κριτικες θεσεις για την επιστημη

κριτικες θεσεις για την επιστημη

Φεβρουαριος 2008

Ή η επιστήμη είναι πράγματι επιστήμη

και δεν είναι το παν,

ή θεωρεί τον εαυτό της το παν

και παύει να είναι επιστήμη

Dominique Folscheild

Σύντομη περιοδολόγηση

•  Ξεκινώντας θέλουμε να επισημάνουμε ότι η επιστήμη και ειδικότερα η Επιστήμη ως το κυρίαρχο Παράδειγμα1 (από την διατύπωση του ηλιοκεντρικού συστήματος του Κοπέρνικου και μετά) δεν είναι ένα μονοσήμαντο (αντιδραστικό ή προοδευτικό) σύστημα, αλλά ένα σύστημα εγγενώς αντιφατικό. Από την μία η επιστήμη, ως δυνητικά ριζοσπαστικό ή προοδευτικό σύστημα, κατά καιρούς αμφισβητεί παγιωμένες και ακλόνητες αντιλήψεις προσφέροντας τη δυνατότητα για ρήγματα στο μοντέλο εξήγησης του κόσμου που προβάλλει και επιβάλλει η κυριαρχία. Από την άλλη, η επιστήμη ως ένα σύστημα παραγωγής γνώσης και εξήγησης του κόσμου εμφανίζεται, αναπτύσσεται και θεμελιώνεται μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και σχέσεις. Αναπόφευκτα λοιπόν εκφράζει και εκφράζεται από αυτές, και επομένως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνο στη διαλεκτική της σχέση με την κοινωνία και τις αντιφάσεις της. Συνεπώς η όποια κριτική πρέπει να έχει ώς αφετηρία (και αφορμή) το ότι σ’ αυτή τη δεδομένη ιστορική περίοδο (και στη συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη) η Επιστήμη έχει επικρατήσει ως το κυρίαρχο σύστημα παραγωγής γνώσης, εξήγησης και κανονικοποίησης του κόσμου. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι, εφόσον η παραγωγή γνώσης και συστημάτων διαχείρισης της αναπτύσσεται μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και σε άμεση αλληλεπίδραση με αυτές, η κριτική μας δεν πρέπει και δεν απαλλάσσει, ούτε και θεωρεί την (δυτική) κοινωνία άμοιρη ευθυνών. Απεναντίας πρέπει να τονιστεί ότι, εάν ο Επιστημονικός Μύθος τείνει2 να αντικαταστήσει τον Θρησκευτικό Μύθο και να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα ένα σωτηριολογικό ρόλο, κατά ένα μεγάλο μέρος είναι η (δυτική) κοινωνία που το ζητά.  Πρόκειται για την κοινωνία στην οποία, μετά την αποδυνάμωση της θρησκείας, της αλήθειας της και την αποτυχία των ιδεολογιών να αλλάξουν τις κοινωνικές συνθήκες, ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος (το προϊόν της δηλαδή), βρέθηκε να πλέει σε ένα πέλαγος αβεβαιοτήτων. Η επιστήμη είναι το πιο προσφιλές σύστημα που, βάσει του εφυήματος της απρόσκοπτης προόδου και ανάπτυξης, προσφέρει τουλάχιστον μία κάποια ασφάλεια και μια κάποια εξήγηση και, μέσω του βιολογικού ντετερμινισμού (όπως θα δούμε παρακάτω), ένα σκοπό.

• Μέσα από μια διαχρονική οπτική, η Νέα Επιστήμη3 με την εμφάνισή της και βασιζόμενη στην πειραματική επαλήθευση και την επαγωγική λογική4 καταρχάς αφαιρεί σιγά-σιγά την αποκλειστικότητα της θρησκείας στην αλήθεια και στην εξήγηση του κόσμου. Πλέον ο σκεπτόμενος (αλλά πάντα ταξικά προσδιορισμένος) άνθρωπος της Αναγέννησης και κυρίως του Διαφωτισμού διεκδικεί το δικαίωμα να εξηγεί και αυτός τον κόσμο χωρίς τη χρήση της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Σταδιακά ο Ορθός λόγος αντικαθιστά τον Θείο λόγο. Ο άνθρωπος γίνεται Άνθρωπος. Την ίδια στιγμή όμως η ανάδειξη της Νέας Επιστήμης συμβαδίζει και διαπλέκεται με την αυτοσυνειδητοποίηση της αστικής τάξης και την ανάδειξη του καπιταλισμού ως κυρίαρχο κοινωνικό – οικονομικό – πολιτικό σύστημα. Η Νέα Επιστήμη δηλαδή γεννιέται μέσα στη νέα αγορά και σε σχέση με την εμπορευματική παραγωγή και την κοινωνία που αναδύεται εκείνη την εποχή. Αναπόφευκτα το αίτημα της επιστήμης ταυτίζεται με το αίτημα της συγκεκριμένης κοινωνίας για την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την συσσώρευση. Γι’ αυτό και οι δύο βασικοί της όροι είναι πρώτον η μαθηματικοποίηση / ποσοτικοποίηση5 του κόσμου και των συνιστωσών του, του χώρου και του χρόνου, και δεύτερον η πειραματική αναπαραγωγιμότητα6. Απο δώ και πέρα λοιπόν πρέπει να βλέπουμε όχι δύο παράλληλες πορείες αλλά την διαλεκτική τους σχέση αν θέλουμε να κατανοήσουμε την επιστήμη.7

• Η δυτική μεταφυσική -με αφετηρία την εδραίωση της από τον Πλάτωνα και με όλες τις εκφάνσεις και μεταλλάξεις8 της- δομήθηκε πάνω σε ένα βασικό μύθο τον οποίο για αιώνες διατήρησε ανέπαφο: η ιδέα του σύμπαντος (και συνεπώς του ανθρώπου) ως στατικού προϊόντος μιας ακίνητης και υπερβατικής δύναμης – διάνοιας. Ο πεπερασμένος αισθητός κόσμος του ανθρώπου βρισκόταν πάντα σε αντιδιαστολή με αυτόν τον υπερβατικό, και ταυτοχρόνως πολύ πιο πραγματικό, κόσμο· έναν κόσμο του οποίου την αλήθεια ο άνθρωπος δεν μπορούσε ή μπορούσε μόνο μερικώς και αποσπασματικά να συλλάβει. Αυτός λοιπόν ο μύθος, που ήδη είχε αρχίσει να αμφισβητείται απο την μεριά της φιλοσοφίας,9 φτάνει με την θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου (1859) να δεχτεί το αποφασιστικό υλιστικό χτύπημα. “…[O δαρβινισμός] ανέτρεψε δια παντός την άποψη ότι τα είδη ήταν αμετάλλακτα και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, την αντίληψη ότι υπάρχει μια Μεγάλη Αλυσίδα των Όντων. Ο άνθρωπος δεν αποτελεί πλέον το αποκορύφωμα της Δημιουργίας.”10 Έτσι (ο άνθρωπος) αναγκάζεται να εισαγάγει την έννοια της Ιστορίας (που σε φιλοσοφικό επίπεδο έχει αναπτύξει νωρίτερα ο Hegel, ως δομικό στοιχείο, τόσο για τον αυτοστοχασμό του όσο και για την κατανόηση του κόσμου. Από εδώ και ύστερα η κίνηση ξαναπαίρνει11 τη θέση της στατικότητας και το γίγνεσθαι τοποθετείται δίπλα στο είναι.

• Η επιστήμη για αρκετούς αιώνες και μέχρι πρόσφατα είχε μια πολύ αμφίσημη σχέση με τη θρησκεία, και ο επιστημονικός λόγος στηρίχθηκε και στήριξε το μεταφυσικό μοντέλο θεώρησης του κόσμου ουκ ολίγες φορές. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι οι υποστηρικτές της Νέας Επιστήμης ζούσαν ακόμη με βάση ένα άλλο Παράδειγμα και, μέσα σε αυτό το κυρίαρχο Παράδειγμα της θεολογίας, ήταν αδιανόητο να απορριφθεί η πίστη στην ύπαρξη του Θεού· ούτε στο ότι η επιστήμη σχημάτιζε κοινό μέτωπο με την θρησκεία προκειμένου να αντιπαρατεθούν και οι δύο στην αναβίωση των παγανιστικών και μαγικών τάσεων που παρατηρούνται στην Αναγέννηση. Οφείλεται σε κάτι πιο βαθύ: στο ότι η επιστήμη έχτιζε τις δομές της πάνω σε μία βάση κοινή με τη μεταφυσική (και κατ’ επέκταση με τη θεολογία), γεγονός που συνδέεται με τη σύλληψη της αλήθειας ως αντιστοιχία και την από κοινού έδρασή τους σε αιώνιους νόμους. Με άλλα λόγια η αλήθεια υφίσταται μόνο ως προς κάτι προϋπάρχον, αμετάβλητο και αιώνιο. H νεωτερική επιστήμη λοιπόν έχει ως κοινό θεμελιακό στοιχείο με την αρχαία μεταφυσική και την θεολογία την αντικειμενική αλήθεια και τον νόμο και πάνω σε αυτό συγκροτείται.

Ωστόσο στα μέσα του 19ου αιώνα και αργότερα εντοπίζεται τόσο η απαρχή της αποδέσμευσης και της αυτονομίας της Επιστήμης από τη Θεολογία και την Φιλοσοφία, όσο και η εντατικοποίηση της προσπάθειας του επιστημονικού λόγου να γίνει Λόγος. Αν θα θέλαμε να το συγκεκριμενοποιήσουμε, μπορούμε να πούμε ότι η θεωρία του εξελικτισμού του Δαρβίνου και οι νόμοι της κληρονομικότητας του Μendel είναι μάλλον τα δυο βασικότερα χτυπήματα που δέχτηκε η θρησκεία και βοήθησαν στην αυτονόμηση της επιστήμης. Παράλληλα παρατηρείται μια αυξανόμενη προσάρτηση της φιλοσοφίας στο άρμα της Επιστήμης. Από τους αριστερούς εγγελιανούς μέχρι και τον Νίτσε (λίγες δεκαετίες αργότερα) η μεταφυσική ως μοντέλο θεώρησης αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους κριτικής ενώ η επιστήμη είχε την τιμητική της.12

“…το 2ο μισό του 19ου αιώνα, οπότε παρατηρείται μια μεγάλη τεχνολογική επίθεση από την αναπτυσσόμενη βιομηχανία, είναι η εποχή  που η επιστήμη αρχίζει και εγείρει τρομερές αξιώσεις. Θέλει να κυριαρχήσει στα πάντα και έτσι πρέπει να πολεμήσει προς όλες τις κατευθύνσεις ώστε να καταδείξει τη μοναδικότητα της. Προκειμένου δηλαδή να εξασφαλίσει τις διευρυμένες αξιώσεις της, η επιστήμη αρχίζει πλέον και επιτίθεται στη φιλοσοφία, στη θεολογία, στο μύθο, σε οτιδήποτε δηλαδή δεν είναι μέσα στο δικό της λόγο. Αυτό ήταν το δεύτερο βήμα στη γένεση της σύγχρονης επιστήμης και συνέπεσε με τη βιομηχανική επανάσταση.”13

• Σήμερα η επιστήμη, ξεπερνώντας την χρήση του ορθολογισμού που οικειοποιούνταν μέχρι τώρα, ασπάζεται το μεταφυσικό μοντέλο και πλέον αξιώνει την αλήθεια των επινοήσεών της χωρίς να αναλαμβάνει καθήκοντα ή υποχρεώσεις. “Γίνεται ο μοναδικός χώρος αληθογένεσης. Έτσι η επιστήμη μπορεί να οδηγήσει και στην αλήθεια εξ απονομής, δηλαδή κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό αφού είναι αποτέλεσμα επιστημονικής διαδικασίας. .”14

Το επίτευγμα -πιο σωστά, η συνεχής παραγωγή και ροή επιτευγμάτων (μη επαληθεύσιμων και απρόσιτων)- είναι τελικά η τεχνική της επιστήμης για να αποτρέπει την κριτική και να αξιώνει την «καθιέρωση» της. Έτσι το κέντρο μετατοπίζεται, από την επεξεργασία της γνώσης και την κριτική, στην συνεχή παραγωγή υποσχέσεων που αποσκοπούν να καταστήσουν την επιστήμη απαραίτητη ως τον μοναδικό τρόπο να καλύπτουμε τις ανάγκες στις οποίες έχουν μετατραπεί πλέον οι παραπάνω υποσχέσεις. Για παράδειγμα στον τομέα της βιοτεχνολογίας οι υποσχέσεις της είναι σε μεγάλο μέρος οι καινούριες χειραγωγούμενες ανάγκες των καταναλωτών, οι οποίοι (όπως οι αγρότες) χάνουν πλήρως την αξίωση να γνωρίζουν τι καταναλώνουν και αφήνονται στα χέρια των ειδικών.

Όσον αφορά τη γενετική, ώς έργο έχει να επιδείξει ορισμένες επιτυχίες όπως την (όχι τελειοποιημένη) θεραπεία κάποιων μονογονιδιακών ασθενειών, την πρόγνωση πολλών άλλων και μια υπέρμετρη ανάπτυξη στον τομέα της τεχνητής (ή υποβοηθούμενης όπως ορίζεται επίσημα) αναπαραγωγής, ο οποίος έχει να προφέρει και τα πιο πολλά οφέλη. Ταυτόχρονα η γενετική -ως μύθος- δεν χρειάζεται τόσο να παράγει συνέχεια καινούρια επιτεύγματα όσο να συντηρεί την υπόσχεση της για εξάλειψη του καθολικού φόβου του σύγχρονου δυτικού άνθρωπου: τον φόβο του θανάτου. Από τις συνεχείς δηλώσεις για το γονίδιο της μακροζωίας, την ιατρικοποίηση του γήρατος και του θανάτου και τη μεταφορά τους ως αρρώστιες, μέχρι τα νέα καταναλωτικά προϊόντα αντιγήρανσης (π.χ. η καινούρια σειρά της nivea με το όνομα DNAge) υποβόσκει η υπόσχεση της αθανασίας.

Κάποια πρώτα συμπεράσματα

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η σημασιοδότηση του κόσμου από την Επιστήμη δεν αποβλέπει προγραμματικά στο να προσδώσει έναν τελικό σκοπό15 και υπό αυτή την έννοια δεν είναι τελεολογικό σύστημα. Η Επιστήμη, με δεδομένη τόσο την απόρριψη του τελικού σκοπού, όσο και της αντικειμενικής αλήθειας (μιας και ήδη στο εσωτερικό της εντείνεται η αμφισβήτηση16 για την ίδια την ύπαρξη της αντικειμενικής αλήθειας), προχωρά στην επινόηση ενός νέου μέσου πειθούς: το τέχνασμα της Επιστήμης εδρεύει στην μη τελεολογική έννοια της Προόδου, έννοια που υιοθέτησε αφότου απέτυχε να πείσει τους πάντες για την αντικειμενικότητα της,17 για το ότι υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια – η επιστημονική αλήθεια.  Η επιστήμη βέβαια σε σχέση με την “εκτός τειχών”(Κuhn) κοινωνία, δεν μπαίνει σε διάλογο. Ακριβώς σαν τον καπιταλισμό αφομοιώνει την όποια κριτική εναντίον της στην ασταμάτητη ορμή της “Προόδου” της. Η επιστήμη δεν αναστοχάζεται τα λάθη της· τα λάθη του παρελθόντος δεν εκλαμβάνονται παρά μόνο ως η πίεση να προχωρήσει με μεγαλύτερη ένταση. (Αναστοχάζομαι σημαίνει σταματάω, παίρνω αποστάσεις από αυτό που κάνω και η στάση είναι σε τέλεια αντίθεση με την απρόσκοπτη ροή της Προόδου που υπερασπίζεται η Επιστήμη.)

Ωστόσο, μία κριτική θέση προς την Επιστήμη πρέπει από την άλλη μεριά να αποφεύγει την κρυμμένη μεταφυσική της “άυλης ψυχής”, του “μυστηρίου” και την δαιμονοποίηση ή θεοποίηση της “Φύσης”, την αναγωγή της δηλαδή σε κάτι το υπερβατικό. Απεναντίας πρέπει να καταδείξει την εργαλειακή κατανόηση της φύσης και του ανθρώπου μέσω των μετρήσιμων αξιών. Χρειάζεται λοιπόν να εστιάσουμε στην εργαλειακή πρόσληψη του ανθρώπου από την Επιστήμη, όποιες μορφές και αν έπαιρνε αυτή η πρόσληψη. πρώτα ως μηχανή (Dekartes) και αργότερα ως πολύπλοκο σύστημα διαχείρισης πληροφοριών. Η κριτική μας επομένως πρέπει να καταδεικνύει ότι ο κάθε επιμέρους επιστημονικός λόγος αρθρώνεται και αναπτύσσεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό του προσδίδει τα χαρακτηριστικά του τα οποία είναι “εξ ανάγκης”, δηλαδή δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα από αυτά.

Η επιστήμη λοιπον ως εργαλείο, ως γνώση, ήταν ένα από τα μέσα που μας έδωσαν την δυνατότητα (και δίνουμε έμφαση στη “δυνατότητα” με την έννοια του δυνητικού) να ξεπεράσουμε την ιδέα του δημιουργήματος ενός Δημιουργού, να αποδεχτούμε το πεπερασμένο της ύπαρξης μας και έτσι να επανεξετάσουμε ή και να επαναοικειοποιηθούμε εν μέρει (στο μέτρο που υπαγορεύουν τα πολιτικά μας προτάγματα) την κυκλική και συλλογική αντίληψη της ζωής που υπήρξε πριν τον άκρατο ατομικισμό που επέβαλε η δυτική μεταφυσική στον άνθρωπο του άστεως. Και αυτό το λέμε γιατί όποια ρήξη και αν προξένησε η επιστήμη έμεινε ανεκμετάλλευτη. Ο άνθρωπος της μετανεωτερικότητας18 επενδύει πια τις ελπίδες του για την (επίγεια αυτή τη φορά) αθανασία του στην γενετική. Η ατομική ψυχή δεν διαπραγματεύεται την μοναδικότητα της, δεν εντάσσεται σε συλλογικές αντιλήψεις. Η γνώση του πεπερασμένου ταυτίζεται με τον φόβο του θανάτου και μετατρέπεται σε μανία για την μη φθαρτότητα, την ατομική αθανασία, ξεπερνώντας ακόμα και την ατομική έννοια του κύκλου της ζωής. Ο μετανεωτερικός άνθρωπος δεν περιμένει πια την μεταθάνατο αιωνιότητα των μονοθεϊσμών αλλά προσδοκά την επι γης αθανασία σε μορφή εμπορεύματος. Ευαγγελίζεται να (ξανά)γίνει στατικός και αιώνιος, να γίνει το ακίνητο κινούν19 του Αριστοτέλη. Έτσι, η κεντρικότητα που τού στέρησε στις απαρχές της η Νέα Επιστήμη επαναδιεκδικείται με όλη τη δύναμη της ίδιας της επιστήμης και απαιτείται πια μια νέα αλλαγή Παραδείγματος που θα τον βάλει πάλι στο κέντρο του σύμπαντος.

Περί προθέσεων…

Σύμφωνα με τη λογική μας η κριτική έχει το νόημα τού να τοποθετεί σε συνεχή επανεξέταση και αξιολόγησητην επιστήμη ως μια κοινωνική διαδικασία. Ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά την Επιστήμη ως το κυρίαρχο Παράδειγμα που είναι πια και στις αιχμές του δόρατος της (βιοτεχνολογία και γενετική), η κριτική μας δεν απορρέει από κάποιο παραλήρημα για επιστροφή στην “αγνή και ηθική” μητέρα φύση. Έτσι κι’ αλλιώς είναι καιρό τώρα γνωστό ότι η φύση είναι εγγενώς ανήθικη, και με αυτό εννοούμε ότι δεν μπορεί να σταθεί στο φυσικό περιβάλλον η κοινωνική κατασκευή που λέγεται ηθική και είναι εφεύρημα του ανθρώπου.

Είναι επίσης γνωστό ότι και πριν την έλευση της επιστήμης άλλα ιερατεία χειρίζονταν το προνόμιο της κανονικοποίησης του κόσμου και την εξουσία που απέφερε αυτή η γνώση. Η θρησκεία, συμπληρωματικά -και ενίοτε ταυτιζόμενη- με την εκάστοτε κοσμική κυριαρχία, επαγγελλόταν την μοναδική νοηματοδότηση του κόσμου και το προνόμιο της σωτηρίας του. Στην πορεία η Επιστήμη έφτασε να διεκδικεί πλέον, μέσω του “αλάθητου” και του “αδιαμφισβήτητου”, μία θέση στο πάνθεον των “μεταφυσικών” συστημάτων, να υπόσχεται (και να εξηγεί) την αθανασία και να ιδιοποιείται το προνόμιο του μοναδικού αληθινού νοηματοδοτικού συστήματος. Με την σταδιακή μετατροπή της στο καινούριο Παράδειγμα, χτίζει για τον εαυτό της τον νέο κυρίαρχο μύθο. Με αφορμή την κατανόηση – εξήγηση – κανονικοποίηση του κόσμου επιχειρεί τη χειραγώγηση του και αναλαμβάνει ένα σωτηριολογικό ρόλο. Το νέο ιερατείο φορά άσπρες ποδιές και υπόσχεται σε αυτή τη ζωή ό,τι η θρησκεία πριν απ’ αυτήν απέτυχε να προσφέρει.

Οι προηγούμενες επισημάνσεις ωστόσο δεν συνεπάγονται ούτε την άρνηση ούτε την δαιμονοποίηση της επιστήμης· δεν αξιώνουμε μια κοινωνία χωρίς αυτήν, ένα πισωγύρισμα σε προεπιστημονικού τύπου κοινωνίες. Στο σημείο αυτό μπορούμε να θυμηθούμε την μάλλον πεσσιμιστική, διατύπωση του Feyerabend:

“Εφόσον επιτρέψαμε ή και συμμετείχαμε στο να κατασκευαστεί ένα περιβάλλον στο οποίο οι επιστημονικοί νόμοι βρίσκονται στο προσκήνιο, και από υλικής απόψεως, στα τεχνικά προϊόντα και από πνευματικής, στις ιδέες που αφήνουμε να καθοδηγούν τις μείζονες αποφάσεις, όλοι εμείς, οι επιστήμονες καθώς και οι απλοί πολίτες του Δυτικού πολιτισμού είμαστε υποταγμένοι στην κυριαρχία τους.”20

Η παραπάνω κρίση έχει μία αξία μόνο ως προς το να καταδείξει την ταυτόχρονη και μέσα σε κοινά πλαίσια και δεσμούς πορεία της επιστήμης και του δυτικού τρόπου σκέψης, πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι αυτή η πορεία ούτε απόλυτη είναι ούτε αμετάβλητη. Επιπλέον δεν μας καλύπτει ούτε μια ανάλυση που κάνει λόγο για το ελεύθερο και δημοκρατικό -δυτικού τύπου- περιβάλλον ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη της επιστήμης, στα πλαίσια του οποίου τον έλεγχο της θα ασκούν οι πολίτες γενικά και αόριστα. Και αυτό γιατί, όπως θα φανεί και παρακάτω, θεωρούμε ότι η κοινωνία δεν αποτελεί ένα ενιαίο και αδιαφοροποίητο σώμα πολιτών, αλλά πεδίο ταξικών ανταγωνισμών και εσχάτως21 άσκησης της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει την προσοχή μας η ένοχη σιωπή του σύγχρονου κόσμου για την επιστήμη ως ιστορική διαδικασία. Και αυτή η σιωπή οφείλεται στο ότι η Επιστήμη ως το κυρίαρχο Παράδειγμα θέλει να αποϊστορικοποιηθεί, να βγει εκτός του πεδίου της κριτικής που είναι εγγενές στην ιστορική διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο η σύγχρονη επιστήμη θέλει να χτίσει ένα τείχος ανωτερότητας απέναντι σε άλλες μορφές εξήγησης του κόσμου, (μύθο, θεολογία, φιλοσοφία) οι οποίες -μέσω της ένταξης τους στο ιστορικό πλαίσιο- επιδέχονται κριτικής (ή και απόρριψης), και έτσι να γίνει καθολική, αιώνια και αδιαπραγμάτευτη. Άλλωστε η  αυτονομία και η τοποθέτησή της εκτός δικαιοδοσίας της κοινωνίας ( το δικαίωμα δηλαδή να αποφασίζει η επιστημονική κοινότητα για το πώς θα πορεύεται, επειδή είναι ουδέτερη και ανεξάρτητη) είναι ένα μύθευμα το οποίο αποκρύπτει ότι

“Η επιστήμη εκφράζει καταρχήν τον υπάρχοντα καταμερισμό της εργασίας και το δεδομένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ως τέτοια οφείλει να λάβει τη θέση της μέσα σε μια ευρύτερη διαλεκτική των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, τη μόνη που μπορεί να αποκαταστήσει την αλήθεια της εμφανίζοντάς την ως αυτό που πραγματικά είναι: κρυστάλλωμα συγκεκριμένων κοινωνικών εμπειριών σε μια ορισμένη βαθμίδα αναπτυξης του τεχνικού πολιτισμού.” 22

Αποσιωπάται δηλαδή ότι η επιστήμη, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και χειραγωγήσιμη είναι και άμεσα εξαρτημένη από την τεχνολογία, την χρηματοδότηση,23 την ιδεολογία.

Ούτε πάλι συμμεριζόμαστε την συγκεκριμένη διατύπωση του Καστοριάδη ότι

“…το πολύ οδυνηρό ερώτημα, ως ποιό βαθμό και κατα ποιόν τρόπο μπορούν να υπάρξουν θεσμοί που να περιορίζουν την ελευθερία της έρευνας… μόνο μια έλλογη και σοφή κοινωνία θα μπορούσε να το απαντήσει.”24

Παραμένει για μας προβληματικό το αρνητικό πρόσιμο που προσδίδεται στους θεσμούς, με άλλα λόγια αυτό του περιορισμού της επιστημονικής έρευνας, γιατί η αναγόρευση της ελευθερίας στην έρευνα ως αξία στα πλαίσια μιας έλλογης και σοφής κοινωνίας προϋποθέτει μια μεσσιανικού τύπου προσμονή της τελευταίας, γεγονός που μάς αφοπλίζει όσον αφορά την κριτική στην Επιστήμη και τον έλεγχο στις έρευνες που διεξάγει στην συγχρονία μας.

Αν λοιπόν ο Feyerabend απαιτεί τον έλεγχο στην επιστήμη από μία κοινωνία την οποία ωστόσο αφήνει στο απυρόβλητο, και ο Καστοριάδης αντίθετα τον αρνείται σε μια κοινωνία ανίκανη να τον ασκήσει μέχρι αυτή να συγκροτηθεί ως έλλογη και σοφή, εμείς λέμε ότι η κριτική στην Επιστήμη και η απαίτηση ελέγχου πάνω σ’ αυτήν είναι αλληλένδετα με την πολιτική μας δράση και το πρόταγμά μας για την οικοδόμηση της κοινωνίας που επιθυμούμε:

“…αν σήμερα προτείνουμε ένα νέο επιστημολογικό παράδειγμα και ζητάμε την απεριόριστη εφαρμογή του, στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να αξιώνουμε μια καινούρια αρχή οργάνωσης της κοινωνίας, ένα καινούριο πρότυπο που θα ρυθμίζει τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και με τον κόσμο. Η αλήθεια του δεν θεμελιώνεται, δεν μπορεί να θεμελιωθεί, στην θεσμική αυθεντία μιας επικυρωμένης επιστημονικής απόφανσης αλλά στην ανυποχώρητη επιθυμία μας να ζήσουμε σε έναν άλλο κοινωνικό κόσμο.”25

Αν “η ιστορία των προσπαθειών του ανθρώπου να καθυποτάξει τη φύση είναι η ιστορία της καθυπόταξης ανθρώπου από άνθρωπο,”26 με άλλα λόγια αν η ιστορία της επιστήμης είναι παράλληλη και μέσα στην ιστορία του πολιτισμού, ζητούμενο μας παραμένει η επανοηματοδότηση και των δύο με άξονα την απο-αντικειμενικοποίηση τόσο της φύσης27 όσο και του ίδιου του ανθρώπου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1) Με τον όρο Παράδειγμα αναφερόμαστε σε ένα δεδομένο σύνολο κανόνων, αξιών και θεσμών που διέπουν μια ορισμένη κοινωνική συγκρότηση. Ο Kuhn βέβαια με τον όρο παραδείγματα χαρακτηρίζει “καθολικά αναγνωρισμένες επιστημονικές επιτεύξεις, οι οποίες, για ένα χρονικό διάστημα παρέχουν πρότυπα προβλήμάτων και λύσεων σε μια κοινότητα ειδικών.”  Διαχωρίζει την επιστημονική διαδικασία σε δύο χρονικές περιόδους, (αν και κάποιες φορές υπάρχει επικάλυψη μεταξύ τους)· η μία περίοδος είναι αυτή που ονομάζει “φυσιολογική επιστήμη” και η άλλη είναι η περίοδος των “επιστημονικών επαναστάσεων” όπου συντελείται η αλλαγή ενός Παραδείγματος. Όπως το θέτει και ο ίδιος:

“…“φυσιολογική επιστήμη” σημαίνει έρευνα αυστηρά στηριγμένη σε μία ή περισσότερες προγενέστερες επιστημονικές επιτεύξεις, οι οποίες, σε κάποια χρονική στιγμή, αναγνωρίζονται από μία συγκεκριμένη επιστημονική κοινότητα ως βάσεις για τη θεμελίωση της πρακτικής της…  Η  φυσιολογική επιστήμη, η δραστηριότητα επίλυσης γρίφων… είναι μία διαδικασία κατεξοχήν συσσωρευτική, που επιτυγχάνει πλήρως το σκοπό της, τη συνεχή δηλαδή επέκταση του φάσματος και της ακρίβειας της επιστημονικής γνώσης… Η φυσιολογική επιστήμη, η δραστηριότητα δηλ. που καλύπτει αναπόφευκτα όλο σχεδόν τον χρόνο των επιστημόνων, βασίζεται στην υπόθεση ότι η επιστημονική κοινότητα γνωρίζει το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της φυσιολογικής επιστήμης οφείλεται στην επιθυμία της κοινότητας να υπερασπιστεί αυτή την υπόθεση, ακόμη και όταν το αναγκαίο κόστος είναι σημαντικό… Όταν ο κλάδος δεν μπορεί να παρακάμψει ανωμαλίες που υπονομεύουν την υπάρχουσα παράδοση επιστημονικής πρακτικής, τότε αρχίζουν εκείνες οι “ιδιόρρυθμες” έρευνες που οδηγούν τον κλάδο τελικά σε ένα νέο σύνολο συμβάσεων, σε μία νέα βάση για την επιστημονική πρακτική. Τα ιδιόρρυθμα επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων συντελείται αυτή η τροποποίηση των επαγγελματικών συμβάσεων, θα ονομαστούν… επιστημονικές επαναστάσεις. Είναι τα ρήγματα στην παράδοση που συμπληρώνουν την παραδοσιακή δραστηριότητα της φυσιολογικής επιστήμης… Οι διαδοχικές μεταβάσεις από το ένα Παράδειγμα στο άλλο διαμέσου επανα­στάσεων είναι η συνηθισμένη αναπτυξιακή δομή της ώριμης επιστήμης.”

H όλη θεωρία του Kuhn για τις επιστημονικές επαναστάσεις, αν και με μια κριτική διάθεση πρέπει να τονίσουμε ότι διεξάγεται “εντός των τειχών” της επιστημονικής κοινότητας, είναι μια πολύ χρήσιμη θεωρία ως αναλυτικό εργαλείο για μπορέσουμε να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε την πορεία που διαγράφει η επιστήμη. Διαστέλλοντας λοιπόν την θεωρία αυτή, ώστε να περιλαμβάνει τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αρθρώνεται και ταυτόχρονα τις αναδιαμορφώνει έχουμε μια μέθοδο, ένα εργαλείο που μας επιτρέπει να δούμε την επιστήμη συγχρονικά και διαχρονικά. Χρησιμοποιώντας λοιπόν τον όρο Παράδειγμα θέλουμε να επισημάνουμε ότι με την ανάδειξη της Νέας Επιστήμης υπάρχει μια σταδιακή αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν τον κόσμο, μία νέα οπτική που μέχρι τότε είταν αδιανόητη και απαιτούσε μία ρήξη για να καταστεί δυνατή. Χρειαζόταν μία αλλαγή Παραδείγματος.

2) Δεν αναφερόμαστε σε καθολική αντικατάσταση του Θρησκευτικού Μύθου από τον Επιστημονικό αλλά κάνουμε χρήση του ρήματος “τείνει”, ακριβώς επειδή σε αρκετές σύγχρονες δυτικές πραγματικότητες, μέσα σε συνθήκες κρίσης (π.χ. στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου), η αδυναμία πειθούς μέσω του ορθολογισμού που χαρακτηρίζει την επιστήμη αναπληρώνεται από την μεταφυσική ισχύ της θρησκευτικής πίστης. Η ανθεκτικότητα του μύθου γίνεται πολύ σαφής και επεκτείνεται από τον Ernst Cassirer. Γράφοντας αυτοεξόριστος από την Γερμανία και έχοντας βιώσει τον παραλογισμό του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, υποστηρίζει ότι τα βασικά θεμέλια των σύγχρονων κρατών δεν είναι η έλλογη θεμελίωση νόμων και συμβάσεων, αλλά η δύναμη του υποβόσκοντος μύθου και η χειραγώγηση της:

“Η χρησιμοποίηση της μαγείας, ακόμη και στις πρωτόγονες κοινωνίες, περιορίζεται σε ένα ιδιαίτερο πεδίο δραστηριοτήτων… εμφανίζεται όταν ο άνθρωπος πρέπει να πραγματοποιήσει κάτι που μοιάζει να ξεπερνάει κατά πολύ τις φυσικές του δυνάμεις. Ωστόσο, παραμένει πάντα μια περιοχή η οποία δεν επηρεάζεται από τη μαγεία ή τη μυθολογία, και η οποία, γι’ αυτό το λόγο, μπορεί να ονομαστεί κοσμική περιοχή. Μέσα σ’ αυτήν ο άνθρωπος στηρίζεται στη δική του δεξιοτεχνία και όχι στη δύναμη των μαγικών φράσεων…[ ] Αυτή η περιγραφή του ρόλου της μαγείας και της μυθολογίας στην πρωτόγονη κοινωνία ταιριάζει εξ’ ίσου και στα πολύ προχωρημένα στάδια της πολιτικής ζωής του ανθρώπου. Σε καταστάσεις απόγνωσης ο άνθρωπος θα καταφύγει πάντα σε απεγνωσμένα μέσα -και τέτοια απεγνωσμένα μέσα υπήρξαν οι πολιτικοί μύθοι του καιρού μας. Αν η λογική χρεωκόπησε, υπάρχει πάντα η Ultima ratio, η δύναμη του θαυμαστού και του μυστηριώδους…[ ] Σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων οι έλλογες δυνάμεις που ανθίστανται στην ανάδυση των παλαιών μυθικών ιδεών χάνουν την αυτοπεποίθηση τους. Σ’ αυτές τις στιγμές ξανάρχεται η ώρα του μύθου. Διότι ο μύθος δεν έχει πραγματικά κατακτηθεί και δαμαστεί. Υπάρχει πάντα παραμονεύοντας στα σκοτάδια και περιμένοντας την ώρα του και την κατάλληλη ευκαιρία. Η ώρα αυτή φτάνει όταν, για οποιοδήποτε λόγο, οι υπόλοιπες συνεκτικές δυνάμεις της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων χάνουν την ισχύ τους και δεν μπορούν πια να πολεμήσουν τις δαιμονικές δυνάμεις του μύθου.”

3) Ο όρος πρωτοσυναντάται σε αναφορές για το έργο του Francis Bacon στις αρχές του 1600 δηλ. την θεμελίωση του επιστημονικού εμπειρισμού με βάση το πείραμα και την αναβίωση του επιστημονικού λόγου μετά από έναν πλήρως μεταφυσικό Μεσαίωνα και μία Αναγέννηση πανθεϊστική και περίοδο που αναβιώνει το άτομο-πολίτης μέσα στις αυτόνομες εμπορικές πόλεις. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Bacon πίστευε στην κυριάρχηση της φύσης από τον άνθρωπο, (αν και τελικά την κυριαρχία του ο ανθρωπος την αποκτά μέσω της εθελούσιας υποταγής του στην αντιστεκόμενη φύση), θεωρούσε τον πειραματισμό ως βασανισμό της φύσης για την απόκτηση γνώσης, και τη γνώση ως μέσο απόκτησης ισχύος και κυριαρχίας. Ο Βacon επίσης εισήγαγε την λογική της μοναδικής αιτιότητας (ένα αίτιο – ένα αποτέλεσμα), λογική που θα ξαναβρούμε να αναδύεται στον βιολογικό ντετερμινισμό της μοριακής βιολογίας.

4) Η επαγωγική λογική, που εισάγεται με τον Γαλιλαίο και τον Bacon εξάγει συμπεράσματα από μίνιμουμ παραδείγματα για να εξηγήσει μάξιμουμ καταστάσεις, δηλαδή από το μερικό κατανοεί και εξηγεί το όλον  και είναι αντιθετική με την Αριστοτελική απαγωγική λογικη που δρα από το όλον στο μερικό.

5) Ενώ ο Bacon θεωρεί εμπόδιο την μαθηματικοποιημένη αναπαράσταση των πάντων, ο Γαλιλαίος, αντίθετα, κατανοεί το σύμπαν ως έναν απέραντο μετρήσιμο χώρο και θεωρεί ότι αυτός συμπίπτει με τον ευκλείδειο χώρο, ότι δηλαδη η ευκλείδεια γεωμετρία μπορεί να μετρήσει και να αναπαραστήσει το σύμπαν. Αυτή η ταύτιση φυσικού και γεωμετρικού χώρου που ουσιαστικά γίνεται ένα θεμέλιο για την περαιτέρω ανάπτυξη της επιστήμης, πρέπει, για άλλη μια φορά, να ειδωθεί στην ιστορικότητα της και να καταδείξει την συνεχή αντίφαση της επιστήμης. Η ευκλείδεια γεωμετρία έρχεται να καταστήσει μετρήσιμο τον χώρο, το σύμπαν (όπως η άλγεβρα καθιστά μετρήσιμο τον χρόνο, τις διαδικασίες) το οποίο οι στοχαστές της Αναγέννησης είχαν προσπαθήσει να καταδείξουν ως άπειρο και ενιαίο, αμφισβητώντας παράλληλα την κάθετη ιεραρχημένη δομή του ως πεπερασμένο θεϊκό δημιούργημα. Αυτό μπορούμε να το δούμε στον Giordano Bruno και κυρίως στον Κοπέρνικο ο οποίος, εισάγοντας το ηλιοκεντρικό σύστημα, αμφισβήτησε ότι ο άνθρωπος, ως το τέλειο κατασκεύασμα του θεού δημιουργού, είναι το κέντρο του σύμπαντος αφού πλέον τα πάντα δεν γυρνάν γύρω από αυτόν και τον περιβάλλοντα χώρο του, τη γη αλλά αυτός ο ίδιος είναι μια ασήμαντη μονάδα σε ένα δορυφόρο του ήλιου.

6) Η πειραματική αναπαραγωγιμότητα προκρίνει ότι μία πρόταση, για να είναι επιστημονική, πρέπει να διατυπωθεί έτσι ώστε να μπορεί να αναπαραχθεί σε εργαστηριακές (άρα ελέγξιμες) συνθήκες άπειρες φορές.

7) Αυτό βέβαια δεν πρέπει να μας ξενίζει και ούτε είναι η πρώτη φορά που γίνεται. Πηγαίνοντας αρκετά πίσω, βλέπουμε ότι και η εμφάνιση και ανάπτυξη αυτού που θα ονομάζαμε πρώτη επιστήμη, χρονικά τοποθετείται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του Άστεως (και της φιλοσοφίας), καταρχάς στις Ιωνικές πόλεις και μετέπειτα στον Ελλαδικό χώρο. Και εκεί μπορούμε να διακρίνουμε την ίδια διαλεκτική. Η επιστήμη και η φιλοσοφία, κοινώς ο εννοιακός τρόπος σκέψης και θέασης του κόσμου, –σε αντιπαραβολή με τον μυθικό- συμβαδίζει με την ανάδειξη του εμπορίου και την μετατροπή αγροτικών πληθυσμών σε ανθρώπους του Άστεως, γεγονός φυσιολογικό γιατί δίχως την μετατροπή της αξίας χρήσης σε ανταλλακτική και δίχως την ποσοτικοποίηση και μαθηματικοποίηση που επέφερε η ανάπτυξη του εμπορίου ο εννοιακός τρόπος σκέψης, πολύ πιθανόν, να μην μπορούσε να αναπτυχθεί.

8) Παρακολουθώντας την εξέλιξη από τις Ιδέες του Πλάτωνα, τον Αιώνιο και άϋλο Νου του Αριστοτέλη μέχρι τον Πάνσοφο Δημιουργό του Χριστιανισμού, τον Άπειρο και Αγαθό Θεό του Dekartes και την αρχή του Αποχρώντος Λόγου του Leibnitz κ.λ.π.

9) Μπορούμε να λάβουμε υπόψιν μας τα πανθεϊστικά συστήματα, τόσο του Spinoza όσο και του Rousseau αργότερα, που δίνουν στην έννοια του θεού μία πιο μονιστική και ολιστική διάσταση και κατά μία ερμηνεία τείνουν να ταυτίσουν τον θεό με την φύση. Στην οντολογία του Κant πάντως, κομβική για τη ρήξη της φιλοσοφίας με τη μεταφυσική, η ανάδειξη του υπερβατολογικού υποκειμένου στη θέση του υπερβατικού (το πρώτο ως υποκείμενο εντός του κόσμου και εμπεριέχοντος όλες τις δυνατότητες του, το δεύτερο ως υποκείμενο πέραν του παρόντος, εκτός του κόσμου) και ο θρίαμβος του Λόγου οδηγούν στην εμμένεια του κόσμου (ο κόσμος ως αυθύπαρκτος και όχι ως δημιούργημα).

10) Richard Lewontin “Δεν είναι απαραίτητα έτσι – Το όνειρο του ανθρώπινου γονιδιώματος και άλλες πλάνες”

11) Στις προπλατωνικές φιλοσοφίες, πριν την επικράτηση της μεταφυσικής, η κίνηση έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην κοσμοθεώρηση και, κατα κύριο λόγο, η κυκλική κίνηση που είχε και σχετιζόταν άμμεσα με το γεγονός ότι οι αγροτικές κοινωνίες  αντιλαμβάνονταν τον χρόνο μέσω της κυκλικής διαδοχής των εποχών. Ο κόσμος άρα ήταν σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη (όχι όμως με την νεωτερική έννοια της προόδου), σε συνεχή περάτωση και αναγέννηση· ακόμη και ο θάνατος υπό μία έννοια εντασσόταν σε αυτή την ανακύκλιση και γινόταν αντιληπτός ως μέρος της συνολικής ζωής.

12) Με αυτό σίγουρα δεν εννοούμε ότι το σύνολο αυτών των στοχαστών συμβαδίζει θεωρητικά, μιας και διακρίνουμε στα έργα τους σοβαρότατες διαφορές και αντιθέσεις. Επίσης δεν εννοούμε ότι στις θεωρίες τους υπάρχει μια απόλυτη αποδοχή της επιστήμης. Εξάλλου, αναφερόμαστε σε μια χρονική περίοδο όπου σταδιακά απέναντι στο διαφωτισμό τάσσεται (ως αντίλογος) ο ρομαντισμός. Άρα απέναντι στο Λόγο αρθρώνεται η Ψυχή και η Φύση, απέναντι στην Λογική και τη Διάνοια η Βούληση και η Ενόραση. Εκείνο θέλει να καταδείξει η αναφορά μας σε αυτούς τους στοχαστές είναι ότι ενώ αντιπαρατίθενται στην θεολογία και τη θρησκεία από διαφορετικές αφετηρίες (άλλοι ως υπερασπιστές του Λόγου ή του Υλισμού και άλλοι ως κριτικοί απέναντι τους, αυτό που τελικά έχουν ως κοινό σημείο είναι η αδυναμία τους να κατανοήσουν τον ρόλο της Επιστήμης και τις ταυτίσεις της με την θεολογία. Συνέπεια αυτής της αδυναμίας είναι ότι η Επιστήμη δεν δέχεται την κριτική που της αρμόζει και πολλές φορές χρησιμοποιείται ως αντιπαράδειγμα απέναντι στη θεολογία και τη θρησκεία.

13) Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από απομαγνητοφωνημένη καταχώρηση του σεμιναριακού κύκλου που έδωσε ο Φώτης Τερζάκης με θέμα την επιστήμη και την επιστημολογία την άνοιξη του 2007. Το σεμινάριο διοργανώθηκε από το Κέντρο Διαπολιτισμικών Σπουδών.

14) Δημήτριος Καλημέρης “Οριακές βιοτεχνολογικές παρεμβάσεις”

15) Μολονότι προγραμματικά η έννοια του τελικού σκοπού δεν διακηρύσσεται στα πλαίσια της επιστήμης, ουσιαστικά υπεισέρχεται στην τάση του βιολογικού ντετερμινισμού (βλ. Γενετική – Βιολογικός ντετερμινισμός)

16) Οι αντιρρήσεις και ο αντίλογος, που κατα κύριο λόγο αναπτύχθηκε εντός της επιστημονικής κοινότητας (από τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντική θεωρία στη Φυσική, το θεώρημα μη πληρότητας στα Μαθηματικά…. από τον Kuhn ως τον επιστημονικό αναρχισμό του Φεγιεράμπεντ), άνοιξαν μια κουβέντα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

17) Ο αντικειμενισμός βέβαια -που κατέρρευσε- αντικατόπτριζε την απόλυτη αλήθεια, το όραμα του μονοθεϊσμού. Ίσχυε όσο η θρησκεία είχε ακόμα ισχύ και λόγο. Υπό μία έννοια η σχεδόν ολοκληρωτική νίκη της επιστήμης ενάντια στη θρησκεία οδήγησε τον επιστημονικό λόγο να απορρίψει τον αντικειμενισμό για πιο ευέλικτα μοντέλα.

18) Οικειοποιούμενοι αυτόν τον όρο και παίρνοντας υπόψιν τις ποικίλες ερμηνείες και την διαμάχη που ακόμα επικρατεί για το τι είναι η μετανεωτερικότητα, θα προσπαθήσουμε να περιορίσουμε όσο μπορούμε την έκταση του όρου (χωρίς να τον απολυτοποιούμε) έτσι ώστε να φανεί τι θέλουμε να καταδείξουμε χρησιμοποιώντας τον. Ο όρος μετανεωτερικότητα λοιπόν αναδύθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κατα κύριο λόγο ως αντίλογος απέναντι στην νεωτερικότητα και με σκοπό να καταστήσει σαφή και ορατή την αποτυχία της (την αποτυχία δηλαδή του διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης ως μέσα για την πρόοδο της ανθρωπότητας και ακόμη την ίδια την έννοια της συνεχούς προόδου, προβάλλοντας το Ολοκάυτωμα και τις ατομικές βόμβες στην Χιροσίμα και Ναγκασάκι ως τις τελευταίες και κορυφαίες αποδείξεις για το ψέμα της προόδου και απελευθέρωσης της ανθρωπότητας). Αναπτύχθηκε δε την εποχή των τελευταίων μεγάλων αμφισβητήσεων και κινημάτων του ΄60, και ένα από τα ζητούμενα της ήταν και η κριτική του παρόντος (δηλαδή σε ό,τι ονομάζεται στο μαρξιστικό πλαίσιο ύστερος καπιταλισμός). Αυτό όμως που δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ ήταν το επίδεδο της στείρας (και κάποιες φορές λανθάνουσας) κριτικής και να προτείνει λύσεις. Η (ορθή) απόρριψη της αντικειμενικής αλήθειας και η κατάδειξη της ρευστοποίησης και αποδόμησης του κοινωνικού ιστού έμεινε χωρίς αντιπροτάσεις, και ό,τι προτάγματα αναδύθηκαν αφομοιώθηκαν κατα μεγάλο μέρος από την αντεπίθεση του καπιταλισμού.  Η μετανεωτερική κοινωνία παρέμεινε με όλα τα προβλήματα της νεωτερικότητας που είχε απορρίψει και ακόμη περισσότερα.

19) Πρόκειται για το Νου στον Αριστοτέλη. Χαρακτηρίζεται ως αιώνιος, στατικός και αμετάβλητος, κινητήρια δύναμη με την έννοια ότι δημιουργεί στα Όντα την επυθυμία να προσομοιάσουν τον εαυτό τους με αυτόν.

20) Paul Feyerabend “Αποχαιρετισμός στο Λόγο”

21) Ο χρονικός προσδιοριορισμός “εσχάτως” μπαίνει για να μας υπενθυμίζει ότι ο Καπιταλισμός δεν είναι το αιώνιο πεπρωμένο των ανθρώπινων κοινωνιών, αποτελεί μια πρόσφατη μάστιγα με ζωή μόλις τριών αιώνων μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.

22) Φώτης Τερζάκης “Αποσπάσματα μιας φιλοσοφίας της φύσης”

23)“ένα άτομο που πληρώνεται απο τα δημόσια ταμεία πρέπει να είναι πρόθυμο να δεχτεί τη δημόσια εποπτεία. Έχω το άσχημο αίσθημα ότι όταν μιλάτε για “αυτονομία” με τον δικό σας αφηρημένο τρόπο, μίλια μακρυά, προφανώς, από κάτι το τόσο ταπεινό όπως τα χρήματα, θέλετε στην πραγματικότητα , το κοινό να πληρώνει τους καλλιτέχνες (και τους επιστήμονες, και τους μεγάλους “αισθαντικούς”) για να ζουν και να εργάζονται όπως θεωρούν σωστό αυτοί οι ίδιοι, δηλαδή ως παράσιτοι.”

Paul Feyerabend “Αποχαιρετισμός στο Λόγο”

24) Κορνήλιος Καστοριάδης “Φιλοσοφία και Επιστήμη”

25) Φώτης Τερζάκης “Αποσπάσματα μιας φιλοσοφίας της φύσης”

26) Μax Ηorkheimer “Η έκλειψη του λόγου”

27) Στη συλλογιστική μας δεν λανθάνει μια άνευ όρων λατρεία της φύσης. Αντιλαμβανόμαστε τη φύση “ανθρωποκεντρικά”, όχι μέσα από την έννοια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που προκρίνει ο καπιταλισμός αλλά μέσα από την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσεται μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών και του φυσικού χώρου στον οποίο αυτές επιβιώνουν, εξελίσσονται και δημιουργούν. Για παράδειγμα όταν κάνουμε λόγο για καταστροφή της φύσης ουσιαστικά αναφερόμαστε στην καταστροφή εκείνων των φυσικών παραγόντων που εξασφαλίζουν την ανθρώπινη επιβίωση. Χωρίς την αυταπάτη της ανθρώπινης παντοδυναμίας γνωρίζουμε καλά ότι η φύση ως σύμπαν μπορεί κάλλιστα να υπάρξει και χωρίς εμάς.

This entry was posted in 2. Διαβάσαμε. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *