…το κριτήριο για τη λήψη μέτρων υλικής ή ψυχολογικής, άμεσης ή έμμεσης βίας εκ μέρους της αστυνομίας εναπόκειται στη βούληση/απόφαση της ίδιας της αστυνομίας, προσδίδοντας έτσι στη δράση της ντεσιζιονιστικά χαρακτηριστικά πέρα από μια έννοια τυπικής νομιμότητας και πολύ πιο κοντά σε μια «εν τοις πράγμασι» συνθήκη σκοπιμότητας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σκιώδης de facto κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία κινείται η αστυνομική δράση, δεν είναι καθόλου προϊόν μιας αυθαίρετης ανάληψής της από τα μεμονωμένα όργανά της, αλλά προβλέπεται ρητά από το νομικό καθεστώς που τη διέπει, αφήνοντάς της περιθώρια να ιχνηλατήσει χώρους πιθανής επέκτασης του ήδη θεσμισμένου, δοκιμάζοντας στην πράξη συμπεριφορές και πρακτικές μέχρι τώρα τυπικά απαγορευμένες.
Υπό το φως της παραπάνω διάκρισης, το πεδίο των «αυθαιρεσιών», των «παρανομιών», των «παρεκτροπών» και των όσων άλλων συγκροτούν το «σκοτεινό πρόσωπο» της αστυνομίας, ό,τι πιο βίαιο και κατασταλτικό, εγγράφεται σε αυτήν την τελευταία διάσταση της δράσης της: ως οργάνου που καλείται, όχι πια να εξασφαλίσει την τήρηση των σημερινών νόμων, αλλά να ρίξει τα θεμέλια των μελλοντικών. Δρώντας πλέον ως υλική δύναμη, ωμή εξουσία, νομιμοποιείται να προβεί στην εναρκτήρια βιαιοπραγία που βρίσκεται στη ρίζα κάθε μελλοντικού νόμου, να λειτουργήσει δικαιοπλαστικά / δικαιοπαραγωγικά σε πραγματικό και όχι νομικό χρόνο, σε κοινωνικοπολιτικό και όχι δικαιϊκό χώρο. Με άλλα λόγια κινείται στην κατεύθυνση της de facto παραγωγής δικαίου, διευκολύνοντας σημαντικά το μετέπειτα μετασχηματισμό του σε de jure δίκαιο, δηλαδή σε άτεγκτους νόμους που θα καλύπτουν πλέον μελλοντικά ανάλογες συμπεριφορές και από την άποψη της τυπικής νομιμότητας…
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο αστυνομία και μετανάστευση-μετανάστες