Ο πολύμηνος απεργιακός αγώνας των απολυμένων διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ μάς παρέχει τόσο ένα παράδειγμα σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων όσο και αφορμή για προβληματισμό αναφορικά με τα όρια του συνδικαλιστικού αγώνα σήμερα. Σ’ αυτόν αναγνωρίζουμε όχι μόνο τη διάρκειά του (που ξεπέρασε κατά πολύ αντίστοιχες κινητοποιήσεις του ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) αλλά και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κατάφερε να συσπειρώσει απολυμένους, εργαζόμενους συναδέλφους, αλληλέγγυους από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας και όχι μόνο, μέσα από συλλογικές διαδικασίες που υπερέβησαν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τα νομικά της κωλύματα. Εδώ δεν έμεινε χώρος για αντιπροσώπους διοικητικών συμβουλίων ή εργατοπατέρες, μιας και η λήψη των αποφάσεων και η οργάνωση των δράσεων δρομολογούνταν συλλογικά και αδιαμεσολάβητα από τη βάση των εργαζόμενων μέσω της ανοιχτής απεργιακής επιτροπής και των γενικών συνελεύσεων.
Είναι γνωστό ότι ο αγώνας αυτός κατέληξε να διώκεται ποινικά, όπως άλλωστε συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην συντριπτική πλειοψηφία των απεργιών που η «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη-υπηρετώντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές του κεφαλαίου- χαρακτηρίζει παράνομες και καταχρηστικές, ειδικά όταν φέρουν χαρακτηριστικά ρήξης με το συνδικαλιστικό κατεστημένο. Για μια ακόμα φορά ο τρόπος διεξαγωγής του αγώνα αλλά και η ίδια η ιδιότητα του απεργού ποινικοποιούνται, με αποτέλεσμα την αναστολή της διεκδικητικής δράσης και τις διώξεις.
Με αφορμή ωστόσο και τους διωκόμενους διοικητικούς υπαλλήλους διαπιστώνουμε ότι οι εργατικοί αγώνες βάσης, παρά το ριζοσπαστικό τους χαρακτήρα τόσο στην οργάνωση όσο και στις πρακτικές τους, εξακολουθούν να κινούνται στα όρια της διεκδίκησης των εργατικών δικαιωμάτων. Παραμένει δηλαδή η αντίληψη ότι σημαντικοί είναι μονάχα οι αγώνες που διεξάγονται στο εργασιακό πεδίο, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε έναν εργατισμό εν τέλει ανίκανο να αφουγκραστεί τους νέους ταξικούς συσχετισμούς. Με την ανεργία να πλησιάζει το μισό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και με δεδομένο ότι για μια μεγάλη μερίδα των μελών των ίδιων των σωματείων η ποιότητα ζωής έχει ήδη πέσει κατακόρυφα (καθώς διακυβεύονται βασικοί όροι της κοινωνικής αναπαραγωγής τους όπως η τροφή ή η στέγη), οδηγούμαστε σε μια –όχι και τόσο καινοφανή- διαπίστωση: η σύνδεση ευρύτερων κομματιών της εργατικής τάξης και η συσπείρωσή της δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με συνδικαλιστικές διεκδικήσεις –τη στιγμή μάλιστα που για πολλούς φαντάζουν άτοπες μιας και δεν έχουν καν δουλειά- αλλά κυρίως με το άνοιγμα των αγώνων αυτών στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ένα βασικό λοιπόν πρόβλημα των διεκδικήσεων, όταν περιορίζονται μόνο στο κομμάτι της μισθωτής εργασίας, είναι ότι παραγκωνίζουν το τεράστιο τμήμα της εργατικής τάξης που, εφόσον δεν υπόκειται σ’ αυτή τη συνθήκη(του εργαζόμενου), αδυνατεί να νιώσει οι διεκδικήσεις αυτές το αφορούν. Εξοικειωμένο ή όχι με τις συνδικαλιστικές πρακτικές, Το κομμάτι αυτό εξοικειωμένο ή όχι με τις συνδικαλιστικές πρακτικές –στο βαθμό που δεν τις αντιλαμβάνεται ως αντιπροσωπευτικές της δικής του κατάστασης- προκειμένου να συναντηθεί με εκείνη τη μερίδα της τάξης που ακόμη υπόκειται σε διαφορετικών αποχρώσεων μισθωτή εργασία, υποδεικνύει στην πραγματικότητα μια νέα αναγκαιότητα: τη συγκρότηση ενός κοινού τόπου για τη σημερινή ρευστή και μεταβαλλόμενη εργατική τάξη. Και στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να λειτουργήσει η σύσταση δομών αγώνα τέτοιων που εντός τους να μπορεί το σύνολο της εργατικής τάξης (εργαζόμενων και ανέργων) να αναγνωρίσει και εν τέλει να διεκδικήσει τα συμφέροντά της. Και τα συμφέροντα αυτά εκτείνονται πέραν του πεδίου της μισθωτής εργασίας και αφορούν πρωταρχικές προϋποθέσεις της ίδιας της επιβίωσής της. Στη βάση λοιπόν αυτής της ζωτικής ανάγκης δημιουργείται το πρόσφορο έδαφος για τη συγκρότηση μιας νέας ταξικής συνείδησης καθώς η ανάπτυξη του καπιταλισμού στις μέρες μας (με όρους βίαιης πρωταρχικής συσσώρευσης) απαιτεί από την πλευρά μας τη μετατόπιση από το «διεκδικούμε μαζί για να δουλεύουμε μαζί» στο διεκδικούμε μαζί για να ζούμε μαζί». Με άλλα λόγια, στη σημερινή συγκυρία, δεν αρκούν για τη μαζικοποίηση και την ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού κινήματος μαχητικά σωματεία βάσης και επιτροπές αγώνα. Φαίνεται ότι πρέπει να προχωρήσουμε στη συγκρότηση κοινοτήτων αγώνα που να προάγουν τόσο την εργατική αυτοδιεύθυνση όσο και την εργατική αλληλοβοήθεια: τα εργατικά σωματεία δηλαδή να πάρουν χαρακτήρα κοινωνικού συνδικάτου, ικανού να διαπραγματεύεται όχι μόνο το μισθό, τις συνθήκες εργασίας και τα εργατικά δικαιώματα, αλλά και να επιβάλει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της εργατικής τάξης ως σύνολο (περιλαμβάνοντας δομές αλληλεγγύης στη βάση της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης , όπως για παράδειγμα ένα σωματείο τεχνικών που επανασυνδέει το ρεύμα ή μια ομάδα ανέργων με τη δική της συλλογική κουζίνα). Θεωρούμε ότι μέσα από αυτές τις διαδικασίες και με τέτοια προτάγματα μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο φαντασιακό, μια διαφορετική προσέγγιση ως προς τη διάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων και τελικά μια διαφορετική κοινωνική συνείδηση ανταγωνιστικά προς την καπιταλιστική συνθήκη. Ας φανταστούμε έναν ορισμένο εργατικό αγώνα που παύει να αφορά αποκλειστικά και μόνο τα υποκείμενα των οποίων τα συμφέροντα πλήττονται κάθε φορά και γίνεται διακύβευμα μιας ολόκληρης κοινότητας: τις απολύσεις εργαζομένων σε σούπερ μάρκετ να γίνονται το επίδικο αγώνα για μια ολόκληρη γειτονιά ή μια λαϊκή συνέλευση, τον αγώνα των πανεπιστημιακών υπαλλήλων να περνάει στα χέρια και των φοιτητικών συλλόγων, τις εξώσεις ανέργων να κινητοποιούν σωματεία εργαζομένων στις ίδιες τις γειτονιές όπου συμβαίνουν, το κομμένο ρεύμα να αποτελεί αιτία ανυπακοής για ολόκληρα σωματεία τεχνικών…
Μήπως σε τέτοιες περιπτώσεις αίρεται η περιχαράκωση των αγώνων και των υποκειμένων τους, διαλύονται οι «υγειονομικές ζώνες» που στήνουν γύρω τους καναλάρχες και πολιτικάντηδες και ξαναγινόμαστε επικίνδυνες για τα αφεντικά και την αστική δικαιοσύνη τους;
Αυτόνομο Στέκι,
Οκτώβρης 2015