Όπως κι αν τοποθετείται κανείς απέναντι στον μαρξισμό και τον αναρχισμό, δεν μπορεί να μην αναγνωρίζει ότι οι ιστορικές κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν αυτά τα ρεύματα και τα οδήγησαν στις κορυφαίες πρακτικές εκφράσεις τους έχουν αλλάξει δραματικά. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, αν και παραμένει καπιταλισμός και από μια άποψη αποκτά σήμερα την πιο “καθαρή” μορφή του, είναι πολύ διαφορετικός από τον καπιταλισμό της βιομηχανικής επανάστασης και της πρώιμης αστικοποίησης των κοινωνιών που αποτέλεσε την ιστορική φύτρα των παραδοσιακών επαναστατικών ρευμάτων.
Ο καπιταλισμός της αναπτυσσόμενης μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, των αναδυόμενων εθνών-κρατών, των συμπαγών και σταθερών κοινωνικών τάξεων και ταυτοτήτων, για να αναφέρουμε μόνο ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, έχει δώσει τη θέση του, τουλάχιστον στην αναπτυγμένη Δύση, σε έναν μεταφορντικό γνωσιακό καπιταλισμό ευέλικτης, δικτυωμένης παγκόσμια, “άυλης” παραγωγής, με την έννοια ότι η υλική παραγωγή, που προφανώς εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της οικονομίας, υπάγεται όλο και περισσότερο και εξαρτάται από αυτό που ο Μαρξ περιέγραφε ως “γενική διάνοια”, δηλαδή τις γενικές διανοητικές, συναισθηματικές και επικοινωνιακές δυνάμεις της κοινωνίας. Έχει δώσει τη θέση του σε έναν καπιταλισμό υπερεθνικών ολοκληρώσεων και διεθνικών δικτύων που υπερβαίνουν το έθνος-κράτος, χωρίς να το καταργούν, αλλά πάντως αναδιατάσσοντας το ρόλο του υπό τις ανάγκες και τους μηχανισμούς της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Και έχει επίσης δώσει τη θέση του σε έναν καπιταλισμό κοινωνικής αποδιοργάνωσης που αποδομεί τις τάξεις και ρευστοποιεί τις ταυτότητες, ανατρέποντας με μηχανισμούς επιλεκτικής συμπερίληψης και μαζικού αποκλεισμού τις “σταθερές” των παραδοσιακών κοινωνικών θέσεων.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του Κώστα Χαριτάκη εδώ.