Με αφορμή τον «Ηγεμόνα» του Niccolό Machiavelli

Με αφορμή τον «Ηγεμόνα» του Niccolό Machiavelli :

Μια θεωρία για την πολιτική εξουσία και η επικαιρότητα της για μας σήμερα

 

Γιατί επαναστατούν οι άνθρωποι ;

Επειδή οι κυβερνήτες επεμβαίνουν πολύ.

Γι’ αυτό επαναστατούν οι άνθρωποι.

 

Λάο Τσε

Ταο Τε Κινγκ

α) Ο Μακιαβέλι πέρα από τον «μακιαβελισμό»

 

Συνηθίζουμε να λέμε ότι η μετατροπή του ονόματος μιας προσωπικότητας σε επιθετικό προσδιορισμό με γενική χρήση στη γλώσσα συνιστά απόδειξη της επιρροής και της γενικής της αποδοχής. Η περίπτωση του Μακιαβέλι ίσως να αποτελεί μια ειρωνική επιβεβαίωση της ανωτέρω εκτίμησης, μιας και ο όρος «μακιαβελικός» που έμελλε να παγιωθεί απέκτησε περιεχόμενο συνώνυμο με αυτό της ραδιουργίας, της αδίστακτης άσκησης της εξουσίας, της πολιτικής ανηθικότητας και του κυνισμού στις ανθρώπινες σχέσεις. Ήδη με την έκδοση του «Ηγεμόνα» ο Μακιαβέλι αποκηρύχθηκε ως «απόστολος του Διαβόλου» και η Καθολική Εκκλησία περιέλαβε το έργο του στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum), ενώ ακόμη και σήμερα ο όρος «μακιαβελικός» πέφτει σαν βαριά σκιά πάνω στη σκέψη του ίδιου του Μακιαβέλι. Μήπως όμως ο λόγος για τον Μακιαβέλι προηγείται του έργου του, λειτουργώντας ως παραμορφωτικός φακός σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης του περιεχομένου του; Εν τέλει πόσο «μακιαβελικός» είναι ο Μακιαβέλι ;

Αν και ο Ηγεμόνας δίνει πολλές αφορμές για μια μακιαβελική ανάγνωση του, αφού προϋπόθεση της μακροημέρευσης της ηγεμονίας αποτελεί η ικανότητα του ηγεμόνα να μάθει να μην είναι καλός κατά τη διακυβέρνηση, υπάρχουν εξίσου σημαντικά στοιχεία που δικαιολογούν μια ερμηνεία του Μακιαβέλι πέραν των δυσοίωνων συνειρμών του όρου «μακιαβελικός». Αν και στον Ηγεμόνα οι ιδιότητες που απαιτούνται για την ίδρυση της ηγεμονίας παρατάσσονται με τη μορφή αντιθετικών ζευγών (π.χ. έπαινος-δυσφήμιση, γενναιοδωρία-λιτότητα, σκληρότητα-ευσπλαχνία, αγάπη-φόβος) το σκέλος με το σκοτεινό και «μακιαβελικό» περιεχόμενο χρησιμοποιείται μόνο για την θεμελίωση της ηγεμονίας και όχι για την συνήθη και κανονική διακυβέρνηση της. Έτσι, αν και είναι απαραίτητο να είναι κανείς πρώτα και κύρια σκληρός ή τσιγκούνης προκειμένου να πετύχει την καλύτερη δυνατή εδραίωση της ηγεμονίας του, αυτές οι ιδιότητες δεν μπορούν να λειτουργήσουν και ως συνήθη πρακτική στη σχέση του με το λαό, αφού απαιτείται να δείχνει ευσπλαχνία και γενναιοδωρία.[1] Συνεπώς, οι σκοτεινές και «ανήθικες» ιδιότητες του ηγεμόνα δεν σφραγίζουν την καθημερινότητα της διακυβέρνησης του, αλλά άπαξ και συμβάλλουν στη θεμελίωση της ηγεμονίας του βγαίνουν στο προσκήνιο κάθε φορά που διακυβεύεται η συνολική της υπόσταση ή η ομαλότητα της ηγεμονική τάξης. Μοιάζουν να συνιστούν μια στιγμή εξαίρεσης που ιδρύει και ταυτόχρονα συντηρεί ένα σε γενικές γραμμές μη μακιαβελικό σύστημα διακυβέρνησης. Την ανωτέρω ερμηνεία φαίνεται να υποστηρίζει και η προτροπή για μια εξουσία που εναλλάσσει μια διπλή φύση αντιθετικών στοιχείων[2] καθώς και η ανάγκη η γνώση της σκληρότητας να χρησιμοποιείται όχι πάγια, αλλά «ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν».[3] Τέλος, η σταθερά ευνοϊκή στάση του Μακιαβέλι προς το λαό συνιστά γεγονός που οριοθετεί και αμβλύνει κατά πολύ την επιφανειακή θέση περί μιας αδίστακτης και δίχως όρια εξουσίας. Πράγματι, για τον Μακιαβέλι ο λαός και η ευημερία του ανατιμώνται σε βασικό πυλώνα της ηγεμονίας. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μακιαβέλι : «σ’ έναν ηγεμόνα είναι απαραίτητο να έχει φιλικό το λαό, διαφορετικά, δεν έχει καμία λύση στις αντιξοότητες».[4] Φυσικά, η ανωτέρω εκτίμηση προς το λαό συνιστά στρατηγική επιλογή στο πλαίσιο της αποτελεσματικής οικοδόμησης μιας ηγεμονίας. Ο Μακιαβέλι αναγκάζεται να στραφεί προς το λαό και να αναγνωρίσει το πολιτικό του εκτόπισμα μιας και αυτός εισβάλλει στην ιστορική σκηνή ως ισχυρό πολιτικό υποκείμενο. Σε αντίθεση με άλλα κράτη ή άλλες εποχές τώρα ο λαός έχει τη δύναμη και δεν μπορεί να αγνοηθεί όπως γινόταν παλαιότερα, οπότε και ευνοούνταν ο στρατός ως φορέας μεγαλύτερου ειδικού βάρους.[5] Ωστόσο, παρά τον στρατηγικό της χαρακτήρα, η επιλογή της εύνοιας προς το λαό αντλεί την ισχύ της από την προβλεπόμενη ως μακρά ιστορική διάρκεια του αναδυόμενου πολιτικού υποκειμένου. Φαίνεται ότι κατά την εκτίμηση του Μακιαβέλι το πολιτικό μέγεθος λαός «ήρθε για να μείνει». Συνεπώς, η όποια στάση του ηγεμόνα απέναντι του δεν μπορεί να εγγραφεί στο ίδιο πλαίσιο ελιγμών και «μακιαβελικών» πρακτικών κατά την άσκηση της εξουσίας. Το καλύτερο φρούριο που μπορεί να αποκτήσει ο ηγεμόνας είναι η αγάπη του λαού, γιατί στην αντίθετη περίπτωση ακόμη και τα καλύτερα τείχη δεν μπορούν να τον προστατεύσουν από τη λαϊκή οργή.[6] Εξάλλου, αυτή η αντιμετώπιση του λαού ως αδιαπραγμάτευτου και πάγιου πολιτικού μεγέθους στον ιστορικό ορίζοντα της εποχής συνιστά και την διορατικότητα, αλλά και τον περίφημο ρεαλισμό του Μακιαβέλι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μακιαβέλι αναγκάζεται να αναγνωρίσει τη σημασία του λαού ως ισχυρού πολιτικού «παίκτη», διαμορφωτή της νέας πολιτικής πραγματικότητας, και να επινοήσει τρόπους ώστε το υποκείμενο αυτό να ενταχθεί με ομαλό τρόπο στην αρχιτεκτονική των νέων ηγεμονιών, διακυβεύοντας όσο το δυνατόν λιγότερο την θέση εξουσίας του ηγεμόνα.

Συνεπώς, αν ο Μακιαβέλι υπάρχει πέρα από τη σκιά του μακιαβελισμού αυτό συμβαίνει επειδή φαίνεται να εισηγείται μια νέα θεώρηση της πολιτικής εξουσίας, αποσκοπώντας στην εδραίωση και την διαιώνιση των ηγεμονιών της εποχής του. Αυτή η εξουσία, εφόσον έχουμε αφήσει πίσω μας τον «μακιαβελισμό», δεν μπορεί συρρικνωθεί στον κυνισμό της συμπεριφοράς του ηγεμόνα ή στην σκαιότητα των μηχανορραφιών που απεργάζεται ενάντια στους άλλους.[7] Για να έχει μια λειτουργική υπόσταση και μια χρησιμότητα θα πρέπει να αφορά μια νέα εξουσιαστική πρακτική σε συνάρτηση με τα μεγέθη και τις νοοτροπίες που ανατέλλουν στο στερέωμα του μεταμεσαιωνικού κόσμου.

β) Προς μια μακιαβελική σύλληψη της εξουσίας

 

Ο Μακιαβέλι ζει και γράφει σε μια εποχή ρευστότητας, ανακατατάξεων και σύγχυσης, όπου «όλοι μπορούν να δουν, λίγοι όμως καταλαβαίνουν»[8]. Ο ίδιος με την άνοδο των Μεδίκων στην εξουσία χάνει τη θεσμική θέση του στο προηγούμενο καθεστώς, βασανίζεται, φυλακίζεται και από τον τόπο της πολιτικής του εξορίας συγγράφει τον Ηγεμόνα αποζητώντας την εύνοια των Μεδίκων προκειμένου να επιστρέψει στα δημόσια πράγματα. Ταυτόχρονα, η εποχή αυτή συνιστά μεταίχμιο μεταξύ του μεσαιωνικού κόσμου και της νεοτερικής συνθήκης, το κατώφλι ανάμεσα στην προσωποποιημένη εξουσία του βασιλιά εντός του μεσαιωνικού κοσμοειδώλου και στην μοντέρνα κατάσταση του συγκεντρωτικού έθνους-κράτους με τους απρόσωπους θεσμούς κυριαρχίας, όπως αυτό θα αποκρυσταλλωθεί την εποχή μετά τη συνθήκη της Βεστφαλίας (1648). Καθώς η πολιτική εξουσία χάνει τα θεολογικά/κληρονομικά της θεμέλια τίθεται το ζήτημα της εκ νέου θεμελίωσης και διατήρησης της. Η απεύθυνση του Μακιαβέλι, πρακτικά, αφορά κάθε πολίτη που θα καταφέρει να αναρριχηθεί στην εξουσία και θα προσπαθήσει να διατηρηθεί σε αυτήν όσο το δυνατό περισσότερο, μιας και η παραμονή του σε αυτή θα διακυβεύεται συνεχώς και από πολλές πλευρές.

Λαμβάνοντας υπόψη μας το πλαίσιο της εποχής και τους όρους που αφορούν την άσκηση της εξουσίας, ίσως ο Ηγεμόνας να μπορούσε να αποτελέσει πηγή μιας αντίληψης για την εξουσία που θα έχει ως κέντρο βάρους της τη στρατηγική και την τεχνική που απαιτεί η άσκηση της. Σε αντίθεση με τον μεταγενέστερο του, Thomas Hobbes, o Μακιαβέλι τείνει μάλλον να συλλάβει τους όρους του εξουσιαστικού παιχνιδιού όχι βάσει μιας στατικής υπέρτατης αρχής που νομοθετεί και εγγυάται την σταθερότητα της πολιτικής κοινότητας, αλλά μιας στρατηγικής ικανότητας διαχείρισης μεγεθών και υποκειμένων που τίθενται ενώπιον του ηγεμόνα στην προσπάθεια του να εδραιώσει και να διατηρήσει της ηγεμονική του δύναμη.[9] Εφόσον μια τέτοια ερμηνευτική αφετηρία είναι σωστή, η εξουσία σύμφωνα με τη μακιαβελική της σύλληψη οφείλει να κατανοηθεί με τη μορφή της ρύθμισης και του τρόπου με τον οποίο συσχετίζονται διαφορετικοί παίκτες εντός της πολιτικής αρένας. Δεν έχει να κάνει τόσο με την ικανότητα επιβολής της βούλησης ενός παντοδύναμου υποκειμένου πάνω στις βουλήσεις και τις αντιστάσεις άλλων ή με την ικανότητα οργάνωσης της συνολικής τάξης με βάση το σχέδιο του κυρίαρχου. Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία είναι η εκπόνηση επιτυχημένων τακτικών μέσα από και παρά την ύπαρξη μεγεθών που μπορεί να είναι εχθρικά για τον επίδοξο ηγεμόνα. Ο στόχος εδώ είναι να διατηρηθεί «το πάνω χέρι» σε κάθε δεδομένη κατάσταση και όχι τόσο να επιβληθεί η αντίληψη για το πώς πρέπει να οικοδομηθεί συνολικά το κοινωνικό πεδίο ή η απόλυτη ταύτιση των κυριαρχούμενων με τον κυρίαρχο.[10] Συνέπεια των παραπάνω αποτελεί ότι η «αρχιτεκτονική» της νέας ηγεμονίας δεν μπορεί να κατανοηθεί με όρους κατασκευής μιας στατικής και απόλυτα προσδιορίσιμης θεσμικής δομής, αλλά συλλαμβάνεται μέσω της ρευστότητας, της συνεχούς κίνησης, και του ενδεχομενικού χαρακτήρα των συνθηκών μέσα στις οποίες και παρά τις οποίες καλείται να ορθωθεί η ηγεμονική εξουσία.[11]

Βάσει της ανωτέρω σύλληψης της εξουσίας ο ηγεμόνας καλείται να διαχειρισθεί μια σειρά από πολιτικά μεγέθη, εγκαθιδρύοντας τέτοιου τύπου σχέσεις μεταξύ τους, ώστε να μπορεί να διασώζει την δική του υπεροχή. Τέτοια μεγέθη αποτελούν ο στρατός, ο λαός και οι ευγενείς στο εσωτερικό της ηγεμονίας, αλλά και τα δυνατά ξένα κράτη.[12] Έτσι, οφείλει να μεταχειρίζεται τους λιγότερο ισχυρούς χωρίς να αυξάνουν τη δύναμη τους, και τους ανίσχυρους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αποκτούν ποτέ ισχύ. Φαίνεται πως η λογική του τρόπου διακυβέρνησης δεν είναι αυτή της μετωπικής σύγκρουσης και της εξάλειψης υποκειμένων ή παραγόντων που δεν υποτάσσονται απόλυτα στη βούληση του ηγεμόνα, αλλά της χαλιναγώγησης τους στο βαθμό που είναι αναγκαίο να αναχαιτισθεί η άμεση απειλή που μπορεί να συνιστούν για την ηγεμονία.[13] Συνεπώς, ο ηγεμόνας μοιάζει να τοποθετείται μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων το οποίο πρέπει να ρυθμίζει και να αναδιοργανώνει, εκπονώντας στρατηγικές και τακτικές κινήσεις που ερμηνεύουν τις κινήσεις των άλλων παικτών μεμονωμένα και στο συνδυασμό τους.

Ένα δεύτερο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ μια περισσότερο στρατηγικά σχεσιακής και «εν κινήσει» αντίληψης της εξουσίας αποτελεί η αξίωση ευελιξίας και προσαρμογής του ηγεμόνα στις αλλαγές που συντελούνται στο περιβάλλον που ασκεί την εξουσία. Εδώ και πάλι η κατάκτηση της ηγεμονίας δεν είναι κάτι που συντελείται άπαξ, θεμελιωμένη πάνω σε σταθερούς και ασφαλείς πυλώνες. Αντίθετα, απαιτείται εγρήγορση ενόψει της αλλαγής της φοράς της τύχης και των πραγμάτων, μιας και «είναι ευτυχής εκείνος που συνταιριάζει τον τρόπο της πορείας του με τις απαιτήσεις των καιρών και, με παρόμοιο τρόπο, δυστυχής εκείνος που η πορεία του δεν είναι αρμονική με τους καιρούς».[14] Μάλιστα, ο ρυθμός της αλλαγής των εφαρμοζόμενων στρατηγικών διακυβέρνησης μπορεί να είναι τόσο γρήγορος που και ο ίδιος ο Μακιαβέλι μοιάζει να δυσπιστεί για την ικανότητα των ανθρώπων να μεταβάλλουν την στάση τους ανάλογα με την κίνηση του κοινωνικού περιβάλλοντος εξαιτίας της σταθερής και δυσμετάβλητης φύσης των ανθρώπων.[15] Ο ηγεμόνας, παράλληλα με την ευλυγισία των πολιτικών κινήσεων του οφείλει να γίνει φορέας ενός ρεαλισμού προσαρμοσμένου στις ανάγκες της εξουσιαστικής στρατηγικής του. Είναι αυτός ρεαλισμός που επιτάσσει την αποδοχή της ανάδυσης νέων μεγεθών ή την ιστορική τους μεταμόρφωση ως αναπόφευκτων. Τα μεγέθη αυτά δεν πρέπει να καταπολεμηθούν, αλλά να διαρρυθμιστούν έτσι, ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της εξουσιαστικής πρακτικής, δηλαδή η υπεροχή του ηγεμονικού αξιώματος, ως «αυτό που δεν πρέπει ποτέ να λείψει σε καμία περίπτωση».[16]

Έχοντας προσδιορίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την έννοια της εξουσίας, ίσως θα άξιζε να προβούμε σε έναν παραλληλισμό της με την σύλληψη της εξουσίας στο έργο του Μισέλ Φουκώ. Μέσα από μια τέτοια συσχέτιση πιθανόν να συλλάβουμε καλύτερα την ιδιαιτερότητα του περιεχομένου της, αλλά και την επικαιρότητα της για μας σήμερα. Εάν η ανωτέρω ερμηνεία μας για την φύση της εξουσίας στο Μακιαβέλι δεν αστοχεί ολοκληρωτικά, τότε η εγγύτητα της με την σκέψη του Φουκώ μπορεί να φανεί εντυπωσιακή.[17]

Για τον Μισέλ Φουκώ ολόκληρη η ιστορία οφείλει να κατανοηθεί με βάση το μοντέλο του πολέμου και της μάχης,[18] δίνοντας έμφαση στις στρατηγικές και τις τακτικές που αναπτύσσονται παρά στις θεσμικές δομές ή την ισχύ της νομοθεσίας. Ο Φουκώ βλέπει να αναπτύσσεται ένα δίκτυο εξουσιαστικών σχέσεων με χαρακτήρα αυστηρά σχεσιακό και σε διαρκή συνάρτηση με μια πολλαπλότητα σημείων αντίστασης.[19] Πιο συγκεκριμένα, θέλοντας να αφήσει οριστικά πίσω του την σύλληψη της εξουσίας με όρους μιας καταπιεστικής παρέμβασης ενός κυρίαρχου υποκειμένου, που διατάσσει και νομοθετεί δεσμευτικά τη βούληση του, θα πει για την εξουσία :

«Είναι ένα σύνολο δράσεων πάνω σε δυνατές δράσεις : ενεργεί στο πεδίο της δυνατότητας όπου έρχεται να εγγραφεί η συμπεριφορά των δρώντων υποκειμένων: παρακινεί, επάγει, εκτρέπει, διευκολύνει ή κάνει κάτι πιο δύσκολο, διευρύνει ή περιορίζει, καθιστά κάτι περισσότερο ή λιγότερο πιθανό· οριακά εξαναγκάζει ή εμποδίζει απόλυτα· αλλά είναι πάντα ένας τρόπος δραν πάνω σ’ ένα ή σε πολλά δρώντα υποκείμενα, κι αυτό στο βαθμό που αυτά δρουν ή είναι επιδεκτικά δράσης. Μια δράση πάνω σε δράσεις».[20]

Αντίστοιχα, για τον τρόπο άσκησης της σημείωνε :

«Το να κυβερνάς, με αυτή την έννοια, σημαίνει να δομείς το ενδεχόμενο πεδίο δράσης των άλλων. Ο τρόπος σχέσης που προσιδιάζει στην εξουσία δε θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί στη μεριά της βίας και του αγώνα, ούτε στη μεριά του συμβολαίου και του ηθελημένου δεσμού (τα οποία δεν μπορεί να είναι παρά εργαλεία της το πολύ)· αλλά στη μεριά αυτού του μοναδικού τρόπου δράσης – ούτε πολεμικού ούτε νομικού- που είναι η διακυβέρνηση».[21]

Φυσικά, η αντίληψη της εξουσίας στο Φουκώ σφραγίζεται από την πλήρη απόρριψη της αναγνώρισης του κράτους και των άλλων εξορισμού καταπιεστικών θεσμών (στρατός, αστυνομία) ως προνομιακών τόπων ανάβλυσης της εξουσίας. Για τον Φουκώ η εξουσία νοείται πρωτίστως στο μικροεπίπεδο των διάχυτων σχέσεων ασκούμενη μέσα από ειδικές τακτικές και τεχνικές και για αυτό μας παρακινεί μονίμως «να κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά»[22], δηλαδή να υιοθετήσουμε εκείνη την παράσταση για τα εξουσιαστικά μεγέθη που δεν θα περιλαμβάνει το ζήτημα της ανώτατης αρχής ή του νόμου και της απαγόρευσης. Μια τέτοια αντίληψη είναι ξένη προς τον Μακιαβέλι και τη σαφή υπεροχή που δίνει στην ισχύ του Ηγεμόνα έναντι των υπόλοιπων πολιτικών υποκειμένων. Τέλος, σε αντίθεση προς το Μακιαβέλι, για τον Φουκώ η εξουσία έχει πάντα μια παραγωγική και «θετική» πλευρά, δηλαδή επιδιώκει να αναδομήσει το ίδιο το υποκείμενο ενσταλάζοντας του αξίες και νόρμες, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η απαγόρευση και η καταστολή να μην καθίστανται αναγκαίες.[23]

Αν οι παραπάνω σκέψεις δεν σφάλλουν οικτρά, τότε ένα αόρατο μα υπαρκτό νήμα μοιάζει να συνδέει τη σκέψη τη Μακιαβέλι με αυτή του Φουκώ. Αυτό γιατί παρά τις εμφανείς διαφορές τους φαίνεται να παρατηρείται μια ευτυχής σύμπτωση στη βασική θέση τους για την εξουσία. Η εκπόνηση αποτελεσματικών στρατηγικών, η αέναη πολεμική διάταξη απέναντι στα εκάστοτε ιστορικά υποκείμενα, η έμφαση στη δυναμική των σχέσεων παρά στη στιβαρότητα των θεσμών καθώς και η ανάγκη συνεχούς ρύθμισης και διαχείρισης των αντιπάλων με όρους τακτικής παρά καταστολής,[24] αποτελούν τη δέσμη των κοινών τους γνωρισμάτων. Εφόσον μια τέτοια εγγύτητα ευσταθεί, τότε με την ίδια κίνηση, ο Μακιαβέλι αναδεικνύεται ως θεμελιωτής μιας ξεχωριστής παράδοσης για τη νεοτερική εξουσία, διακριτής προς την παράδοση που εγκαινιάζει ο Hobbes,[25] ενώ ταυτόχρονα μέσω της σχέσης του με το Φουκώ γίνεται ξανά επίκαιρος για την κατανόηση της άρθρωσης του εξουσιαστικού φαινομένου την εποχή του ύστερου καπιταλισμού.

 

γ) Ο Μακιαβέλι δραπετεύει από τον 16ο αιώνα

 

Ήδη από τη δεκαετία του 1970 παράλληλα προς τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού φαίνεται ότι λαμβάνει χώρα και ένας μετασχηματισμός της ίδιας της κρατικής οντότητας και του τρόπου άσκησης της εκπορευόμενης από αυτήν εξουσίας. Οι μέχρι τότε κάθετα οργανωμένες ιεραρχικές δομές του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας μοιάζουν ξεπερασμένες μπροστά στην αυξανόμενη τάση διεθνοποίησης των φορέων του κεφαλαίου και το πλαίσιο ρευστότητας και επιτάχυνσης  που δημιουργεί ο διεθνοποιούμενος ανταγωνισμός. Ο λόγος γίνεται εδώ για την επονομαζόμενη ως «μετάβαση από την κυβέρνηση στην διακυβέρνηση»[26] που καλείται να εκφράσει συνθηματολογικά τη διαδικασία μετασχηματισμού του κρατικού φαινομένου στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ευέλικτου και επιτελικού κράτους.[27] Το περιεχόμενο αυτού του μετασχηματισμού, τουλάχιστον όπως αυτός λαμβάνει χώρα εντός της Ε.Ε., συνίσταται στο «άδειασμα» του κράτους από αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες[28] που μέχρι πρότινος υπάγονταν στον αδιαμεσολάβητο έλεγχο του και την εκχώρηση τους σε μια ποικιλία φορέων προς τα πάνω σε υπερεθνικό επίπεδο (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), προς τα κάτω σε υποεθνικό επίπεδο (π.χ. Περιφέρειες και Δήμοι) και πλαγίως σε ανεξάρτητους οργανισμούς και φορείς της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. ΜΚΟ, Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, Κεντρική Τράπεζα, επιτροπές). Ωστόσο, ένας τέτοιος τρόπος μεταβολής της διαδικασίας του κυβερνάν δεν οδηγεί σε μια αποδυνάμωση του κράτους υπέρ των αναδυόμενων φορέων της κοινωνίας ούτε σε μία υποχώρηση του ενόψει των διαδικασιών της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.[29] Το κράτος εξακολουθεί να παίζει κυρίαρχο ρόλο μέσα σε αυτό το πολυεπίπεδο πλέγμα φορέων, οργανισμών και υποκειμένων στο εσωτερικό και το εξωτερικό της επικράτειας του. Αυτό που αλλάζει φαίνεται πως είναι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα η παρέμβαση του. Έτσι, το κράτος καλείται να συντονίσει και να ρυθμίσει έναν αστερισμό φορέων προκειμένου να ενταχθούν στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής κατεύθυνσης που αυτό έχει επιλέξει. Το κράτος-στρατηγείο μπορεί να μην παρεμβαίνει πια άμεσα με τον τρόπο του κεϋνσιανού προνοιακού κράτους, φορολογώντας και αναδιανέμοντας εισοδήματα ή διατηρώντας «φυσικά μονοπώλια» διοικούμενα από μεγάλους γραφειοκρατικούς οργανισμούς, αλλά κάνει αισθητό τον κυρίαρχο ρόλο του μέσα από την κατάστρωση των κατάλληλων, ανάλογα με τη συγκυρία, τακτικών διαχείρισης των θεσμικών μεγεθών που μπορεί να μην εντάσσονται στη δική του οργανωτική υπόσταση, αλλά τελούν υπό τον διαρκή έλεγχο του.[30] Η βασική του ιδιότητα δεν συνίσταται τόσο σε μια άμεση παρέμβαση επί των μεγεθών της κοινωνίας, αλλά στην θέσπιση των κανόνων που θέτουν το αξιακό πλαίσιο των κινήσεων των επιμέρους φορέων, στον προσδιορισμό της στοχοθεσίας τους, αλλά και στην ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων, επιλύοντας τις προστριβές που θα προκύψουν ανάμεσα τους κατά της διαδικασία της διακυβέρνησης. Φυσικά, η δική του στόχευση συνίσταται στη διατήρηση της κυριαρχίας του και την ευόδωση των γενικών του προσανατολισμών, όπως διαμορφώνονται υπό την πίεση ή επιρροή των ισχυρότερων κοινωνικών και οικονομικών δρώντων. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μια αλλαγή της λογικής και της τεχνικής του κυβερνάν που μοιάζει να κινείται στην κατεύθυνση της «αποκυβερνητικοποίησης του κράτους» και της ταυτόχρονης «αποκρατικοποίησης της κυβέρνησης».[31] Σε μια πρώτη κίνηση το κράτος φαίνεται πρόθυμο να εκχωρήσει αρμοδιότητες και αυτονομία κινήσεων σε μια ποικιλία φορέων στη φάση της «απορρύθμισης» του μόνο και μόνο για να τους επανεγγράψει στην ανανεωμένη ως «κυβέρνηση εξ αποστάσεως»[32] ρυθμιστική πρακτική του στη φάση της επαναρρύθμισης του.

Εφόσον η ανάδειξη του κράτους επιτελείου-ρυθμιστή μιας σειράς φορέων ή ευμετάβλητων συνθηκών ανταποκρίνεται στην αναδιάρθρωση του κράτους την εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού, τότε η συμβολή του Μακιαβέλι θα μπορούσε να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην κατανόηση της βαθύτερης λογικής των μεγεθών του υπό διαμόρφωση θεσμικού τοπίου. Η μετατόπιση της έμφασης από την άμεση κρατική παρέμβαση στην έμμεση ρύθμιση των ορών του κοινωνικού πεδίου· από τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό των δυσκίνητων κρατικών δομών, στις διαρκώς μεταβαλλόμενες τακτικές μιας ρευστής αρένας καθολικοποιημένου ανταγωνισμού όλων με όλους, φέρνει στο προσκήνιο την μακιαβελική οπτική για την εξουσία, όπως την προσδιορίσαμε ανωτέρω. Ο στόχος εδώ δεν είναι μια «θετική» παρέμβαση με στόχο την οριστική εξάλειψη των αντιπάλων ή την αναίρεση των αιτιών που γεννούν ένα φαινόμενο-εμπόδιο στον μέχρι τώρα σχεδιασμό, αλλά ο έλεγχος, η ρύθμιση, η διαχείριση και η στρατηγική εκτροπή του από την αρχική του τροχιά προς όφελος της διαιώνισης της κυριαρχίας. Στο νέο αυτό πλαίσιο οι κρατικοί χειρισμοί τείνουν να θυμίζουν περισσότερο τις ευέλικτες τακτικές του Καίσαρα Βοργία[33] ή τη στρατηγική των Ρωμαίων κατά τη διοίκηση των επαρχιών τους[34] αφού καταφέρνουν, μέσα από τον επιδέξιο χειρισμό ενός αριθμού παικτών, να διατηρούν την υπεροχή τους και να μεταβάλλουν την κίνηση τους ανάλογα με την μεταβαλλόμενη κίνηση και τις διαθέσεις των αντιπάλων. Η αντιστοίχηση των νέων τεχνικών διακυβέρνησης με τη σκέψη του Μακιαβέλι για την εξουσία είναι αυτή που του εξασφαλίζει μια θέση στη συζήτηση για το σύγχρονο κράτος, σφραγίζοντας τη σημασία του για μας σήμερα.

Στο γνωστό πορτραίτο του από τον Santi di Tito ο Μακιαβέλι εικονογραφείται με κοφτά χαρακτηριστικά, διεισδυτικό βλέμμα και ένα αινιγματικό χαμόγελο, καθώς στέκεται όρθιος κρατώντας στο ένα χέρι ένα μικρό βιβλίο. Ύστερα από πέντε αιώνες εύκολα διαπιστώνουμε ότι ο Μακιαβέλι ήταν κάτι περισσότερο από άνθρωπος της εποχής του. Μέσα από τις επικρίσεις και τους αφορισμούς επιστρέφει ανά τους αιώνες, σταθερό σημείο αναφοράς σε κάθε συζήτηση περί κράτους και εξουσίας. Πέρα από το μακιαβελισμό επιστρέφει ξανά. Μετά από μια πλημμυρίδα ερμηνειών επιστρέφει πάλι. Διασχίζοντας τον 20ο αιώνα, με απροσδόκητο συνοδοιπόρο τον Μισέλ Φουκό, και πάλι επιστρέφει. Τον συναντάμε ξανά στην αυγή του 21ου αιώνα, κατά την έσχατη μεταμόρφωση του κράτους και του εξουσιαστικού φαινομένου. Επιστροφή στην  εποχή των μεγάλων αναδιαρθρώσεων, των ρευστών ισορροπιών και των αμείλικτων διακυβευμάτων. Η έκβαση αυτών ίσως σημάνει το τέλος της επιστροφής, το τέλος της εποχής του Μακιαβέλι, την απάντηση στο αινιγματικό του χαμόγελο.


[1]Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, μτφρ. Μαρία Κασωτάκη, Πατάκης, Αθήνα, Δεκέμβριος 2010, σ. 88-95.

[2]Άυτ. ,σ. 96.

[3]Άυτ., σ. 87.

[4]Άυτ., σ. 62.

[5]Άυτ., σ. 110.

[6]Άυτ., σ. 117.

[7]Manfred J. Holler, «Niccolό Machiavelli on Power», Perspectives in Moral Science, 2009, σ. 335.

[8]Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, ό.π., σ. 98.

[9]Για μια διάκριση μεταξύ Hobbes και Machiavelli που ακολουθεί την ανωτέρω λογική βλ. Stuart R. Clegg, Frameworks of Power, Sage Publications, London/Thousand Oaks/New Delhi 1989, σ. 29-36.

[10]Άυτ., σ. 32-33 καθώς και Manfred J. Holler, «Niccolό Machiavelli on Power» ό.π., σ. 352 όπου γίνεται αναφορά στη στρατηγική σύλληψη της εξουσίας από τον Μακιαβέλι.

[11]Εδώ ας θυμηθούμε ότι ο Μακιαβέλι υπήρξε συγγραφέας και του βιβλίου Περί Πολέμου, αλλά και ότι ο Ηγεμόνας είναι γεμάτος με στρατιωτικού και πολεμικού τύπου αναφορές.

[12]Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, ό.π., σ. 24-25, για το παράδειγμα των Ρωμαίων προς τις κατακτήσεις τους.

[13]Άυτ. σ, 102-103, για το χαλινάρι που φοριέται στους μεν (ευγενείς) με τη συνδρομή των δε (λαός) και την ανάθεση της υποστήριξης των δε απέναντι στους μεν μέσω ενός τρίτου –συγκροτημένου ειδικά για αυτό το σκοπό φορέα- (κριτής). Φυσικά η υπέρβαση αυτών των ορίων δεν αναμένεται να αντιμετωπισθεί με τον ίδιο έμμεσο τρόπο από τον ηγεμόνα.

[14]Άυτ., σ. 131-132.

[15]Άυτ., σ. 132 και 129.

[16]Άυτ., σ.123.

[17] Φυσικά ένας τέτοιος συσχετισμός αναγκαστικά λαμβάνει το χαρακτήρα της ερμηνείας του Μακιαβέλι με τον Φουκώ ενάντια στον Φουκώ, μιας και ο τελευταίος ενέγραφε την μακιαβελική σύλληψη της εξουσίας σε αυτό που ονόμαζε «μοντέλο Λεβιάθαν», το οποίο και αντιδιέστειλε προς το περιεχόμενο που ο ίδιος έδινε στην εξουσία. Για την σχέση Φουκώ-Μακιαβέλι βλ. Adam Holden & Stuart Elden, «It cannot be a Real Person, a Concrete Individual”: Althusser and Foucault on Machiavelli’s Political Technique», Borderlands e-journal, τομ. 4, τχ. 2, 2005.

Βέβαια, ο Φουκώ αφήνει μια πιθανότητα αναγνώρισης του Μακιαβέλι ως πιθανού θεωρητικού του προγόνου ως προς το ζήτημα της εξουσίας, ο οποίος οφείλει όμως να υπερβαθεί πηγαίνοντας την ανάλυση της εξουσίας ακόμα πιο πέρα : «Κι αν είναι αλήθεια ότι ο Μακιαβέλι υπήρξε ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους -κι εκεί βρισκόταν αναμφίβολα το σκάνδαλο του «κυνισμού» του- που σκέφτηκαν την εξουσία του Ηγεμόνα με βάση τις σχέσεις δύναμης, θα χρειαστεί ίσως να κάνουμε ακόμα ένα βήμα, να ξεχάσουμε δηλαδή το πρόσωπο του Ηγεμόνα και να αποκρυπτογραφήσουμε τους μηχανισμούς εξουσίας από τη σκοπιά μιας στρατηγικής ενύπαρκτης στις σχέσεις δύναμης». Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας. 1 Η Δίψα της Γνώσης, μτφρ. Γκλόρυ Ροζάκη, επιμ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα Μάιος 2005, σ. 120-121.

[18]Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1987, σ. 17.

[19]Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας. 1 Η Δίψα της Γνώσης, ό.π. σ. 119.

[20]Μισέλ Φουκώ, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, μτφρ.- σχόλια Λίλα Τρουλινού, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1991, σ. 92.

[21]Άυτ., σ. 93.

[22]Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, ό.π., σ. 24.

[23]Για μια συνοπτική και εύληπτη παρουσίαση της έννοιας της εξουσίας στη σκέψη του Φουκώ βλ. Χρίστος Σίμος, «Το ζήτημα της εξουσίας στον Αλτουσέρ και τον Φουκό», Θέσεις, τχ. 94, Ιανουάριος-Μάρτιος2006.

[24] Για την «οικονομία της βίας» στον Μακιαβέλι βλ. Stuart R. Clegg, Frameworks of Power, ό.π., σ 33.

[25]Άυτ., σ. 35-38.

[26]B. Guy Peters και  John Pierre, «Διακυβέρνηση, Κυβέρνηση και Κράτος», στο Colin Hay, Michael Lister, David Marsh (επιμ.), Το Κράτος. Θεωρίες και Προσεγγίσεις, μτφρ. Γιώργος Αντωνίου, Αλέξανδρος Κουτσογιάννης, Σαββάλας, Αθήνα 2011, σ. 336-355.

[27]Για την αναγγελία της αναγκαιότητας του επιτελικού κράτος από επίσημα χείλη βλ. Ηλίας Μόσιαλος, «Η μεταρρύθμιση πρέπει να υπερβαίνει το Μνημόνιο», Ελευθεροτυπία, 2/5/2011, την ομιλία του ΓΑΠ στο τακτικό συνέδριο της ΚΕΔΚΕ (26/11/2008) http://www.pasok.gr/portal/resource/contentObject/id/b5ca242d-809e-48c8-8eb4-665329836683 καθώς και εδώ http://www.epdm.gr/index.php?obj=95c3f1a8b262ec7a  για την επίσημη σύνοψη του εγχειρήματος της Διοικητικής Μεταρρύθμισης 2007-2013. Τέλος, εδώ υπάρχει μια σύντομη δημοσιογραφική καταγραφή  http://www.e-go.gr/news/article.asp?catid=17826&subid=2&pubid=128776594&tag=20621. Βέβαια το επιτελικό κράτος και το πέρασμα στη Διακυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό νομοθετήθηκε με τον πρόσφατο ν.3852/2010, δηλαδή με το νόμο του Καλλικράτη

[28]αρμοδιότητες με χαρακτήρα  εκτελεστικό, των ήδη επιλεγμένων στόχων.

[29]Guy Peters και  John Pierre, «Διακυβέρνηση, Κυβέρνηση και Κράτος», ό.π. ,σ 354-355.

[30]Giandomenico Majone, «From the Positive to the Regulatory State : Causes and Consequences of Changes in the mode of Governance»,  Working Paper 1997.

[31]Nikolas Rose, «Governing “Αdvanced” Liberal Democracies», στο Andrew Barry, Thomas Osborne και Nikolas Rose (επιμ.) Foucault and Political Reason: Liberalism, Neo-Liberalism, and Rationalities of Government, University Of Chicago Press 1996. σ. 40-41.

[32]Άυτ., σ. 43.

[33]Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, ό.π., σ. 44-48.

[34]Άυτ., σ. 24-26.

This entry was posted in 6. Βιβλιοθήκη. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *