Το Αυτόνομο Στέκι είναι ένα αυτοδιαχειριζόμενο εγχείρημα που μετρά τέσσερα και κάτι χρόνια ζωής. Η όλη προσπάθεια άρχισε να συγκροτείται γύρω από την ιδέα για τη δημιουργία κατ’ αρχήν ενός δημόσιου χώρου του αντικαπιταλιστικού κινήματος, που θα συνέβαλλε στην επικοινωνία, τη συνάρθρωση και τη διάχυση των διαφορετικών αντιλήψεων, πρακτικών και θεωρητικών αναζητήσεων που υπάρχουν μέσα στο κίνημα, μέσα από τη λογική “για να κατανοήσεις πρέπει να γνωρίσεις”.
Η πολυτασικότητα και η συνύπαρξη διαφορετικών αντιλήψεων και πρακτικών που καταφέρνουν να συνθέτουν την κοινή τους δράση στο ανώτερο κάθε φορά κατακτημένο επίπεδο, με σεβασμό στις διαφορές και τις διαφωνίες, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Αυτόνομου Στεκιού. Μαζί με την αντιιεραρχική μορφή λειτουργίας –που προσπαθεί να βαθαίνει, αναιρώντας κάθε φορά στην πράξη όχι μόνο την τυπική αλλά και την άτυπη ιεραρχία–, την αντιεμπορευματική πρακτική –που προσπαθεί να αποδεσμεύσει τις ανθρώπινες δραστηριότητες από την υπαγωγή τους στο κέρδος και την καπιταλιστική παραγωγή– και κάποια άλλα κομβικά χαρακτηριστικά (αυτονομία από κράτος και κόμματα, αυτοδιαχείριση στον τρόπο λειτουργίας, κατάργηση, στο βαθμό που είναι εφικτό, του σχήματος πλειοψηφία-μειοψηφία) συνθέτουν τη φυσιογνωμία του Αυτόνομου Στεκιού.
Η δημιουργία ενός αυτοδιαχειριζόμενου χώρου δεν αποτελεί για μας τη δημιουργία ενός καταφυγίου, όπου θα καταφεύγουμε για να στεγάσουμε, μακριά από την κοινωνία και με κλειστή την πόρτα, τις απόψεις και τις αναζητήσεις μας. Αλλά τη δημιουργία ενός ορμητηρίου, ενός σημείου εκκίνησης, απ’ όπου θα ξεδιπλώσουμε τη δράση μας προς την κοινωνία, αναδεικνύοντας τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα αντιπαράθεσης με το κεφάλαιο και το κράτος, συμβάλλοντας ουσιαστικά στους κοινούς αγώνες.
Άλλωστε εμείς αντιλαμβανόμαστε την αυτοοργάνωση σε τρία τουλάχιστον επίπεδα:
w τις αυτοοργανωμένες συλλογικότητες
w τους αυτοργανωμένους κοινωνικούς αγώνες
w την αυτοοργάνωση ως βασικό στοιχείο ενός συνολικού κοινωνικού προτάγματος ανταγωνιστικού και αντιπαραθετικού στον καπιταλισμό.
Οι αυτοοργανωμένες συλλογικότητες αποτελούν ένα διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης της πολιτικής παρέμβασης και δράσης – είτε πρόκειται για καθαρά πολιτικές ομάδες (συγκροτημένες γύρω από ένα κοινό πολιτικό-θεωρητικό-ιδεολογικό πλαίσιο) είτε για συλλογικά εγχειρήματα παρέμβασης σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους (εργασιακοί χώροι, γειτονιές, σχολεία, σχολές κ.λπ.) είτε για θεματικές ομάδες. Το ενοποιητικό τους στοιχείο είναι ότι λειτουργούν με μια οριζόντια αντιιεραρχική δομή, σε αντίθεση με τα όποια τυπικά ή άτυπα συγκεντρωτικά μοντέλα οργάνωσης που υιοθετήθηκαν από ένα μεγάλο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος, ήδη από την εμφάνισή του.
Η συγκρότηση αυτή όχι μόνο δεν αποδέχεται ιεραρχίες και αρχηγούς, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να διαχέει και να ενεργοποιεί τις ιδιαίτερες ικανότητες του καθενός, μέσα από μια συλλογική σύνθεση, μέσα από την κατάκτηση κοινού τόπου (θεωρητικού και πρακτικού) στη συναπόφαση και τη συνυπευθυνότητα. Οι ικανότητες, οι αποφάσεις, τα εγχειρήματα, οι ευθύνες, οι υποχρεώσεις αλλά και η χαρά, η δημιουργικότητα, η εφευρετικότητα προσπαθούμε όλο και πιο πολύ να αποτελούν κοινό κτήμα.
Οι αυτοοργανωμένες συλλογικότητες δεν είναι απλά ένας διαφορετικός τρόπος να κάνεις πολιτική. Παρ’ όλη την αποσπασματικότητα, την ασυνέχεια και τη μερικότητά τους, αποτελούν και ένα διαρκές πολιτικό πείραμα που εμπλουτίζει με εμπειρίες, γνώση, επεξεργασίες και πρακτικές το αντικαπιταλιστικό κίνημα.
Οι αυτοοργανωμένοι κοινωνικοί αγώνες έχουν μια διαρκή παρουσία στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Παρά τις προσπάθειες του κεφαλαίου, του κράτους, των γραφειοκρατικών και κομματικών μηχανισμών να υποτάξουν τα κοινωνικά κινήματα στο διαρκή έλεγχό τους, να τα ενσωματώσουν και να τα αποστεώσουν από τον ουσιαστικό συμμετοχικό χαρακτήρα τους, η αυτοοργάνωση ως μορφή συγκρότησης των κοινωνικών αντιστάσεων συνεχώς επανεμφανίζεται.
Η αυτοοργάνωση δεν είναι λοιπόν ένα δικό μας εγκεφαλικό κατασκεύασμα που απορρέει από κάποιο θεωρητικό-ιδεολογικό σχήμα, αλλά μια ζωντανή κοινωνική πρακτική. Κάθε τόσο τμήματα της κοινωνίας διεκδικούν τη δυνατότητα να αυτοοργανώνουν τους αγώνες, τις διεκδικήσεις, τις πρακτικές τους, αλλά και κομμάτια της καθημερινότητάς τους. Από τους τοπικούς αγώνες σε κάποια γειτονιά της Αθήνας ως τη γενικευμένη εξέγερση στην Αργεντινή, η αυτοοργάνωση επανεμφανίζεται διαρκώς ως μια δυνατότητα κοινωνικής πρακτικής.
Παρ’ όλο που οι αυτοοργανωμένοι κοινωνικοί αγώνες έχουν αποσπασματικό, μερικό, πολλές φορές και απλά διεκδικητικό ή συντεχνιακό χαρακτήρα, χωρίς να αναπτύσσουν ή να καταλήγουν σε έναν συνολικό ανατρεπτικό λόγο, η συμβολή και η σημασία τους είναι κομβική. Αποδεικνύουν ότι η αυτοοργάνωση δεν είναι ένα εσωτερικό μοντέλο του αντικαπιταλιστικού κινήματος αλλά μια κοινωνική πρακτική. Εγγράφουν στη συλλογική μνήμη τη δυνατότητα και την εμπειρία ότι μπορείς να αγωνίζεσαι, να δημιουργείς, να οργανώνεις την κοινωνική δραστηριότητα, χωρίς ανάγκη ύπαρξης κράτους, στρατών, αστυνομίας, μηχανισμών διαχωρισμένων από την κοινωνία.
Επιπλέον, αυτή η κατακτημένη οικειότητα τμημάτων της κοινωνίας με την αυτοοργάνωση επιτρέπει και στις αυτοοργανωμένες συλλογικότητες να σπάνε τα τείχη της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης που προσπαθούν να χτίσουν γύρω τους οι μηχανισμοί εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Διαμορφώνει τη δυνατότητα επικοινωνίας τους με την κοινωνία πάνω σε ένα πραγματικό υλικό έδαφος, που ξεπερνά την επικοινωνία της προπαγάνδας, των “καθαρών ιδεών”, των σχηματοποιημένων αντιλήψεων.
Τέλος, η αυτοοργάνωση αποτελεί για μας βασικό στοιχείο ενός συνολικότερου κοινωνικού προτάγματος, ανταγωνιστικού και αντιπαραθετικού στον καπιταλισμό. Χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας ένα συγκεκριμένο μοντέλο της άλλης κοινωνίας, ένα από τα πριν προκαθορισμένο σχέδιο ανατροπής ή μαγικές συνταγές για το πώς θα είναι η “μετά την επανάσταση” ζωή, αλλά αντίθετα ανιχνεύοντας όλα τα ζητήματα μέσα από τη σημερινή πολιτική και κοινωνική πρακτική και εμπειρία, καταλήγουμε στο παραπάνω συμπέρασμα.
Έχοντας απορρίψει την αντίληψη ότι η επανάσταση είναι ταυτισμένη με την “επίθεση στα χειμερινά ανάκτορα” που εν μια νυκτί θα φέρει τα πάνω κάτω, νομίζουμε ότι η επανάσταση είναι μια διαρκής διαδικασία ανατροπής των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων, μέσα από την όξυνση της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Μια διαδικασία που δεν μπορεί να έχει γραμμικό εξελικτικό χαρακτήρα, αλλά είναι γεμάτη ποιοτικά άλματα, ασυνέχειες, πισωγυρίσματα, νίκες και ήττες. Μια διαδικασία όμως που αφήνει το απελευθερωτικό της στίγμα στις αντιλήψεις και τις πρακτικές της κοινωνίας, συνολικοποιώντας την αμφισβήτηση του καπιταλισμού, εγγράφοντας όλο και πιο έντονα τη δυνατότητα της κοινωνικής ανατροπής. Ένα τέτοιο αντικαπιταλιστικό πρόταγμα εμπεριέχει την αυτοοργάνωση ως ουσιαστικό στοιχείο πραγμάτωσης της αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό.
Η εμπλοκή μας με την αυτοοργάνωση και στα τρία επίπεδα που ορίσαμε αποτελεί πάντα για μας ζητούμενο και κριτήριο της πολιτικής μας πρακτικής, όπου κάθε επίπεδο επαναπροωθεί, εμπλουτίζει και συνεισφέρει στα υπόλοιπα.
Αυτόνομο Στέκι
Σεπτέμβριος 2002