Από τον Ευγένιο Αρανίτση.
Aυτό για το οποίο δεν μιλούν οι στατιστικές είναι όλες εκείνες οι λησμονημένες δυνατότητες, κάτω απ’ τον αστερισμό των οποίων είχαμε κάποτε αγαπήσει τη θλίψη μας, την τρυφερή, ευαίσθητη, πνευματώδη και μυστικοπαθή θλίψη.
Ανάμεσα σε όλα τα θεάματα που κυριαρχούν στη σφαίρα του μεταμοντέρνου σύμπαντος, κανενός η πραγμάτευση δεν είναι πιο παραπειστική απ’ ό,τι αυτή της κατάθλιψης. Όσο πλησιέστερα βρίσκονται οι άνθρωποι στη διαπίστωση πως η κατάθλιψη προσβάλλει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχεδόν τους πάντες, κάτι που θα τους επέτρεπε να συμπεράνουν την ενοχή του συνολικού τρόπου ζωής της εποχής μας, τόσο πιο απόμακρος και τεχνητός καταλήγει ο χειρισμός των περίφημων «δεδομένων» που την αφορούν: εφόσον, σου λέει, διαγνώστηκες με κατάθλιψη, τι πιο παρήγορο απ’ το να υπολογίζεις τον εαυτό σου σαν μια τυχαία μονάδα σ’ ένα στατιστικό αποτέλεσμα! Σπεύδοντας κανείς στο ραντεβού με τους αριθμούς, αποφεύγει, παρεμπιπτόντως, και το ενδεχόμενο κάποιας υπερβολικά αγέρωχης δυσπιστίας απέναντι στην πανάκεια των φαρμάκων. Ως επακόλουθο των παραπάνω, η αυταπάτη σύμφωνα με την οποία αιχμαλωτίζει κανείς τη σημασία του πράγματος, εφόσον συλλάβει τη στατιστική του συμπεριφορά, ποτέ δεν απόλαυσε τόσες τιμές, όσες με την τάχα επιστημονική εμβάθυνση στα στεγανά της συγκεκριμένης παθολογίας: αξιοποιώντας την αρωγή της στατιστικής, η επιστήμη περνάει στην αντεπίθεση, σαρώνοντας, πολύ αμερικανικά, όλες τις υποψίες περί βαθύτερων ιστορικών αιτιών, μαζί με τις ιδέες που εξαρτώνται από ένα τέτοιο σκανδαλώδες βάθος, οπότε εξελίσσεται με τη σειρά της σ’ ένα πνευματικό σύμπτωμα της ίδιας εκείνης αρρώστιας στην οποία καλείται να παράσχει τις πρώτες βοήθειες. Δειγματοληπτικά μιλώντας, τέτοιο κρούσμα ήταν το ντοκιμαντέρ με τον πομπώδη τίτλο The Sad People Factory – Κατάθλιψη: H σιωπηλή επιδημία που πρόβαλλε η ΕΡΤ, προϊόν γερμανοϊαπωνικού κυρίως ενδιαφέροντος, όπου η προσοχή εστιάστηκε αποκλειστικά στους δείκτες, στα ποσοστά, στους συσχετισμούς, στις στατιστικές καμπύλες και στα ερωτηματολόγια, εν ολίγοις σε οτιδήποτε εκτός απ’ την ουσία του ζητήματος. Για να μη μακρηγορώ, κανείς δεν έδειξε να γνωρίζει πως η κατάθλιψη αποτελούσε σήμερα την αλήθεια μας γιατί, απλούστατα, η αλήθεια ήταν καταθλιπτική.
Έτσι, ο Σεκάρ Σαξένα, διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο Ούλριχ Χέγκερλ, διευθυντής του ψυχιατρικού τμήματος στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ο δρ. Ζερόμ Γουέικφιλντ του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο δρ. Άλεν Φράνσες, πρόεδρος της ομάδας εργασίας DSM-IV και οι υπόλοιποι διαπρεπείς τιτλούχοι, όλοι υπαινίχθηκαν ή διακήρυξαν ανοιχτά τη βλακώδη πεποίθηση ότι η κατάθλιψη υπήρχε ανέκαθεν, με τη διαφορά ότι, τώρα, είχαν βελτιωθεί θεαματικά τα συστήματα διάγνωσης! Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Στιβς Ντεμαζέ, φιλόσοφος της Φυσικής, ισχυρίστηκε περίπου ότι η κατάθλιψη (δεν υφίσταται αλλά) είναι μόνο μια μεθόδευση, ώστε να νομιμοποιείται κανείς να ομολογεί ότι αισθάνεται θλίψη! Πάντως, το γιατί να είναι, αίφνης, απελπιστικά κατηφείς 400 εκατομμύρια πολίτες στις λεγόμενες προηγμένες δυτικές χώρες δεν φαίνεται να προβληματίζει τον σοφό καθηγητή. Για να το πούμε χωρίς περιστροφές, εκείνο που σταθερά αποσιωπάται εδώ είναι ότι, προφανώς, κάτι τόσο δυσοίωνο όσο το «σύνδρομο της στάχτης», όπως ονόμασαν την έλλειψη ζωτικότητας που προσβάλλει τα μεσαία και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, ισοδυναμεί με τα σήματα της θανατηφόρου αδιαφορίας και εξάντλησης που στέλνει επίμονα η κοινωνία στον εαυτό της, ειδοποιώντας για την κατάρρευση των φυσικών και πολιτισμικών αντιστάσεων στην αλλοτρίωση και στη διαρκή αιμορραγία του νοήματος απ’ τα πράγματα. Καταθλιπτικοί είμαστε λίγο-πολύ όλοι, με την έννοια ότι πάψαμε να αντιδρούμε σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω μας, και με το οποίο έχουμε πια αμετακλήτως εξοικειωθεί, συνθηκολογώντας με τις τρομώδεις αλήθειες και απογοητεύσεις του καταναλωτικού μηδενισμού και των προσποιήσεων που απλώνονται σαν ένας μόνιμος ίσκιος πάνω απ’ τις φωτεινές σημασίες της ανθρώπινης περιπέτειας, σημασίες όπως ήταν η αγάπη, ο έρωτας, η ευσπλαχνία, η πρωτοτυπία ή ο λυρισμός. Διότι αυτό για το οποίο δεν μιλούν οι στατιστικές είναι όλες εκείνες οι λησμονημένες δυνατότητες, κάτω απ’ τον αστερισμό των οποίων είχαμε κάποτε αγαπήσει τη θλίψη μας, την τρυφερή, ευαίσθητη, πνευματώδη και μυστικοπαθή θλίψη, τη θλίψη που νιώθαμε ενστικτωδώς στη διαπίστωση ότι ο χαρακτήρας των προσώπων και των καταστάσεων που συναντούσαμε στη ζωή μας ήταν πάντοτε αποχαιρετιστήριος – με δυο λόγια, τη σχεδόν απόκοσμη θλίψη των δειλινών του καλοκαιριού, αυτήν που εναντιωνόταν στην κατάθλιψη και που ακόμη σήμερα την περιμένουμε να επιστρέψει από τους θρύλους της παιδικής μας ηλικίας και να μεταμορφωθεί σε δίδαγμα.
(Αναδημοσίευση από lifo.gr)