” που έβλεπε την ιστορία της εργατικής τάξης ως μια εν κινήσει προλεταριακή κουλτούρα  ή μια ιστορία από αλληλένδετες υποκουλτούρες και τη αυτονομία της από κόμμα και συνδικάτο.

Μέσα από αυτή την αφήγηση ο Β. καταλήγει να πει ότι το ερώτημα που έχει προκύψει από τον Mason  και μετά (γιατί η εργατική τάξη δεν αντιστάθηκε ενεργητικά;) είναι ένα ψευδές ερώτημα. Και για να επειχειρηματολογήσει ο Β. επιλέγει 2 κομβικά κατά τη γνώμη του σημεία: α)τη διαχείρηση της ανεργίας από το καθεστώς και β) τη βίαιη σύγκρουση με τις ναζιστικές συμμορίες). Χωρίζει λοιπόν για αυτό το λόγο το κείμενο σε 3 μέρη.

1.  Η ταξική σύνθεση την εποχή της κρίσης (πριν ο Χίτλερ πάρει την εξουσία)

2. Η οργάνωση της αυτοάμυνας και οι ένοπλες σςυγκρούσεις μεταξύ προλετάριων και ναζιστών

3. οι πολιτικές απασχόλησης, η βιομηχανική ανάκαμψη και ην εργατικη τάξη στα πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος

 ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Ο Β. λοιπόν αντίθετα από την καθιερωμένη αντίληψη παρουσιάζει μια εργατική τάξη στην Γερμανία κατακερματισμένη, με μια αποκεντρωμένη παραγωγή, με μεγάλα κομμάτια να είναι επισφαλείς εργάτες, αυτοαπασχολούμενοι με μεγάλη κινητικότητα και με ποσοστά ανεργίας που φτάνανε σε κάποιες περιοχές και το 45% καθώς και με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων σε μικρές βιοτεχνίες που δεν λαμβανότανε υπόψιν ως εργατική τάξη στις μελέτες των ιστορικών αφού οι τελευταίοι αντιλαμβανότουσαν τη μεγάλη βομηχανία ως το υπόδειγμα της σύνθεσης της εργατικής τάξης.

Από το 1925 που διογκώνεται η μεγάλη βιομηχανία αρχίζει και ο μεγάλος διωγμός με αποτέλεσμα το ΚΚΓ το 1931 να αποτελείται από 80% άνεργους, Αυτό σήμαινε ότι δεν είχε καμιά συνδικαλιστική δύναμη. Ταυτόχρονα το 30% του πληθυσμού ήταν ανεργό. Αυτή η ανεργία επέφερε βαθιά ρήγματαστην τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης( μεταξύ εργαζόμενων και ανέργων, μεταξύ αυτών που παίρνουν επίδομα και αυτών που δεν παίρνουν, αυτών που έχουν μια στήριξη και αυτων που δεν έχουν καμιά).

Επίσης γίνεται σαφές ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα που χώριζαν τους σοσιαλδημοκράτες με τους κομμουνιστές από αυτά που τους ένωναν, ξεκινώντας από την δολοφονία του Λίμπνεχτ και της Λούξεμπουργκ και φτάνοντας στο τελικό ρήγμα μετά την πρωτομαγιά του ’29. Διαφορές που εξηγούν και γιατί το μεγαλύτερο μέρος των σοσιαλδημοκρατών αφομοιώθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς σε αντίθεση με τους κομμουνιστές.

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ

Το ΚΚ λοιπόν ως το κόμμα των ανέργων είχε πάρε δώσε με τον μηχανισμό διανομής επιδόματος που ήταν και η κύρια λειτουργία του Κράτους Πρόνοιας. Αυτός ο μηχανισμός με την σταθερή επέκταση των εξουσιών του μετατράπηκε συνειδητά από τις κυβερνήσεις της Βαιμάρης σε μια “υπηρεσία πληροφοριών”, έναν τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό που χαρτογραφούσε όσους προόριζε για αποκλεισμό. Έτσι εκατομμύρια ανέργων ζούσαν σε ένα διαρκές καθεστώς απειλής…

Αυτό το σύστημα Πρόνοιας δομούνταν σε 3 βαθμίδες.

1η  Επίδομα σε όσους βρισκόταν σε καθεστώς διαρκούς απασχόλησης για χρόνια

2η Επίδομα σε επισφαλείς εργάτες που εναλλάσονταν από τη συνθήκη της εργασίας σε αυτήν της ανεργίας

3η “Νόμος για τους φτωχούς”. Καταβαλλόταν από τους δήμους ως δάνειο σε όσους κρίνονταν κατάλληλοι.

Την περιοδο της κρίσης λοιπόν οι εργάτες μετατράπηκαν από άνεργοι σε “φτωχοί που χρήζουν βοήθειας” με υλικούς και νομικούς όρους. Αυτό είχε σαν συνέπεια τα  πιο αδύναμα κομμάτια της εργατικής τάξης να στραφούν προς τις πολιτικές οργανώσεις και βασικά στις 2 κυρίαρχες· το Εθνικοσοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό κόμμα.

Αυτό λοιπόν το  όργανο κατάτμησης,κατηγοριοποίησης και αστυνόμευσης της εργατικής τάξης όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία το χρησιμοποίησαν για το διαχωρισμό βάσει βιολογικών και φυλετικών κριτηρίων και την φυσική εξόντωση των “α\μη-κοινωνικών” (άνεργων, μικροπαραβατών, αναπήρων, πορνών, κληρονομικά ασθενών, σεξουαλικά περίεργων ή εργατών αγωνιστών) που στελέχωσαν τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους «οίκους εργασίας» όπου με αντάλαγμα το επίδομα επιβαλλόταν καταναγκαστική εργασία.

Και εδω ερχόμαστε στη δεύτερη κομβική θέση του κειμένου.

Με βάση τον μηχανισμό του Κράτους Πρόνοιας- αυτό το σύστημα ελέγχου και διαχείρισης της εργατικής δύναμης –«τεράστιες περιοχές της εργασίας εξέπεσαν των διατάξεων του αστικού κώδικα και περιήλθαν στην διακριτική ευχέρεια στων εκτελεστικών μηχανισμών», δηλαδή σε ένα περιβάλλον στρατιωτικοποιημένης εργασίας.

 ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΚΗΡΥΧΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

Εδώ ο Β. τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του περί ψευδούς ερωτήματος που σκοπό είχε να αποκρύψει ότι  ένα τμήμα του γερμανικού προλεταριάτου οργανωμένο από το ΚΚ ή μέσα από αυτόνομες δομές αυτοάμυνας αντιστάθηκε με κάθε μέσο στους Ναζί τα τελευταία χρόνια της Βαιμάρης.

 Για να το κάνει αυτό ξεκινάει από πιο πίσω χρονικά θυμίζοντας την αναδιοργάνωση της αστυνομίας και τη δημιουργία από τους σοσιαλδημοκράτες ειδικών σωμάτων καταστολής των μπολσεβίκικων εξεγέρσεων το 1928 και την επεισοδιακή πρωτομαγιά του ’29 όταν, σε αντίθεση με τους σοσιαλδημοκράτες ,  Κομμουνιστες και αναρχικοί αψήφισαν την απαγόρευση των διαδηλώσεων με αποτέλεσμα ένα τριήμερο ταραχών, οδοφραγμάτων και συγκρούσεων στο Βερολίνο με 30 νεκρούς, 200 τραυματίες και 1200 συληφθέντες και τελικά την απαγόρευση όλων των οργανώσεων του ΚΚΓ.

Αυτό που  ακολουθεί είναι μια μάχη για τον έλεγχο του Βερολίνου (προλεταριακό φρούριο) που κράτησε 3 χρόνια. Μια μάχη που πολλές φορές ήταν ένοπλη.

Το ΚΚ λοιπόν προωθούσε  με μια σειρά οργανώσεων ένα  περίπλοκο μηχανισμό αυτοάμυνας που επεκτεινόταν πέρα από τον έλεγχο του και γινόταν όλο και πιο σημαντικός.  Ένα βασικό πρόβλημα που προέκυπτε ήταν ότι το συντριπτικό ποσοστό των αντιφασιστών  ανήκε στην 3η βαθμίδα που περιγράψαμε πριν. Ήταν άνεργοι, φακελωμένοι και ευάλωτοι σε εκβιασμούς. Μετά την αλλαγή πολιτικής του ΚΚ το ’30- όταν με την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής τάσης του παρατηρήθηκε και μερική αυτονόμηση της βάσης του-  η ένοπλη υπεράσπιση των κόκκινων γειτονιών έγινε καθημερινότητα για τους νεαρούς προλετάριους. Μαζί με αυτούς κινήθηκαν τόσο νεολαιίστικες συμμορίες όσο και ελευθεριακές ομαδοποιήσεις.

Αυτή η καθημερινότητα διαφαίνεται από την μάχη για τον έλεγχο των καπηλειών στις εργατικές γειτονιές μετά την καμπάνια του Ναζιστικού κόμματος προκειμένου να τα μετατρέψουν σε ορμητήριά τους.  Χωρίς να αναπαράξουμε εδώ την αφήγηση που χρησιμοποιεί ο Β. θα πούμε πως και εδώ φάνηκε ο κομβικός ρόλος που έπαιξε η εξάρτηση από το κράτος Πρόνοιας για την ήττα των προσπαθειών αυτών και την τελική επικράτηση των Ναζί.

Συνοψίζοντας, απέναντι του το γερμανικό προλεταριάτο είχε: την καταστολή της σοσιαλδημοκρατικής αστυνομίας, την πείνα και την ανέχεια της ανεργίας, τους ελεγκτικούς μηχανσμούς του Κράτους πρόνοιας, την αναποφασιστικότητα του ΚΚ και την ανεπάρκεια εξοπλισμού απέναντι σε έναν πάνοπλο αντίπαλο.

 ΧΙΤΛΕΡΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Το ’33 ο Χιτλερ έγινε Καγκελάριος και σταδιακα επιτέθηκε ανεξαιρέτως σε όλα τα συνδικάτα τα οποία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων συνθηκολόγησαν. Τελευταία προσπάθεια του Β είναι να αναδείξει τα μέτρα που πάρθηκαν για τους εργάτες που είχαν δουλειά.

Αυτά που εντοπίζει είναι μια πολιτική διαχωρισμού και υποτίμησης της γυναικείας εργασίας, μιας ιδεολογικής εικόνας της γυναίκας ως μια μηχανή αναπαραγωγής του Άριου έθνους. Αυτό δεν σημαίνει πως οι γυναίκες δεν δούλευαν, απλά ήταν φτηνότερες.

Σε αντίθεση με τον κατακερματισμό στα χρόνια της Βαιμάρης οι Ναζί προσπάθησαν να συγκεντρωποιήσουν την βιομηχανία και να εντατικοποιήσουν την εργασία και ακόμη να επιμηκύνουν τον εβδομαδιαίο εργάσιμο χρόνο. (Αύξηση δηλαδή της σχετικής και της απόλυτης υπεραξίας) Το ’34 οι εργάτες στα εργοστάσια δούλευαν από 80 ως 110 ώρες τη βδομάδα. Παρά τις παραπάνω συνθήκες κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης (ειδικευμένοι εργάτες) συνειδητοποίησαν την δύναμη τους  με απεργίες, turn over, στάσεις εργασίας  κ.λ.π.

Απέναντι σε αυτά ξεκίνησε μια τεράστια επίθεση με συλλήψεις και καταδίκες χιλιάδων εργατών. Ταυτόχρονα το ναζιστικό καθεστώς δημιούργησε μια καινούρια εργατική ελιτ στον κλάδο της αεροναυπηγικής και ένα μηχανισμό ως παράλληλο κοινωνικό κράτος  με τη μορφή κοινωνικών παροχών από μεμονωμένες εταιρείες… Αυτά μέχρι το ’37 οπότε οι Ναζί με μαζικές εισαγωγές εργατών και αιχμαλώτων πολέμου άρχισαν να κατασκευάζουν τον μεγαλύτερο μηχανισμό καταναγκαστικής εργασίας στην σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία.

Κάπου εδώ τελειώνει η αφήγηση και η προσπάθεια του Βologna. Ο ίδιος παραδέχεται ότι πολλά  είναι αυτά που έχει αφήσει έξω από αυτη την προσπάθεια. Και εμεις λέμε ότι αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξεί να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που εγείρει η τάξη μας σχετικά με την ιστορία εκείνων των χρόνων.

Αλλά αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι είναι η κύρια θέση του κειμένου. Οι μόνοι που αντιστάθηκαν στην άνοδο του Ναζισμού ήταν αυτό το πολύμορφο και αυτοοργανωμένο προλεταριάτο. Απέναντί του είχε την αστική σοσιαλδημοκρατία, τους μηχανισμούς του Κράτους Πρόνοιας και τους οπλισμένους φασίστες.  Αντιστάθηκε με πλήρη συνείδηση, πάλεψε λυσαλέα και όταν ηττήθηκε ολοκληρωτικά, τότε επικράτησε ο Ναζισμός. Και αυτή είναι μια ιστορία που εμείς πρέπει να ανακαλύψουμε και να διαφυλάξουμε γιατί πρόκειται για τη δικιά μας ιστορία.

Posted in 9. Άλλων | Leave a comment