Η ιδιοκτησία, η εργασία και το χρήμα στον Locke

Η ιδιοκτησία, η εργασία και το χρήμα δεν αποτελούν απλά κομβικά σημεία της σκέψης του Locke, αλλά ένα συγκεκριμένο σχήμα μέσα από το οποίο η ιδιοκτησία συγκροτείται σε ένα από τα πιο βασικά δικαιώματα του ανθρώπου βάζοντας έτσι τις βάσεις για όλη την φιλελεύθερη σκέψη.

Ο Locke ξεκινάει την σκέψη του προσπαθώντας να προσδιορίσει την φυσική κατάσταση στην οποία  βρισκόταν ο άνθρωπος πριν συγκροτήσει πολιτικές κοινωνίες. Πριν δηλαδή αποχωριστεί το δικαίωμα να ερμηνεύει και να εφαρμόζει ο ίδιος τον φυσικό Νόμο μέσα από τον Λόγο και το εκχωρήσει σε μια συγκροτημένη πλέον πολιτική κοινωνία μέσω των θετικών νόμων και της διακυβέρνησης.

Το πέρασμα από την φυσική κατάσταση στην πολιτική κοινωνία έχει να κάνει για τον Locke με το ξεπέρασμα της εμπόλεμης κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι όταν κάποιοι από αυτούς παραβίαζαν το φυσικό νόμο και με τον τρόπο αυτό ωθούσαν κάποιους άλλους στην αυτοδικία. Έτσι για την αποτροπή του πολέμου είναι αναγκαία η αποδοχή μιας κοινά αποδεκτής υπεράνω αρχής η οποία έχει το δικαίωμα, με όργανο τους νόμους να επιλύσει τις διαφορές. Ακριβώς πάνω σ’ αυτό τον διαχωρισμό στηρίζεται και η συγκρότηση του Κράτους.

Σε αυτή την φυσική  κατάσταση, ο Locke αναγνωρίζει ότι η φύση και οι πόροι που αυτή εμπεριέχει είναι μια κοινή κληρονομιά όλων των ανθρώπων: «κανείς δεν διαθέτει εξ’ αρχής ιδιωτική κυριότητα να αποκλείει τους υπόλοιπους ανθρώπους από οποιοδήποτε προϊόν της φύσης, όπως αυτό παραδίδεται στην φυσική του κατάσταση».

Η πρωταρχική μορφή ιδιοκτησίας είναι η ίδια η ιδιοκτησία του ατόμου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό , στον μόχθο του και στα προϊόντα αυτού του μόχθου. Η ίδια η εργασία προσθέτει «κάτι» περισσότερο από ό, τι έχει δώσει η ίδια η φύση σε αυτά τα αγαθά και αυτό το «κάτι» τα μετατρέπει αυτόματα σε ιδιοκτησία. Η εργασία είναι ο τρόπος μέσω του οποίου ο άνθρωπος ιδιοποιείται τα αγαθά της φύσης: «η εργασία συνιστά το μέγιστο μέρος της αξίας όσων αγαθών απολαμβάνουμε σ’ αυτό τον κόσμο»

Όμως το σχήμα του Locke δεν σταματάει μονάχα στην ιδιοποίηση των προϊόντων της εργασίας, απεναντίας το επεκτείνει και στα μέσα παραγωγής. Γιατί ακριβώς πιστεύει ότι η εργασία δεν έχει μονάχα αποτέλεσμα την απόσπαση των αγαθών από την φύση αλλά και τον μετασχηματισμό της ίδιας  της φύση. Η εργασία που μετατρέπει ένα λιβάδι σε χωράφι ή μια πλαγιά σε ορυχείο εγκαθιδρύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας όχι μόνο στην σοδιά ή το μετάλλευμα αλλά στο ίδιο το χωράφι και το μεταλλείο.  Μέσω της εργασίας του λοιπόν μπορεί το άτομο να περιφράξει την γη αποσπώντας την από την κοινή χρήση.

Στην φυσική κατάσταση είναι η χρήση η οποία προσδιορίζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, γιατί ο Locke θεωρεί ότι σε αυτή την κατάσταση, όποιος ιδιοποιείται την γη δεν στερεί κάτι από κάποιον άλλο, αφού η γη είναι τόσο μεγάλη που η ιδιοποίηση και η περίφραξη δεν την ελαττώνει και πάντα θα υπάρχει αρκετή για όλους, αντίθετα βασισμένος πάνω στην προτεσταντική ηθική προσπαθεί να θεμελιώσει αυτή την ιδιοποίηση πάνω στην θεία βούληση, γιατί ο θεός τον κόσμο «τον παραχώρησε για να χρησιμοποιηθεί από τον λογικό και εργατικό άνθρωπο»

Αν ο Locke βλέπει να υπάρχει ένα μέτρο στην δυνατότητα της ιδιοποίησης των φυσικών πόρων και  ένα όριο στην επέκταση της ατομικής ιδιοκτησίας αυτό βρίσκεται στην ίδια την δυνατότητα της χρήσης και της αξιοποίησης τόσο των φυσικών πόρων όσο και των προϊόντων. Δεν μπορεί να κατέχει κάποιος γη την οποία δεν μπορεί να καλλιεργήσει ή που η παραγωγή της είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να την αξιοποιήσει για να καλύπτει της ανάγκες του. Η μη αξιοποίηση των φυσικών πόρων είτε λόγω της έλλειψης της ιδιοκτησίας και της κοινής χρήσης τους, είτε λόγω της ιδιοκτησίας η οποία όμως ξεπερνά τις δυνατότητες αξιοποίησης  και κάλυψης των αναγκών δεν είναι για τον Locke απλά σπατάλη είναι ουσιαστικά αμαρτία απέναντι στον λόγο για τον οποίο  υποτίθεται ότι ο θεός παραχώρησε τον κόσμο στην  ανθρωπότητα: «ως αντικείμενο του μόχθου του».

Αν στην φυσική κατάσταση το όριο της ιδιοκτησίας του καθενός μπαίνει ακριβώς εκεί που η συσσώρευση των προϊόντων συναντά τα όρια της χρησιμότητας και της μη καταστροφή τους από την μη χρήση, η κατάργηση αυτού του ορίου έρχεται μέσω του χρήματος.

Το χρήμα είναι για τον Locke εκείνος ο μηχανισμός που επιτρέπει την απεριόριστη συσσώρευση, χωρίς αυτή να οδηγεί στην καταστροφή των αγαθών που κάποιος παράγει, αφού πλέον η συσσώρευση μεταφράζεται σε συσσώρευση χρήματος που όχι μόνο δεν σαπίζει ούτε μουχλιάζει αλλά αντίθετα βοηθάει στην κυκλοφορία και άρα στην χρήση των προϊόντων/ εμπορευμάτων και το βασικότερο αποτελεί βασικό κίνητρο για την περεταίρω ανάπτυξη της συσσώρευσης. Είναι ένας λόγος  για τον οποίο κάποιος μπορεί  «να αυξήσει τα υπάρχοντα πέρα από την χρεία της οικογένειας του και την προμήθεια άφθονών αγαθών για την κατανάλωση τους», είτε με την άμεση παραγωγή τους είτε μέσω της απλής ανταλλαγής.  Και με αυτό τον τρόπο υποστηρίζει ο Locke ότι  η αύξηση της ιδιοκτησίας  και της συσσώρευσής χρήματος όχι μόνο  δεν βλάπτει το κοινωνικό σύνολο, αλλά αντίθετα το ωφελεί αφού έτσι αυξάνονται το προϊόντα στα οποία μέσω του χρήματος έχουν πρόσβαση όλοι ή τουλάχιστον όσοι ήταν αρκετά εργατικοί για να τα αποκτήσουν.

Μέσα από αυτό το εξελικτικό σχήμα σκέψης ο Locke ξεκινώντας από την φυσική κατάσταση και την ιδιοκτησία του  καθενός πάνω στον εαυτό του και τον μόχθο του, φτάνει μέσω της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στην πολιτική κοινωνία που όχι μόνο  έχει σαν βασικό σκοπό την προάσπιση της ιδιοκτησίας, αλλά ουσιαστικά αποτελείται από τους ιδιοκτήτες, αφού όσοι μη όντας ικανοί να έχουν ιδιοκτησία δεν μπορούν να θεωρηθούν μέλη της πολιτικής κοινωνίας.

Η συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας, της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας «αποσκοπούν στην περιφρούρηση της ιδιοκτησίας των μελών της εν λόγω κοινωνίας». Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται όχι μόνο ρυθμίζοντας τις σχέσεις των μελών της ίδιας της πολιτικής κοινωνίας μέσα από την θέσπιση των νόμων και την εφαρμογή τους, ούτε απλά προστατεύοντας τα μέλη της πολιτικής κοινωνίας και τις ιδιοκτησίες τους από την επιβουλή των εξωτερικών εχθρών. Χρειάζεται επιπλέον να προστατευθεί η ιδιοκτησία και από την ίδια την εξουσία που έχει εκχωρηθεί στην διακυβέρνηση, δηλαδή στο κράτος, γιατί εάν το κράτος το ίδιο για τον Α ή τον Β λόγο επιβουλεύεται την ιδιοκτησία ενός μέλους της πολιτικής κοινωνίας, ουσιαστικά αναιρεί το λόγο για τον οποίο συγκροτήθηκε και για τον οποίο τα άτομα του εκχώρησαν την εξουσία που κατείχαν στην φυσική κατάσταση με βάση τον φυσικό νόμο. Έτσι, κανένας ηγεμόνας ή κυβερνήτης ή νομοθετικό σώμα που μπορεί να νομοθετεί για να ρυθμίσει της σχέσεις ιδιοκτησίας των υπηκόων, δεν επιτρέπεται να ιδιοποιηθεί έστω και μέρος της ιδιοκτησίας τους. Ούτε επίσης ο στρατηγός που μπορεί να δώσει εντολή στον στρατιώτη του να βαδίσει, έστω και άσκοπα στον θάνατο, δεν μπορεί να τον διατάξει να του δώσει έστω μια δεκάρα από την περιουσία του. Ακόμα και μετά από έναν  «δίκαιο» (δηλαδή αμυντικό) πόλεμο ο νικητής δεν διαθέτει πάνω στην περιουσία του ηττημένου άλλα δικαιώματα πέρα των πολεμικών αποζημιώσεων που εγείρει λόγω των ζημιών που έπαθε εξαιτίας του πολέμου. Στην αντίθετη περίπτωση ο ηττημένος κρατάει στο ακέραιο το δικαίωμα του να άρει την αδικία που υπέστη  όταν του δοθεί η ευκαιρία.

Μέσα από το συγκεκριμένο σχήμα σκέψης ο Locke τοποθετεί την ιδιοκτησία και την υπεράσπιση της στο κέντρο της δημιουργίας της πολιτικής κοινωνίας συνδέοντάς την όμως άμεσα και άρρηκτα με τον Λόγο και το Φυσικό Νόμο δίνοντάς της υπόσταση πολύ πιο στέρεα και από αυτή που έχει η πολιτική κοινωνία. Η πολιτική κοινωνία είναι ο τρόπος και η μορφή που παίρνει η υπεράσπιση του φυσικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Δεν πρόκειται όμως για οποιαδήποτε ιδιοκτησία, αλλά για εκείνη την ιδιοκτησία που κάποιος κατέχει επειδή την αξιοποιεί και την κάνει παραγωγική μέσω της εργασίας του. Για τον  Locke  δεν υπάρχουν κάποιοι που δικαιωματικά ως ευνοούμενοι του θεού  έχουν μεγαλύτερα δικαιώματα ιδιοκτησίας από κάποιους άλλους, μονάχα. Η εύνοια του θεού δόθηκε σε όλους το ίδιο και μένει σ’ αυτούς να αποδείξουν μέσω της εργατικότητας και της σύνεσης τους εάν είναι άξιοι αυτής της θείας εύνοιας. Για τον Lock η φύση δεν είναι παρά ένα αντικείμενο μέσω του οποίου οι άνθρωποι μπορούν να δείξουν πόσο ενάρετοι είναι. Η φύση χάνει την ιερότητα της και την άμεση σύνδεση με το θείο και την θέση αυτή παίρνει πλέον η εργασία. Η γη είναι χέρσα και στείρα αν δεν την γονιμοποιήσει η ανθρώπινη εργασία. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι για τον Locke ο παράδεισος δεν είναι η αγνή και παρθένα φύση, δημιούργημα του θεού, που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο ότι επιθυμεί (όπως υποστηρίζει η ως τότε χριστιανική παράδοση καθολικισμού & της ορθοδοξίας), αλλά ο μετασχηματισμός της από την ανθρώπινη εργασία και μόχθο και ότι αυτά μαζί με την λογική και την σύνεση είναι τα θεία δώρα στον άνθρωπο.

Ο Locke εδραιώνει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία, έξω από αυτή αυτό το δικαίωμα αίρεται αυτομάτως. Με αυτόν τον τρόπο ο Locke αμφισβητεί κι αυτός από την μεριά του σε φιλοσοφικό επίπεδο εκείνα ακριβώς που η ανερχόμενη αστική τάξη της εποχής του προσπαθούσε να αναιρέσει στην πράξη:

Τα προνόμια των ευγενών και τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής που είναι αντιπαραγωγικός και δεν αποδίδει την μέγιστη αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Τους φεουδάρχες δεν τους απασχολούσε τόσο να αυξήσουν την παραγωγικότητα της γης τους, όσο να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για να διάγουν τον πολυτελή τους βίο. Το δικαίωμα να μπορούν να στρατολογούν τους υπηκόους τους ήταν πιο πρωταρχικό από το να ελέγξουν την εργασία τους και την απόδοση της.

Την ύπαρξη των κοινοτικών γεών αλλά και ολόκληρη την κοινοτική κουλτούρα και τρόπο ζωής στον οποίο βασίζονταν σημαντικά τμήματα του πληθυσμού της υπαίθρου, όπου η εργασία δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τους κύκλους της φύσης και στηριζόταν σε ένα σημαντικό επίπεδο αυτάρκειας και συλλογικής ζωής στο οποίο η κοινότητα είχε μεγαλύτερη σημασία από το άτομο.

Ταυτόχρονα ο Locke συγκροτεί την ηθική βάση πάνω στην οποία βασίζεται το δικαίωμα των ευρωπαίων να αποικήσουν τον νέο κόσμο, να υφαρπάξουν το τόπο τον ιθαγενών και να εδραιώσουν εκεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους, μετατρέποντας αυτές τις τεράστιες και «αναξιοποίητες» εκτάσεις σε «γη της επαγγελίας» μέσα από την «επίπονη εργασία τους». Σ’ ένα κόσμο που η έννοια της ιδιοκτησίας ήταν σχεδόν άγνωστη τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τους εποίκους να υψώσουν τις νέες περιφράξεις τους, να κατατεμαχίσουν την γη και να εξωθήσουν τον κόσμο των «πρωτόγονων  ακόμα παραπέρα ως και την εξαφάνιση.

 

 

Δεν είναι μόνο ότι ο άνθρωπος στον Locke εμφανίζεται ως άτομο  έτσι που και οι κοινωνικοί δεσμοί, ακόμα και η πολιτική κοινωνία είναι κάτι το εξωτερικό προς αυτόν, αλλά και η ίδια η εργασία είναι μια ατομική διαδικασία. Στον Locke η εργασία εμφανίζεται συνεχώς ως ατομική εργασία, πουθενά δεν υπάρχουν σχέσεις εκμετάλλευσης και πουθενά δεν αναφέρεται ότι στην πραγματικότητα ο πλούτος και η ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της εργασίας των άλλων. Μονάχα μέσω αυτής μπορεί κανείς πραγματικά να αυξήσει την ιδιοκτησία του γιατί μονάχα βάζοντας κάποιους άλλος στην δούλεψή του μπορεί να αξιοποιήσει πιο πολλούς φυσικούς πόρους. Αντίθετα εάν κάποιος περιπέσει σε αυτή την κατάσταση, δηλαδή να υπηρετεί κάποιον άλλο, είναι απλά αποτέλεσμα των δικών του λαθών και επιλογών. Δεν έχει παρά να τραβήξει το δρόμο του να βρει έναν έρημο τόπο και μέσω της εργασίας του να τον ιδιοποιηθεί.

Τέλος το χρήμα στον Locke δεν παίζει το ρόλο της αποθησαύρισης του πλούτου, της ικανοποίησης των απολαύσεων και της πολυτέλειας, το χρήμα δεν είναι για να σπαταλιέται. Το χρήμα συντελεί στο ξεπέρασμα τον ορίων  που βάζουν οι φυσικές ιδιότητες των παραγόμενων αγαθών και οι πεπερασμένες δυνατότητες της ατομικής εργασίας στην συσσώρευση και στην διαρκή ανάπτυξη και άρα  στην επέκταση της αξιοποιήσιμης ιδιοκτησίας, δηλαδή της ιδιοκτησίας ως κεφαλαίου,. Το χρήμα διευκολύνει την κυκλοφορία των παραγόμενων  αγαθών ως εμπορεύματα πλέον και άρα την διαρκή και διεύρυνση  του κεφαλαίου ή αλλιώς αυτό που με τόση λαγνεία στις μέρες μας αποκαλούν ανάπτυξη.

This entry was posted in 6. Βιβλιοθήκη. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *