Νόμος για την επιτάχυνση των μεγάλων επενδύσεων «fast track»


(Ή λιπαντικό για ένα νέο κύκλο συσσώρευσης του κεφαλαίου, καταστροφής της φύσης

και αποδυνάμωσης των τοπικών κοινωνιών)

–—

Δεκέμβρης 2010

Το νομοσχέδιο «Επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης στρατηγικών επενδύσεων», προτάθηκε από τον υπουργό επικρατείας Παμπούκη τον Σεπτέμβρη του 2010 και ψηφίστηκε στη Βουλή τον Νοέμβρη. Ο νόμος «fast track», όπως έχει χαρακτηριστικά ονομαστεί λόγω του στόχου του να επιταχύνει τις μεγάλες επενδύσεις, είναι πλαίσιο και όχι ένας «απλός νόμος». Αφορά ένα σύνολο υπαρχουσών διοικητικών, ακόμα και δικαστικών, διαδικασιών τις οποίες και καταργεί ή αναμορφώνει.

Οι βασικές διατάξεις του νόμου-πλαισίου, μέσα από την επιτάχυνση, στοχεύουν στην μείωση του κόστους των επενδύσεων και αυτό επιτυγχάνεται με την θεσμοθέτηση των εξής αλλαγών: κατάργηση και χαλάρωση των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, αποδυνάμωση των καθεστώτων προστασίας της φύσης και του κατοικημένου περιβάλλοντος (εθνικά πάρκα, αιγιαλός, δασικές εκτάσεις, πολεοδομικές και χωροταξικές ρυθμίσεις για κατοικημένες περιοχές κλπ.), αποδυνάμωση των υποχρεώσεων ασφάλειας στα εργοτάξια, αλλαγές στις συνθήκες εργασίας, παράκαμψη των γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων των κρατικών υπηρεσιών και ταυτόχρονη θέσπιση πειθαρχικών ποινών για τους δημοσίους υπαλλήλους που καθυστερούν τις εγκρίσεις των έργων. Όλα τα παραπάνω συντελούν στην μείωση του κόστους  για τον καπιταλιστή, επειδή  μειώνεται το ρίσκο της επένδυσης: εφόσον είναι λιγότερη η αναμονή για την αδειοδότηση και λιγότερες οι υποχρεώσεις κατά την εγκατάσταση του έργου, η επένδυση δεν υπόκειται στις επισφαλείς συνθήκες της παγκόσμιας και εγχώριας αγοράς. Η απόσβεση σε μικρότερο χρονικό διάστημα σημαίνει ότι και ο κύκλος του κεφαλαίου (παραγωγήà υπεραξία à επένδυση, και φτου και απ’ την αρχή) γίνεται συντομότερος και επομένως πιο ασφαλής για το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα ο κύκλος του κεφαλαίου δεν υπόκειται στις ελάχιστες εκείνες δικλείδες ασφαλείας που θεωρητικά τουλάχιστον αναγνωρίζουν τα ζημιογόνα χαρακτηριστικά των έργων μεγάλης κλίμακας με στόχο τον περιορισμό τους. Μολονότι πολλές φορές τέτοιες δικλείδες ασφαλείας έχουν προκύψει και από διεκδικήσεις των από κάτω, ιστορικά μπορούμε να δούμε ότι συχνά λειτούργησαν ως μέσω άμβλυνσης των αντίστοιχων αγώνων, με αποτέλεσμα η θεσμική τους κατοχύρωση να εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα ίδια τα αφεντικά.

Ρυθμιστικό πλαίσιο (νέες ρυθμίσεις με παλιά νοήματα)

Οι στρατηγικές επενδύσεις θα πρέπει να αδειοδοτούνται μέσα σε 9 μήνες (όταν ορισμένα μεγάλα έργα στην ελλάδα αδειοδοτούνται και εντός 36 μηνών ή όταν μία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων χρειάζεται τουλάχιστον 3 μήνες για μια μεγάλη επένδυση).

