Είδαμε πως το πέρασμα από την φυσική κατάσταση στην πολιτική κοινωνία έχει ως απαράβατη προϋπόθεση του την πολιτική αλλοτρίωση των αρχικών φορέων της πολιτικής εξουσίας, καθώς αυτοί εκχωρούν την ικανότητα ερμηνείας και εφαρμογής του φυσικού νόμου στα νεοδημιουργηθέντα και διακριτά, προς τους ίδιους, σώματα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Για να κατανοήσουμε την αντίληψη του Locke για το δικαίωμα αντίστασης του λαού απέναντι στους φορείς αυτής της εξουσίας, καθίσταται απαραίτητη η ταυτόχρονη κατανόηση του ειδικού τύπου σχέσης που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στους κυβερνώντες και του κυβερνώμενους. Από τη φύση, το εύρος και το περιεχόμενο που θα λάβει αυτός ο πολιτικός ομφάλιος λώρος που συστήνει την πολιτική κοινότητα θα εξαρτηθεί και η φύση, το εύρος και το περιεχόμενο του δικαιώματος του λαού να λέει «όχι» στον φορέα της εξουσίας, ανατρέποντας την υφιστάμενη πολιτειακή οργάνωση.
α) Η πολιτική εξουσία ως καταπίστευμα
Στη βάση της σκέψης του Locke για τον τρόπο διαμόρφωσης της πολιτικής εξουσίας μετά από το πέρασμα στην πολιτική κοινωνία βρίσκεται η ιδέα της «εμπιστοσύνης» («trust»). Με αυτή δεν νοείται μόνο η ισότητα όλων των ανθρώπων ως φορέων του φυσικού νόμου κατά τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, αλλά πρωτίστως αφορά τον τρόπο δόμησης της σχέσης που οφείλει να διέπει τους φορείς της πολιτικής εξουσίας και όσους την υφίστανται. Συγκεκριμένα, η έννοια του «trust», η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ως τεχνικός νομικός όρος, περιγράφει μια ειδικού τύπου σύμβαση που είναι πιο γνωστή με τον όρο «καταπίστευμα».[1] Στη σύμβαση του καταπιστεύματος παρέχεται η εξουσιοδότηση προς ορισμένα πρόσωπα ή φορείς να διαχειρίζονται μια ιδιοκτησία, της οποίας μετατρέπονται σε νόμιμους κατόχους, αλλά πάντα προς όφελος των όσων παρείχαν της εξουσιοδότηση. Έτσι, οι ενέργειες και οι αποφάσεις του φορέα της σχετικής εξουσίας οφείλουν να βρίσκονται πάντα εντός των ορίων που έχει διαγράψει η βούληση των εξουσιοδοτούντων και να εκτελούνται με στόχο την προαγωγή του δικού τους καλού. Ταυτόχρονα, οι πάροχοι της εξουσιοδότησης δεν απεμπολούν το δικαίωμα ανάκλησης ή ακύρωσης της σύμβασης σε περίπτωση που κρίνουν ότι η εμπιστοσύνη έχει αρθεί, οπότε και επιβάλλεται η επιστροφή της αρχικά μεταβιβασθείσας ιδιοκτησίας στους ίδιους. Αυτή ακριβώς η φόρμουλα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αλλά και δυνατότητας άρσης της, φαίνεται ότι αποτελεί την πρώτη ύλη που οργανώνει την εξουσία από τη στιγμή της συγκρότησης των κυβερνητικών οργάνων της πολιτικής κοινότητας. Οι άνθρωποι-φορείς του φυσικού νόμου αποχωρίζονται την εξουσία που διαθέτουν στη φυσική κατάσταση, αναθέτοντας την στα τρίτα ως προς τους ίδιους κυβερνητικά όργανα, όχι όμως με τη μορφή της εν λευκώ εξουσιοδότητσης, αλλά του σαφούς καθορισμού του περιεχομένου, του σκοπού και των απώτατων ορίων της. Οι φορείς της εξουσίας οφείλουν να την ασκούν μονάχα για την προστασία και την προαγωγή της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας των εντολέων τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορεί η εξουσία αυτή να είναι απόλυτη και αυθαίρετη ως προς αυτούς επί των οποίων ασκείται., αλλά οφείλει να παραμένει αυστηρά εντός των ορίων που τίθενται και για την εξυπηρέτηση των σκοπών που έχουν ήδη ορισθεί από τους αρχικούς κατόχους της. Συνεπώς, ο ιδιαίτερος νομικοπολιτικός χαρακτήρας που συνδέει τους κυβερνώντες με τον κυβερνώμενο λαό, σαφώς εμπνευσμένος από το πνεύμα των συναλλακτικών ηθών που οφείλει να ακολουθείται στις εμπορικές συμβάσεις, αποτελεί την πηγή από την οποία εκβάλλει ομαλά ο δικαιωματικός χαρακτήρας που λαμβάνει η αντίσταση στην αυθαιρεσία της εξουσίας.[2] Η παραβίαση των όρων της σύμβασης εξ ενός των συμβαλλόμενων μερών ενεργοποιεί τα δικαιώματα υπαναχώρησης ή ακύρωσης του συμβατικού δεσμού και τη σύναψη νέου με διαφορετικό αντισυμβαλλόμενο μέρος. Ή μεταφράζοντας τη νομικού τύπου σύσταση της εξουσιαστικής σχέσης σε τρέχοντες πολιτικού όρους, το δικαίωμα αντίστασης και εναντίωσης στην πολιτική εξουσία ασκείται νόμιμα από το λαό εξαιτίας της αυθαίρετης ή καταχρηστικής τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων του ηγεμόνα ή του νομοθέτη. Η εξουσία που εκχωρήθηκε σε αυτούς επιστρέφει στον αφετηριακό της φορέα, ο οποίος καθίσταται ικανός να προβεί στην εκ νέου ανάθεση της για την συγκρότηση της νέας κυβέρνησης. Αλλά ας δούμε το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος της αντίστασης, όπως σκιαγραφείται στη σκέψη του Locke.
β) Από την αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας στο δικαίωμα στην αντίσταση
Αν η διάρρηξη της συμβατικού τύπου σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του λαού και των κυβερνώντων ενεργοποιεί το δικαίωμα αντίστασης, οι περιπτώσεις που κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει χώρα παίρνουν τη μορφή της παραβίασης του περιεχομένου του, με κύριο μέλημα την υποχρέωση προστασίας της ιδιοκτησίας, της υπέρβασης των ορίων της εξουσίας της προνομίας, του σφετερισμού, δηλαδή της παράνομης μεταβολής του προσώπου του κυβερνήτη, αλλά όχι των μορφών και των κανόνων της κυβέρνησης, της παράνομης άσκησης βίας κατά του λαού κ.α. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θεωρείται ότι συντρέχουν οι λόγοι που καθιστούν την αντίσταση νόμιμη και θεμιτή, εφόσον πληρείται μια ακόμη βασική προϋπόθεση, αυτή της απουσίας δυνατότητας προσφυγής σε αμερόληπτη δικαστική κρίση, ικανή να επιλύσει την διαφορά που έχει προκύψει. Δηλαδή, στο βαθμό που η παραβίαση του αρχικού πολιτειακού συμβολαίου δεν μπορεί να επιλυθεί με δικαστικά μέσα, έτσι ώστε να αποκατασταθεί ομαλά η τρωθείσα συμβολαιακή τάξη, τότε μόνο καθίσταται επιτρεπτή η αντίσταση στην αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας.[3] Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπογραμμίσουμε τον ρητό αντιφορμαλισμό της σκέψης του Locke, αφού αξιώνει η δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια να είναι ουσιαστική και όχι ψευδεπίγραφη, λόγω προφανούς διαστροφής της δικαιοσύνης και απροκάλυπτης παρερμηνείας των νόμων.[4]
Ωστόσο, στην περίπτωση της άσκησης παράνομης βίας επί του λαού αυτομάτως το δικαίωμα της αντίστασης ενεργοποιείται και η άσκηση του καθίσταται θεμιτή, μιας και οι κυβερνώντες με αυτή την πράξη τους έθεσαν τον εαυτό τους σε εμπόλεμη κατάσταση προς το λαό. Έτσι, κατά τον Locke, «σε όλες τις καταστάσεις και συνθήκες η αληθινή θεραπεία της αυθαίρετης βίας είναι η βίαιη αντίσταση».[5]
Ωστόσο, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπου σε θεωρητικό επίπεδο κατασκευάζοντας ένα επιχείρημα μπορούμε να πούμε ότι η αντίσταση και ο ξεσηκωμός του λαού είναι δίκαιος, είναι το «ποιος» θα κρίνει το πότε αυτές οι περιπτώσεις όντως συντρέχουν στην πράξη. Με άλλα λόγια «ποιος θα κρίνει πότε η εξουσία αυτή ασκείται ορθά;». Η απάντηση που δίνει ο Locke είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση που δεν υπάρχει άλλος επίγειος κριτής, ικανός να λύσει τη διαφορά, είναι ο ίδιος ο λαός που θα κρίνει για το άδικο και το παράνομο της άσκησης της εξουσίας επικαλούμενος ταυτόχρονα τον ουρανό. Η προσφυγή στον ουρανό, αναγκαία προϋπόθεση για την ένθεη σκέψη του Locke, ουσιαστικά συνιστά έμμεση αναγνώριση της πραγματικής βούλησης του ίδιου του λαού ως την απώτατη πηγή της πολιτικής αντίστασης στην εξουσία. Είναι η ίδια η ανθρώπινη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών που θα αποφανθεί για το δίκαιο ή το άδικο, το αυθαίρετο ή το σύννομο της εξουσίας, όπως αυτή η βούληση αποτυπώνεται στο πλαίσιο ενός πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων προς την εκχωρηθείσα εξουσία των ηγεμόνων. Το ίδιο ισχύει και για τον προσδριορισμό του κατάλληλου χρόνου μιας τέτοιας προσφυγής στον ουρανό, μιας και σε αυτήν την περίπτωση είναι η βούληση των αδικημένων που επωμίζεται το έναυσμα της αντίστασης, επικαλούμενη την εκ των υστέρων μόνο κρίση της από το Θεό. Δηλαδή, αρκεί η πλειονότητα του λαού να πεισθεί και να συνειδητοποιήσει ότι οι νόμοι του, η ζωή του, η περιουσία του ή η θρησκεία του απειλούνται για να αντισταθεί στην άνομη βία που κρίνει ότι ασκείται σε βάρος του.
γ) Από το δικαίωμα στην αντίσταση στη νέα πολιτειακή οργάνωση
Η αναγνώριση ενός τέτοιου τύπου δικαιώματος στην αντίσταση εκ μέρους του Locke, το οποίο να περιλαμβάνει την δυνατότητα της βίαιης αντεπίθεσης στην παράνομη βία που δέχεται ο λαός και μάλιστα με μοναδικό κριτή και εγγυητή του χρόνου και του τρόπου άσκησης του τον ίδιο το λαό, ήταν απολύτως λογικό να συνιστά τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο για τους μοναρχικούς και γενικά συντηρητικούς κύκλους της Αγγλίας του 17ου αιώνα. Η αναμενόμενη ένσταση απέναντι σε μια τέτοια παραχώρηση ήταν ο άμεσος κίνδυνος διαρκούς κατάλυσης των πολιτευμάτων μέσα από λαϊκές εξεγέρσεις που θα έμοιαζαν με τη μονιμοποίηση του πολύ πρόσφατου εμφύλιου πολέμου, όταν «ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω» και επικράτησε η σύγχυση και το κοινωνικό χάος. Πράγματι, απέναντι σε ένα τέτοιο αντεπιχείρημα προσπαθεί να πάρει θέση ο Locke, υπερασπιζόμενος την αναγνώριση του δικαιώματος του λαού στην αντίσταση. Ωστόσο, για να το καταφέρει αυτό οδηγείται, σχεδόν ταυτόχρονα με την αναγνώριση του, στον σταδιακό περιορισμό της ισχύος και του εύρους της αναδομητικής δύναμης της λαϊκής αντίστασης. Οι περιορισμοί της ικανότητας του αντιστέκεσθαι μπορούν να επιμεριστούν σε συγκυριακού και δομικού χαρακτήρα .
Πράγματι, ο Locke στο πλαίσιο της ανωτέρω πολεμικής δεν διστάζει να καθησυχάσει την αντίπαλη πλευρά κάνοντας λόγο για έναν εγγενή «συντηρητισμό» του λαού, ο οποίος τον αποτρέπει από την εξέγερση, ωθώντας τον στην διατήρηση του ήδη δεδομένου.[6] Ο λαός, βάσει αυτής της προβληματικής, δεν τείνει προς την αμφισβήτηση της εγκαθιδρυμένης εξουσίας ακόμη και αν παραβιάζονται τα δικαιώματα ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού ή ακόμη και όταν τελούνται μεμονωμένες πράξεις αυθαιρεσίας εις βάρος του. Εφόσον η γενική τάση του τρόπου της διακυβέρνησης τον βρίσκει σύμφωνο, ο λαός είναι πρόθυμος να ανεχθεί επιμέρους ατασθαλίες και καταχρήσεις και όντας αρκετά αδιάφορος δεν παρασύρεται στο σύνολο του από φωνές ταραχοποιών και εξεγερμένα πνεύματα που τον καλούν σε πολιτική ανυπακοή. Αντίθετα, αυτό που μπορεί να γενικεύσει τον λαϊκό ξεσηκωμό είναι μια μακρά διαδοχή αυθαίρετων πράξεων, οι οποίες σε βάθος χρόνου δείχνουν ότι τα πολιτικά πράγματα οδηγούνται προς τον δεσποτισμό και την υποδούλωση. Μόνο όταν η παραβίαση των όρων και των ορίων του καταπιστεύματος λάβει χώρα κατά τρόπο συστηματικό ο λαός οδηγείται στην ενεργό αντίσταση με στόχο την ανάκτηση της απαλλοτριωθείσας εξουσίας του. Ωστόσο, στη σκέψη του Locke η στιγμή της λαϊκής εξέγερσης είναι κάτι που στην πράξη σπανίζει, αλλά και κάτι που μπορεί σχετικά εύκολα να αποφευχθεί από τους ηγεμόνες, αρκεί αυτοί να προσέχουν να μην οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα. Οι συνετοί ηγεμόνες κατά τον Locke είναι αυτοί που γνωρίζουν να διαχειρίζονται τις άνομες πράξεις τους αποτρέποντας την τελικά αρνητική λαϊκή ετυμηγορία. Αν παρόλα αυτά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο λαός βρει το θάρρος και τη συνείδηση που απαιτείται για το συνολικό ξεσηκωμό του, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να αρνηθούμε το θεμιτό χαρακτήρα του και ο Locke θα ήταν ο τελευταίος που θα συνηγορούσε στην καταδίκη ή την καταστολή αυτής της λαϊκής αντίστασης.
Πέρα όμως από τους ανωτέρω, συγκυριακού μάλλον τύπου, περιορισμούς επί του δικαιώματος στην αντίσταση, η σκέψη του Locke φαίνεται να εγγράφει σε αυτό και ορισμένους δομικούς παράγοντες που το οριοθετούν και εν τέλει το περιστέλλουν. Συγκεκριμένα, η αντίσταση στην κατεστημένη πολιτική εξουσία φαίνεται να θεωρείται θεμιτή μόνο σε περίπτωση παραβίασης των ήδη τεθειμένων όρων του καταπιστεύματος και όχι στην περίπτωση της επίκλησης ριζικά διακριτών αξιών και πολιτικών αντιλήψεων για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Έτσι, κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτή η κοινωνική αντίσταση που θα προέτασσε τον άδικο, απάνθρωπο και ανήθικο χαρακτήρα των ίδιων των όρων του συμβολαίου και όχι απλά την αυθαίρετη ερμηνεία τους ή την καταχρηστική εφαρμογή τους; Τι χώρος υπάρχει εντός του λοκιανού δικαιώματος στην αντίσταση για τον οραματισμό και την πρόταξη του ριζικά νέου; Ο ίδιος τύπου περιορισμός μοιάζει να αναφαίνεται και στην περίπτωση που η κοινωνική εξέγερση στέφθηκε με επιτυχία και η αρχικά εκχωρηθείσα εξουσία επέστρεψε στον αρχικό της φορέα. Σε μια τέτοια περίπτωση τί δυνατότητα υπάρχει για το πολιτικό σώμα να λειτουργήσει ως θεσμίζουσα δύναμη ενός τρόπου οργάνωσης ριζικά διακριτού από τους προηγούμενους; O Locke πράγματι αφήνει κάποιο περιθώριο επιλογής της μορφής της νέας πολιτείας, ιδίως ως προς το φορέα άσκησης της νομοθετικής εξουσίας.[7]. Αλλά στην πράξη τί περιθώριο υπάρχει για μια πολιτική δημιουργία χωρίς θεσμούς αντιπροσώπευσης, τη λογική του θεσμικού βάρους και αντίβαρου, τον ουσιαστικά ανέλεγκτο χαρακτήρα της εκτελεστικής εξουσίας, την έμμισθη σχέση ή την πρωτοκαθεδρία της ατομικής ιδιοκτησίας;[8] Ίσως τα ίδια τα φυσικοδικαϊκά θεμέλια του δικαιώματος στην αντίσταση,[9] που αρχικά του προσδίδουν την ριζοσπαστική του δυναμική, να λειτουργούν ως μια καταστατική τροχοπέδη για την δύναμη της πολιτικής δημιουργίας του κοινωνικού σώματος, εγγράφοντας την εξεγερσιακή του δράση σε ένα φαυλοκυκλικό σχήμα που αν και γνωρίζει εξάρσεις αντίστασης και λαϊκής οργής, μοιάζει προορισμένο να επιστρέφει σε διαφορετικές αποχρώσεις πάνω σε έναν ήδη σχεδιασμένο πολιτικό καμβά.[10]
[1]βλ.John Dunn, Λοκ, μτφρ. Γιώργος Ν. Πολίτης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σ. 70-77. John Locke, Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως, μτφρ-εισαγ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Πόλις, Αθήνα 2010, § 110, 149, 156, 171, 221-222, 231, 239, 242.
[2]Για μια τέτοια αντιστοιχία μεταξύ των επιμέρους συναλλακτικών σχέσεων των ιδιωτών και της φύσης των σχέσεων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων βλ. Αυτ., σ. 280.
[3]Αυτ., σ. 251-252 και τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που δίνονται εκεί.
[4]Αυτ., σ. 20.
[5]Αυτ., σ. 210.
[6]Αυτ., σ. 264.
[7]Αυτ., σ. 282.
[8]Για να μην πούμε για την ανοχή ή την πραγματική αναγνώριση της αθεΐας και του ριζικά εκκοσμικευμένου θεμελίου της πολιτικής κοινότητας, βλ. John Dunn, Λοκ, ό.π., σ. 79.
[9]όπως αυτά ερμηνεύονται από τη σκέψη του Locke.
[10]Για μια παρεμφερή ερμηνεία βλ. Γιώργος Τ. Ρούσης, Το Κράτος. Από τον Μακιαβέλι στον Βέμπερ., Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ. σ. 85.