Η Νόσος των Τρομονόμων

Κίνδυνοι και παρενέργειες στην κοινωνία και τα κινήματα αλληλεγγύης

Από το 2001 και μετά, τα περισσότερα κοινοβούλια στα κράτη της Δύσης προχώρησαν στην ψήφιση νέων νόμων για την πάταξη του πολιτικού εγκλήματος – και η Ελλάδα με τον περίφημο Τρομονόμο δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι νέοι αυτοί νόμοι διέπονται από ένα κοινό πνεύμα. Κατ’ αρχάς είναι όλοι τους αυστηρότεροι προβλέποντας εξουθενωτικές ποινές (π.χ. στην Αμερική ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα έφεσης ακόμη και για εγκλήματα που δεν στρέφονται κατά της ζωής), κυρίως όμως είναι νόμοι που περιστέλλουν σημαντικά τις δημοκρατικές ελευθερίες και σε πολλές περιπτώσεις τις καταργούν εντελώς. Κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως το αείμνηστο πλέον τεκμήριο της αθωότητας, αποσιωπούνται, ή και καταργούνται ευθέως. Έννοιες που παραπέμπουν σε αντιλήψεις άλλων εποχών, όπως αυτή της συλλογικής ευθύνης, καθιερώνονται χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις. Ας θυμηθούμε ότι οι βαριές καταδίκες των κατηγορουμένων για την υπόθεση της 17Ν, η οποία δικάζεται σε δεύτερο βαθμό αυτές τις μέρες, στηρίχτηκαν στο σκεπτικό ότι οι κατηγορούμενοι είναι συλλογικά υπεύθυνοι για οποιαδήποτε ενέργειά της. Αμφιλεγόμενες πρακτικές, όπως η χρήση ανώνυμων μαρτυριών, νομιμοποιούνται στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Οι φρονηματικές διώξεις παρουσιάζονται ευθαρσώς ως τέτοιες –η περίπτωση του συντρόφου Κώστα Αβραμίδη είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα– και, επιπλέον, το γεγονός αυτό προοιωνίζεται την επέκταση του φαινομένου ποινικοποίησης των οποιουδήποτε τύπου κινήσεων αλληλεγγύης. Μικρής σημασίας περιστατικά, όπως αυτό της αρπαγής ασπίδων από μπάτσους για την οποία τρεις σύντροφοι βρίσκονται προφυλακισμένοι με διαβλητά αποδεικτικά στοιχεία, αναβαθμίζονται σε υποθέσεις τρομοκρατίας με ανάλογες εξελίξεις. Το κράτος διακηρύσσει πως θέλει να κλείσει οριστικά τον κύκλο της τρομοκρατίας αλλά στην πραγματικότητα επιφυλάσσει για τον εαυτό του τη διακριτική ευχέρεια να ανακαλύπτει οπουδήποτε υποθέσεις τρομοκρατίας. Θα δυσκολευόταν να το πράξει αυτό χωρίς να έχει στη διάθεσή του ένα απολύτως εύκαμπτο νομικό πλαίσιο το οποίο να επιτρέπει την απόδοση σχεδόν οποιουδήποτε νοήματος στους όρους, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες. Βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μία μείζονα μεταλλαγή των βασικών ιδεολογικών συνιστωσών του αστικού συστήματος, σε σχέση με αυτό που ήθελε να προβάλλει ως εικόνα του, αυτή ενός συστήματος ανεκτικού. Δύο βασικές και συμπληρωματικές εξελίξεις, όχι μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά ευρύτερα, στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας επέτρεψαν, διευκόλυναν και τελικά προετοίμασαν τη νομική αυτή μεταλλαγή.

Η πρώτη εξέλιξη έγκειται στο γεγονός της αυστηρής οριοθέτησης με νομικούς όρους από την πλευρά του συστήματος των παραδεκτών πολιτικών πρακτικών. Η οριοθέτηση αυτή τείνει να περιορίσει, δραστικά, τις παραδεκτές πολιτικές πρακτικές σε εκείνες μόνο οι οποίες βρίσκονται εντός των θεσμικών πλαισίων. Ναι, οι διαδηλώσεις επιτρέπονται ακόμα… Εφόσον βέβαια «συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις». Οι εξωθεσμικές όμως κινηματικές πρακτικές αντιμετωπίζονται πλέον με πολύ μεγαλύτερη ευκολία ως ποινικά κολάσιμες πράξεις καθώς, φαίνεται, πέρασε η εποχή κατά την οποία αυτές απλώς απονομιμοποιούνταν ιδεολογικά με την προπαγάνδα. Το μονοπώλιο του κράτους στην άσκηση βίας εμπεδώνεται ως τέτοιο στη συλλογική συνείδηση στο μέτρο που οποιαδήποτε κινηματική δράση που το αμφισβητεί δυναμικά καθίσταται ποινικά κολάσιμη.

Η δεύτερη εξέλιξη έγκειται στο ότι αυτές οι μη αποδεκτές πολιτικές πρακτικές όχι απλώς γίνονται αντικείμενο της επιλαβής του νόμου, αλλά δεν νοούνται καν ως πολιτικές. Από την εποχή κατά την οποία μόνο συγκεκριμένες, ακραίες υπό μία έννοια, πολιτικές πρακτικές ήταν αντικείμενο της επιλαβής του νόμου αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση σπανίως αμφισβητούνταν ο πολιτικός τους χαρακτήρας, έχουμε περάσει σε αυτήν του δόγματος της μηδενικής ανοχής. Το σύστημα πλέον, χωρίς αντίλογο, ορίζει τις παραδεκτές πολιτικές πρακτικές και χαρακτηρίζει όλες τις υπόλοιπες ως εγκληματικές πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν αδύνατη ή, έστω, κατά πολύ λιγότερο πιθανή αν δεν συνέβαινε στο πλαίσιο της γενικότερης αποπολιτικοποίησης της πολιτικής και επαναθέσμισής της μονομερώς πλέον από την κυρίαρχη ιδεολογία.

Η μετάλλαξη σχετίζεται άμεσα με την υποβάθμιση της έννοιας της ελευθερίας και την ταυτόχρονη ανάδειξη στη θέση της τής έννοιας της ασφάλειας ως απόλυτης προτεραιότητας ενός κράτους στο όνομα μάλιστα της ευημερίας των πολιτών του. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έπρεπε σήμερα να ξανασυστηθούν στον κόσμο υποψιαζόμαστε ότι θα διαφήμιζαν τον εαυτό τους όχι πλέον ως η Γη της Ελευθερίας, αλλά ως η Γη της Ασφάλειας. Αυτή η πολυθρύλητη ασφάλεια είναι και η αιχμή του δόρατος της κυρίαρχης ιδεολογίας στην προσπάθεια να αποσπάσει από την κοινωνία την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Είναι ζήτημα μεγάλης συζήτησης το γιατί η κοινωνία (ή μήπως θα έπρεπε να πούμε καλύτερα η κοινή γνώμη;) έφτασε να είναι τόσο φοβική σήμερα, πάντως, μέσα σε αυτό το κλίμα φόβου, αποσιωπάται ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα για την ιδεολογία του αστικού συστήματος, όπως μέχρι τώρα τη γνωρίσαμε: αυτό της κατοχύρωσης της ασφάλειας του πολίτη της αστικής δημοκρατίας απέναντι στο διογκούμενο κρατικό μηχανισμό ελέγχου και τις αυθαιρεσίες που προκύπτουν από τη διόγκωση αυτή.

Ήρθε λοιπόν η στιγμή να νοσταλγήσουμε το χαμένο κόσμο της αστικής νομικής αθωότητας; Εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία διαβάζουμε την ιστορία του αστικού νομικού συστήματος. Σύμφωνα με μια αφήγηση ευρέως αποδεκτή σήμερα, το αστικό μοντέλο, παιδί του διαφωτισμού, περικλείει από τη γένεση του έννοιες όπως η ελευθερία του ατόμου, η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, η προστασία του αδυνάτου απέναντι στην αυθαιρεσία του ισχυρού. Η νομική οπισθοχώρηση των τελευταίων ετών προβάλλεται ως ανάγκη λόγω της έκτακτης παγκόσμιας κατάστασης. Το κράτος, μας λένε, γίνεται αυταρχικότερο επειδή βρίσκεται σε άμυνα σ’ αυτόν το νέο ασύμμετρο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Σίγουρα, η επίκληση έκτακτων καταστάσεων έγινε πολλές φορές στο παρελθόν. Η διαφορά, βέβαια, έγκειται στο ότι το έκτακτο της κατάστασης αυτή τη φορά φαίνεται να εκτείνεται στο διηνεκές.

Απέναντι σε αυτή την αγιοποιητική ανάγνωση της ιστορίας του αστικού κράτους, πρέπει να προβάλλουμε την ιστορία των κινημάτων για να ξαναθυμίσουμε ότι οι δημοκρατικές ελευθερίες ποτέ δε χαρίστηκαν, αλλά κερδήθηκαν μέσα από πολύπλευρους αγώνες σε όλα τα κοινωνικά πεδία. Ενσωματώθηκαν στο λόγο του κυρίαρχου συστήματος έπειτα από επίμονες και συχνά αιματηρές διεκδικήσεις. Υπήρξαν το αποτέλεσμα αναγκαίων συμβιβασμών στους οποίους το σύστημα εξαναγκάστηκε, όποτε τα κοινωνικά κινήματα βρίσκονταν σε θέση σχετικής ισχύος. Όσοι μιλάνε για τις δημοκρατικές ελευθερίες θεωρώντας τις ως αναπόσπαστο στοιχείο της αστικής δημοκρατίας ξεχνάνε πόσο πρόσφατη είναι η κατοχύρωση των περισσότερων από αυτές, ότι δεν παραχωρήθηκαν δηλαδή με την άνοδο των αστικοδημοκρατικών καθεστώτων, αντίθετα υπήρξαν αντικείμενο χρόνιων διαπραγματεύσεων και ανοιχτών συγκρούσεων και φυσικά ουδέποτε υπήρξαν καθολικές, κατοχυρώθηκαν μόνο εκεί που υπήρξαν δυνατά κινήματα ώστε να τις διεκδικήσουν.

Εμείς σίγουρα θεωρούμε πως το μέχρι τώρα υφιστάμενο νομικό σύστημα υπήρξε αποτέλεσμα συνδιαμόρφωσης από κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, των οποίων θεωρούμε εαυτούς τμήματα και, για το λόγο αυτό, επιμένουμε στο να υπερασπιζόμαστε τις «παλιές καλές αστικοδημοκρατικές ελευθερίες», γιατί πολύ απλά δεν τις αναγνωρίζουμε ως αστικές, αλλά ως παρακαταθήκη ενός αγωνιστικού παρελθόντος δεκαετιών, εφαλτήριο για νέες κατακτήσεις. Συζητάμε λοιπόν και αναζητούμε τον τρόπο οργάνωσής μας και αντίταξης στις αυταρχικές τάσεις που αποτυπώνονται στους μετασχηματισμούς του σημερινού νομικού πλαισίου, γιατί δε θέλουμε να αυτοπεριχαρακωθούμε απλώς σε θέσεις στείρας άμυνας απέναντί τους.

Δεν τρέφουμε αυταπάτες για τη σημερινή συγκυρία. Η κοινοτική οδηγία, με την οποία καλείται να ευθυγραμμιστεί και το ελληνικό κράτος, αντιμετωπίζει ως έγκλημα ακόμη και τη μη αναφορά στις αρχές πληροφοριών που τυχαία έπεσαν στην αντίληψη κάποιου και που ενδεχομένως θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαλεύκανση υποθέσεων ένοπλης βίας. Η διάδοση ιδεών που θεωρείται (με ποιο κριτήριο άραγε;) ότι δυνητικά οδηγούν σε πράξεις ένοπλης βίας, επίσης ποινικοποιείται. Ας θυμηθούμε την άποψη πως η έννοια της πάλης των τάξεων οδηγεί σε εγκλήματα. Στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες, βασικές συνιστώσες της ιδεολογίας του αστικού κοινωνικού συστήματος, όπως μέχρι τώρα το γνωρίσαμε, σταδιακά παύουν να υφίστανται κλείνοντας έτσι και έναν ιστορικό κύκλο για τα κράτη της Δύσης. Αντικαθίστανται από το νέο μείζον ιδεολόγημα, αυτό της ασφάλειας στο όνομα της οποίας ψηφίζονται νέοι τρομονόμοι, διευρύνεται ο κατάλογος των παραβατικών πολιτικών συμπεριφορών και τα δικαιώματα κατηγορουμένων θεωρούνται περιττές πολυτέλειες που η σημερινή έκρυθμη κατάσταση δεν τα χωράει. Η αστική δημοκρατία, η μεγάλη νικήτρια του 20ου αιώνα προβάλλει στις αρχές του 21ου αιώνα ως το μόνο δυνατό και παραδεκτό πολιτικό σύστημα, η εναντίωση στο οποίο αποτελεί από μόνη της έγκλημα. Η τάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς για ευθυγράμμιση με την αστική νομιμότητα αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα αυτής της διάχυτης αντίληψης ότι τίποτε δεν είναι δυνατόν εκτός των ορίων του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Επιπλέον, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία πέτυχε να θεωρείται η οποιαδήποτε εκφορά λόγου για τις μορφές ένοπλης πάλης ως ταύτιση με αυτές, η συστημική αλλά και μεγάλο τμήμα της αντισυστημικής αριστεράς δεν εξέφερε συγκροτημένο λόγο για αυτές, είτε φοβούμενη την ταύτισή της μαζί τους είτε από αμηχανία και θεωρητική ανεπάρκεια για επεξεργασία του ζητήματος. Έτσι, το πεδίο έμεινε ελεύθερο και η κυρίαρχη ιδεολογία βρέθηκε να διαμορφώνει τις εξελίξεις αποκλειστικά, με τηλεοπτικούς όρους τις περισσότερες φορές.

Η συγκυρία είναι όντως δυσμενής (για την ακρίβεια έχει τα κακά της τα χάλια). Η απάλειψη της έννοιας των δημοκρατικών ελευθεριών από τη μέχρι τώρα γνωστή ατζέντα του αστικού λόγου επιβάλλει εκ νέου μια ιδεολογική αντιπαράθεση που μέχρι πριν από μια δεκαετία φαινόταν να έχει διευθετηθεί, έστω με συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές. Και είναι σημαντικό τους όρους αυτής της ιδεολογικής αντιπαράθεσης να τους θέσει το ίδιο το κίνημα και να μην αρκεστεί στα αμυντικά αντανακλαστικά του. Δε θέλουμε να αρκεστούμε σε ένα κίνημα αλληλεγγύης στους θιγόμενους από τις εξελίξεις γιατί θεωρούμε ότι είναι ζωτικό να ξαναεφεύρουμε ένα κίνημα που ξαναθέτει προς συζήτηση τις έννοιες της ελευθερίας και γενικά της πολιτικής με διεκδικήσεις που θα επανενεργοποιήσουν κινηματικές πρακτικές τις οποίες το σύστημα επιδιώκει να απονομιμοποιήσει.

Όλα είναι ανοιχτά σε αυτή τη φάση, γιατί τίποτε πλέον δεν είναι δεδομένο.

Αυτόνομο Στέκι

Φεβρουάριος 2006

This entry was posted in 0. Προκηρύξεις, έντυπα και εισηγήσεις. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *