.. Μια ωραία ημέρα, αποφασίζεις να μιλάς όλο και λιγότερο για τα πιο προσφιλή σου πράγματα, μιλάς με κόπο κάθε που αναγκάζεσαι να το κάνεις. Έχεις βαρεθεί να ακούς τον εαυτό σου να μιλάει… Συντομεύεις… Παραιτείσαι… Πάνε τριάντα χρόνια που παρλάρεις… Δεν σε κόφτει πια να χεις δίκιο. Σου φεύγει η διάθεση να κρατήσεις τη θεσούλα που χεις εξασφαλίσει μεταξύ των απολαύσεων… Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου… Αρκεί τώρα πια να τρως λιγάκι, να εξασφαλίζεις λίγη ζέστα και να κοιμάσαι όσο πιο πολύ μπορείς, στο δρόμο του τίποτα. Θα πρεπε, για να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον σου, να επινοήσεις νέες γκριμάτσες για τους άλλους… Μα δεν έχεις πια δύναμη να αλλάξεις ρεπερτόριο. Τραυλίζεις. Ψάχνεις ακόμα κόλπα και δικαιολογίες για να μείνεις κει δα με τους φιλάρες, μα είναι κι ο θάνατος κει δα, δίπλα σου, βρομερός, όλη την ώρα πια, λιγότερο μυστηριώδης κι από χαρτοπαίγνιο. Το μόνο πολύτιμο που σ’ απομένει είναι οι μικρές λύπες, το ότι δεν βρήκες, για παράδειγμα, το χρόνο να επισκεφτείς, όσο ζούσε ακόμα, τον γέρο θείο στο Μπουά-Κολόμπ, που το τραγουδάκι του έσβησε για πάντα ένα βράδυ του Φλεβάρη. Να τι διαφύλαξες όλο κι όλο από τη ζωή. Αυτή τη μικρούλα φρικτή τύψη, όλα τα άλλα τα ξέρασες λίγο πολύ στο δρόμο, με πολύ κόπο και λύπη. Δεν είσαι πια παρά ένα γέρικο φανάρι αναμνήσεων στη γωνιά κάποιου δρόμου, όπου δεν περνάει πια σχεδόν κανείς.
(ΣΕΛΙΝ, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, εκδόσεις Εστία, σελ. 533)