Πιο συγκεκριμένα, οι στρατηγικές επενδύσεις θα αδειοδοτούνται με Προεδρικά Διατάγματα, στα οποία μπορούν να περιγράφονται τα νέα «Ειδικά Σχέδια Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Περιοχών Εγκατάστασης Στρατηγικών Επενδύσεων» (έτσι λέγονται οι περιοχές όπου μπορούν να χωροθετούνται οι στρατηγικές επενδύσεις) χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό. Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι επενδύσεις, και κυρίως το που θα γίνονται, δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό, εκτός από περιορισμούς που θέτει το υπάρχον Εθνικό Χωροταξικό Πλαίσιο και Αειφόρου Ανάπτυξης και τα υπάρχοντα Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού: με άλλα λόγια ό, τι απαγορεύουν αυτά τα πλαίσια δεν μπορεί  να επιτρέψει ο νόμος. Αυτό  θα μπορούσε να θεωρηθεί  «φρένο», αλλά αν κοιτάξει κανείς τα Πλαίσια θα δει ότι τα ίδια αυτό-περιγράφονται ως «κατευθυντήρια». Αυτό σημαίνει κατ’ αρχάς ότι εμείς, ως κάτοικοι περιοχών, δεν μπορούμε να τα επικαλεστούμε σε τίποτα, και κατά δεύτερον, ότι ούτε η ίδια η διοίκηση δεσμεύεται από συγκεκριμένες απαγορεύσεις.

Για την υπαγωγή των επενδυτικών σχεδίων στη «διαδικασία μεγάλων έργων», όπως έχει ονομαστεί, θα πρέπει οι επενδύσεις να πληρούν ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

«(α) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από διακόσια εκατομμύρια (200.000.000) ευρώ,

(β) το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι πάνω από εβδομήντα πέντε εκατομμύρια (75.000.000) ευρώ και ταυτόχρονα από την επένδυση δημιουργούνται τουλάχιστον διακόσιες (200) νέες θέσεις εργασίας,

(γ) ανεξαρτήτως του συνολικού κόστους της επένδυσης, προβλέπεται ότι ποσό τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ επενδύεται ανά τριετία σε έργα υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, που εντάσσονται στη στρατηγική επένδυση,

(δ) ανεξαρτήτως του συνολικού κόστους της επένδυσης, προβλέπεται ότι ποσό τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ επενδύεται ανά τριετία σε έργα που προάγουν και δημιουργούν υπεραξία για την περιβαλλοντική προστασία της Ελλάδας,

(ε) ανεξαρτήτως του συνολικού κόστους της επένδυσης, προβλέπεται ότι ποσό τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ επενδύεται ανά τριετία σε έργα που δημιουργούν υπεραξία στην Ελλάδα στο χώρο της εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογίας με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αύξησης της γνώσης,

(στ) από την επένδυση δημιουργούνται κατά βιώσιμο τρόπο τουλάχιστον διακόσιες πενήντα (250) νέες θέσεις εργασίας.»

Οι επενδύσεις αυτές αφορούν ιδίως στην κατασκευή, ανακατασκευή, επέκταση υποδομών στη βιομηχανία, στην ενέργεια (λιγνιτικές μονάδες, ορυχεία, υδροηλεκτρικά, αιολικά πάρκα κ.α.), στον τουρισμό, στις μεταφορές και επικοινωνίες (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια, κ.α.), στην παροχή υπηρεσιών υγείας, στη διαχείριση απορριμμάτων (ΧΥΤΑ, εργοστάσια ανακύκλωσης ή καύσης απορριμμάτων κ.α.), σε έργα υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας (ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε τι εννοεί εδώ ο ποιητής). Ο κατάλογος λοιπόν είναι ανεξάντλητος και αφορά το μεγαλύτερο ποσοστό των αναπτυξιακών έργων στην χώρα. Δεν αφορά βέβαια μόνο στρατηγικές επενδύσεις, αφού τα 200.000.000 ευρώ δεν επενδύονται μόνο σε μεγάλα «εθνικά» έργα, αλλά και σ’ έργα περιφέρειας. Παραδείγματα τέτοιων έργων είναι η εκτροπή του Αχελώου, η ανάπλαση της Ελληνικού, το χρυσωρυχείο της Χαλκιδικής, το αιολικό πάρκο της Σκύρου και πολλά άλλα. Για να γίνουν σαφείς οι επιπτώσεις αυτών των ρυθμίσεων θα μιλήσουμε παρακάτω για τα δύο κύρια εργαλεία του νόμου, την επιτάχυνση και την εξαίρεση.

Επιτάχυνση (με πέμπτη ταχύτητα)

Σχετικά με την κεντρική λειτουργία του νόμου, δηλαδή την επιτάχυνση των επενδύσεων, αυτή θα διευκολύνεται με τρεις τρόπους. Κατ’ αρχάς παρακάμπτονται οι γνωμοδοτήσεις αρμόδιων υπηρεσιών που έως τώρα ήταν υποχρεωτικό να δίνονται πριν εγκριθεί ένα έργο, γεγονός που έδινε χρόνο στην τοπική κοινωνία προκειμένου να αντιδράσει, αλλά και αποτελούσε πολλές φορές  μέσο πρόληψης των προβληματικών χαρακτηριστικών του έργου. Για παράδειγμα, για την περιβαλλοντική έγκριση ενός έργου καταργούνται οι γνωμοδοτήσεις υπηρεσιών, όπως η δασική υπηρεσία  και η ανάλογη του Υπουργείου Γεωργίας. Κατά δεύτερον, επιτρέπονται οι λεγόμενες «τεκμαρτές άδειες», δηλαδή μία άδεια εγκρίνεται αυτόματα μετά την πάροδο 2 μηνών, και όχι αφότου έχουν εξεταστεί οι παράμετροι του έργου, ενώ παράλληλα εφόσον παρέλθουν οι 2 μήνες ο υπάλληλος που «κωλυσιεργεί» διώκεται πειθαρχικά. Με την μετατροπή του εμπλεκόμενου στην διαδικασία υπαλλήλου από όργανο άσκησης ελέγχου σε μηχάνημα παραγωγής αδειών και όλες τις προαναφερθείσες διευκολύνσεις, στην ουσία ο επενδυτής αδειοδοτεί τον εαυτό του. Τέλος, πολλές από τις άδειες βγαίνουν με απόφαση Υπουργού, ιδίως της Υπουργού ΠΕΚΑ, και όχι ως διοικητικές διαδικασίες των υπηρεσιών, όπως μέχρι σήμερα.

«O κανόνας ζει μονάχα από την εξαίρεση» (Carl Schmitt)

Από την στιγμή που οι κρατικές δικλείδες ασφαλείας για τις μεγάλες επενδύσεις παρουσιάζονται ως «γραφειοκρατικά εμπόδια», το νομοσχέδιο αποτελεί την θεσμική νομιμοποίηση της αντίληψης ότι η υπέρβασή τους συνιστά την απάντηση στην «ελληνική γραφειοκρατία που μαστίζει την ανάπτυξη» του εγχώριου κεφαλαίου. Η αντίληψη αυτή δουλεύεται χρόνια τώρα στην αγκαλιά των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων (την είχε αναπτύξει πιο εύστοχα ο δεξιός Καρλ Σμιτ, και επανανοηματοδοτήσει ο Αγκάμπεν από την πλευρά της ανταγωνιστικής σκοπιάς απέναντι στην κυριαρχία) και αφορά τη δυνατότητα του κράτους να κάνει εξαιρέσεις από τους ίδιους του τους νόμους στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος (κατάσταση εξαίρεσης). Η δημοκρατία νομιμοποιείται μέσα από την ρητορική της να εξασφαλίζει «οριζόντιους νόμους» κοινωνικού δικαίου που αφορούν όλο το κοινωνικό σύνολο. Παρόλα αυτά οι εξαιρέσεις είναι τόσες πολλές- και μάλιστα ουσίας- που αποτελούν πια τον πυρήνα της άσκησης εξουσίας, ενώ οι εκάστοτε «καταστάσεις εξαίρεσης» υποδεικνύουν ποιος έχει τη δύναμη να τις κηρύξει. Στην περίπτωση του fast track πρόκειται για μια καλή συνεργασία αφεντικών και κράτους (μα τι έκπληξη…).

Οι εξαιρέσεις στον νόμο του  fast track είναι ιδιαίτερα πολλές. Αφορούν την εξαίρεση των διαφόρων προστατευτικών όρων στα σχέδια χρήσης γης και τα σχέδια πόλης (παρεκκλίσεις από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό στους όρους και περιορισμούς δόμησης κ.α.) από την χωροθέτηση των επενδύσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάργηση του προστατευτικού καθεστώτος στις «εκτός σχεδίου» περιοχές, στις οποίες πια θα μπορούν να χωροθετούνται στρατηγικές επενδύσεις μετά από μόνη απόφαση της Υπουργού ΠΕΚΑ, ενώ έως τώρα επιτρέπονταν μόνο η δόμηση στα τέσσερα στρέμματα (η οποία βέβαια έχει ήδη καταστρέψει και κατακερματίσει τις φυσικές περιοχές της υπαίθρου). Ενώ λοιπόν τα σχέδια χρήσεων γης και τα σχέδια πόλης είχαν τέτοια  λειτουργικότητα που να εξισορροπεί τις ανάγκες του πληθυσμού (στέγαση, ψυχαγωγία, τοπική οικονομία κλπ.), το fast track έρχεται και εξαιρεί αυτές τις ανάγκες, θεωρώντας τες υποδεέστερες του εθνικού συμφέροντος. Έτσι, γίνεται νόμος η εγκατάσταση, για παράδειγμα, βιομηχανίας εκεί που είναι ήδη υποτιμημένη η δύναμη της τοπικής κοινωνίας και είναι λίγες οι αντιδράσεις, ενώ έως τώρα αυτή η πρακτική εντασσόταν στα μεμονωμένα «έργα-εξαιρέσεις».

Επίσης, ο νόμος επιτρέπει την χωροθέτηση μεγάλων έργων σε όλες τις προστατευόμενες φυσικές περιοχές, μερικές από τις οποίες είχαν υποστεί ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση μέχρι σήμερα ή στην δυνατότητα, κατ’ εξαίρεση, να αποχαρακτηρίζονται κοινόχρηστοι χώρου, πάρκα κλπ. Για παράδειγμα, οι μόνες φυσικές περιοχές που εξαιρούνται από την χωροθέτηση στρατηγικών επενδύσεων είναι οι λεγόμενες «Natura A (απολύτου προστασίας της φύσης)»! Το οξύμωρο εδώ είναι ότι η κατηγορία αυτή δεν υπάρχει ως θεσμοθετημένη κατηγορία προστατευόμενης περιοχής (υπάρχουν είτε οι Natura 2000, είτε οι «απολύτου προστασίας της φύσης»), και έτσι δεν γίνεται να εξαιρεθεί. Είναι γεγονός ότι η κατάσταση «επείγοντος» με την οποία πέρασε ο νόμος από ψήφιση στη βουλή δεν άφησε χρόνο ούτε για τους τυπικούς νομοτεχνικούς ελέγχους. Άλλο σημαντικό σημείο του νόμου αφορά στην μείωση της εργασιακής ασφάλειας και την άμεση χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών, καθώς τα πιστοποιητικά πυρασφάλειας και άλλες σχετικές άδειες μπορούν να εκδοθούν με τις τεκμαρτές άδειες. Τέλος, επιτρέπονται οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις δασικών εκτάσεων και γίνεται πολύ δύσκολο να τις προσβάλει κανείς δικαστικά, καθώς έχει περιθώριο μόνο 30 ημερών.

Η εξαίρεση είναι η κατάσταση όπου “κυβερνά” η έκτακτη ανάγκη. Ο νόμος όμως θεσμοθετεί την έκτακτη ανάγκη για πάντα, για «από δω και πέρα», αλλάζοντας έτσι άρδην τον χαρακτήρα με τον οποίο το κράτος λαμβάνει αποφάσεις: πλέον θεσμίζεται η συναπόφαση σχετικά με τις αδειοδοτήσεις κράτους και εταιρειών. Αυτό φαίνεται έντονα για παράδειγμα στο γεγονός ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία μία επένδυση υπόκειται σε διαδικασία fast track, δηλαδή όλη η λογική του νόμου, μπορούν να αλλάξουν με απόφαση μιας Διυπουργικής Επιτροπής (η οποία προστατεύεται από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών και άρα δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε έλεγχο ή αμφισβήτηση), ενώ η κύρια υπηρεσία που διαχειρίζεται τις αιτήσεις των επενδυτών είναι μια ιδιωτική εταιρεία, η «Invest in Greece S.Α.» (με συμβούλους την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και πάει λέγοντας).

Θέσεις αντίστασης

Το fast track έρχεται να αναδιαρθρώσει συνολικά τις κρατικές-διοικητικές διαδικασίες με βάση τις οποίες τα τελευταία τριάντα χρόνια αδειοδοτούνται και εγκαθίστανται τα αναπτυξιακά έργα και οι δραστηριότητες στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια καλή κίνηση «ματ» (μάλλον, ρουά ματ) από μεριάς του κεφαλαίου: την ίδια στιγμή που η κρίση έχει κορυφωθεί παρέχεται άφθονος χώρος στα αφεντικά για να καταστρέψουν περαιτέρω και χωρίς κανένα έλεγχο την εναπομείνασα φύση, να υποτιμήσουν περαιτέρω την εργατική δύναμη, να καταργήσουν εργασιακά δικαιώματα. Ο νόμος λοιπόν δεν κάνει κάτι καινοτόμο, αλλά ακολουθεί υπηρετώντας άριστα τις ανάγκες του κεφαλαίου. Έρχεται να θεσμοθετήσει διαδικασίες που θα διευκολύνουν τα αφεντικά στην ακραία εκμετάλλευση τόσο των από κάτω όσο και της φύσης για τις επόμενες δεκαετίες, μέσα από την γνωστή ρητορική για την κρίση, το «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» και την εθνική ενότητα. Βεβαίως προηγουμένως έχει στρωθεί ο κατάλληλος δρόμος: η μετατροπή της φύσης σε αντικείμενο προς εκμετάλλευση και η υποτίμηση της εργατικής δύναμης συνοδεύεται  από συγκεκριμένες θεσμοθετημένες διαδικασίες που θα αποδυναμώσουν τις αντιστάσεις των τοπικών κοινωνιών.

Οι δικλείδες ασφαλείας που καταργούνται, γόνοι της νομιμοποίησης του κράτους όσον αφορά την εκμετάλλευσης της φύσης και της εργασίας, αφορούν ένα ευρύ φάσμα των κρατικών λειτουργιών που εξασφαλίζουν την διατήρηση και αναπαραγωγή της φύσης και του εργάτη (δύο από τις όχι αστείρευτες πηγές του κεφαλαίου) των οποίων η εκμετάλλευση σε καιρούς κρίσης είναι αναγκαίο να εντατικοποιείται. Η διεκπεραίωση αυτών των διαδικασιών περνά μεν στα χέρια ιδιωτικής εταιρείας, αλλά την διαφορά δεν κάνει το πέρασμα από την κρατική αρμοδιότητα στην ιδιωτική, καθώς ούτως ή άλλως ουσιαστικά οι κρατικές διαδικασίες αποτελούν συχνά συλλογική έκφραση της διαπραγμάτευσης μεταξύ των αφεντικών και των «πολιτών» (αυτό έχει φανεί ιστορικά και στον τεράστιο αριθμό αποκλίσεων και «εξαιρέσεων» στους νόμους του παρελθόντος για ορισμένα έργα ή κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, όπως ήταν τα ολυμπιακά έργα ή στις μέρες μας η εκτροπή του Αχελώου). Η διαφορά είναι ότι το fast track διευκολύνει και ταυτόχρονα εξασφαλίζει σε βάθος χρόνου την δυνατότητα για πρωταρχική συσσώρευση την οποία επιχειρεί σήμερα το κεφάλαιο στις πλάτες μας και το κάνει αυτό δημιουργώντας ένα καθεστώς μόνιμης «εξαίρεσης». Θα μπορούσε ίσως κανείς να επιχειρήσει μια αναλογία με τον νόμο για τις περιφράξεις ο οποίος κατά τον 17ο αιώνα έστρωσε τον δρόμο για την εκτεταμένη ιδιοποίηση από την μεριά του κεφαλαίου μιας νέας εργατικής δύναμης, αλλά και νέων φυσικών πόρων. Παρόλα αυτά ο νόμος δεν καινοτομεί, όπως ο νόμος περί περιφράξεων, γιατί οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι σήμερα εμφανώς εδραιωμένες. Ο νόμος έρχεται περισσότερο να τις “σπρώξει” προς μια πιο ακραία έκφανσή τους. Έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αρκετά μεγαλύτερης κλίμακας επισφαλών σχέσεων εργασίας και λεηλασίας της φύσης. Καθώς μεσολαβεί ένα δραματικά μειωμένο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που ο επενδυτής αιτείται την έγκριση ενός έργου μέχρι και τη στιγμή ολοκλήρωσης της εγκατάστασής του, ο χρόνος απόσβεσης είναι μικρότερος. Έτσι, ενώ μέχρι σήμερα τα έργα υλοποιούνταν και λειτουργούσαν με ορισμένους ρυθμούς που ο επενδυτής ήταν υποχρεωμένος- για οικονομικούς λόγους- να κρατήσει προκείμενου να κάνει απόσβεση, με τον νέο νόμο τα έργα θα εγκαθίστανται και θα κλείνουν τον κύκλο τους πιο γρήγορα δημιουργώντας έτσι διαρκώς μια στρατιά άνεργων (και ταυτόχρονα μια στρατιά επισφαλών εργατών στην διάθεση της παραγωγής) και αφήνοντας πίσω τους καταστροφικές συνέπειες για τη φύση.

Κοινός « Τόπος

ελευθεριακό δίκτυο αντίστασης στη βιοτεχνολογία

και την τεχνοεπιστήμη της κυριαρχίας

 

http://koinostopos.espivblogs.net/

Για την επικοινωνία με τον Κοινό Τόπο μπορείτε να στείλετε email στη λίστα μας: koinostopos@lists.riseu

This entry was posted in 2. Διαβάσαμε. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *